Η επέλαση του ISIS στο Ιράκ και τη Συρία και η μετέπειτα ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους προκάλεσε έκπληξη διεθνώς, καθώς, πέρα από τις στρατιωτικού χαρακτήρα επιτυχίες, η τζιχαντιστική εκστρατεία παρουσίαζε χαρακτηριστικά άνευ προηγουμένου - όπως μία πρωτοφανής παρουσία και δραστηριότητα στο Διαδίκτυο, αλλά και η δυνατότητα υποστήριξης επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας- απόρροια μίας φαινομενικά ισχυρής και σταθερής χρηματοδότησης, που προκαλεί ερωτηματικά σε παρατηρητές παγκοσμίως.
Το «αίνιγμα» της χρηματοδότησης του Ισλαμικού Κράτους προκύπτει σε κάθε συζήτηση περί της τζιχάντ που διεξάγεται εντός και εκτός των ορίων της Μέσης Ανατολής. Ειδικοί αναλυτές, ΜΜΕ και απλοί πολίτες διερωτώνται πώς είναι δυνατόν ένα τόσο ακραία εξτρεμιστικό μόρφωμα να μπορεί να επιβιώνει οικονομικά και να στηρίζει τις επιχειρήσεις του- και φυσικά ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι κρύβονται από πίσω από αυτό.
Σε σχετικό δημοσίευμα του CNN στις αρχές Οκτωβρίου υπογραμμίζεται η σημασία του λαθρεμπορίου πετρελαίου για τα έσοδα του ISIS: οι τζιχαντιστές εμπορεύονται πετρέλαιο από καταληφθείσες πετρελαιοπηγές και διυλιστήρια στο βόρειο Ιράκ και τη βόρεια Συρία, και, όπως σημειώνεται σχετικά, μέχρι πρόσφατα ήταν εύκολη η διοχέτευσή του στη νότια Τουρκία- όπου οι κανονικές τιμές του πετρελαίου είναι εξαιρετικά υψηλές. Ως αποτέλεσμα, εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου έχουν στοχοποιηθεί από αεροπορικές επιδρομές.
Ωστόσο, το λαθρεμπόριο πετρελαίου δεν αποτελεί παρά μόνο μία πηγή χρηματοδότησης για το ISIS, το οποίο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, φαίνεται να λαμβάνει εκατομμύρια δολάρια κάθε μήνα- ειδικότερα, ο Μάθιου Λέβιτ, διευθυντής του Stein Program on Counterterrorism and Intelligence στο Washington Institute for Near East Policy χαρακτηρίζει το ISIS την «καλύτερα χρηματοδοτούμενη οργάνωση που έχουμε δει». Και σε αυτό το σημείο το θέμα περιπλέκεται, καθώς μεγάλο μέρος αυτής της χρηματοδότησης φαίνεται να προέρχεται από δωρεές εύπορων πολιτών χωρών όπως το Κουβέιτ και το Κατάρ, που αποτελούν συμμάχους των ΗΠΑ. Επίσης, σημαντικά φαίνονται να είναι και τα έσοδα του Ισλαμικού Κράτους από τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στις περιοχές τις οποίες έχει θέσει υπό τον έλεγχό του- κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ISIS πρακτικά «γεννήθηκε» σε μεγάλο βαθμό στον υπόκοσμο του Ιράκ.
Κατά τον Λέβιτ, το ISIS λειτουργεί ως ένα κολοσσιαίων διαστάσεων κύκλωμα οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο πρακτικά δεν έχει απέναντί του κάποια υπηρεσία επιβολής νόμου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της μορφής δραστηριότητας είναι οι ληστείες τραπεζών από μαχητές του ISIS στη Μοσούλη, με τους τζιχαντιστές να φέρονται να έχουν αποσπάσει δεκάδες και ίσως εκατοντάδες εκατ. δολάρια. Παράλληλα, τεράστια φαίνονται να είναι τα έσοδα από τη «φορολόγηση» των κατοίκων των περιοχών που έχουν καταληφθεί.
Guardian: Προτεραιότητα όσον αφορά στον έλεγχο πόρων
Ο βρετανικός Guardian, από πλευράς του, σε σχετικό δημοσίευμαδίνει έμφαση στο λαθρεμπόριο πετρελαίου, χαρακτηρίζοντάς το σημαντικό κομμάτι της «υπόγειας» οικονομίας του ISIS και σημειώνοντας πως επιτρέπει στην οργάνωση να πληρώνει μισθούς, να συνεχίζει τη λειτουργία υπηρεσιών και να προσελκύει νέα μέλη. Όπως επισημαίνεται, Δυτικοί παρατηρητές υποστηρίζουν πως, αμέσως μόλις οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατακτήσουν μια περιοχή, δίνεται γενικότερα προτεραιότητα στον έλεγχο πόρων, καθώς σπεύδουν να καταλάβουν τόσο πετρελαιοπηγές όσο και σιλό σιταριού, φούρνους και εγκαταστάσεις παραγωγής τροφίμων γενικότερα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ντέιρ ελ Ζορ το ISIS συνέχισε να πληρώνει τους τεχνικούς που προηγουμένως εργάζονταν για συριακές εταιρείες: οι τεχνικοί, ντόπιοι ως επί το πλείστον, συνέχισαν να εργάζονται όπως και πριν.
Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Κατάρ
Σε άρθρο του στο BBC, ο Μάικλ Στίβενς, διευθυντής του Royal United Services Institute αναφέρεται στις κατηγορίες που κατά καιρούς έχουν εκτοξευθεί κατά της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ για τον ρόλο τους στο θέμα της στήριξης του Ισλαμικού Κράτους. «Η κατηγορία που ακούω συνήθως από αυτούς που μάχονται εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία είναι ότι το Κατάρ, η Τουρκία και Σαουδική Αραβία έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την ύπαρξη της οργάνωσης. Ωστόσο η αλήθεια είναι λίγο πιο περίπλοκη και απαιτεί λίγη εξερεύνηση» αναφέρει σχετικά.
Ο Στίβενς αναγνωρίζει ότι υπάρχουν «κάποια πλούσια άτομα» από χώρες του Κόλπου που έχουν χρηματοδοτήσει γκρουπ εξτρεμιστών στη Συρία, μέσω μεταφοράς ρευστού αξίας εκατομμυρίων δολαρίων στην Τουρκία, όπου και παραδίδεται στους τζιχαντιστές. «Αυτή ήταν μία εξαιρετικά κοινή πρακτική το 2012 και το 2013, αλλά έκτοτε έχει μειωθεί και πλέον αποτελεί μόνο ένα μικροσκοπικό ποσοστό των συνολικών εσόδων που κατέληξαν στα ταμεία του Ισλαμικού Κράτους το 2014» υπογραμμίζει. Παράλληλα, αναγνωρίζει πως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, λόγω της εκτίμησής τους ότι το καθεστώς Άσαντ θα κατέρρεε στη Συρία και ότι το βασικό όχημα για τους πολιτικούς τους σκοπούς θα ήταν το «σουνιτικό πολιτικό Ισλάμ», χρηματοδότησαν ισλαμιστικές οργανώσεις (οι Λίουα αλ Ταουχίντ, Αχράρ αλ Σαμ, Τζαΐς αλ Ισλάμ αποτελούν παραδείγματα τέτοιων οργανώσεων, οι οποίες είχαν δεσμούς με το διαβόητο Μέτωπο Αλ Νόσρα- την πτέρυγα της Αλ Κάιντα στη Συρία).
Όσον αφορά στην Τουρκία, ο Στίβενς χαρακτηρίζει εξαιρετικά αμφιλεγόμενη την πολιτική της όσον αφορά στην φύλαξη των συνόρων της με τη Συρία, εξαιτίας της οποίας «όπλα και χρήματα πλημμύρισαν τη Συρία, με υποστήριξη από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία». Ωστόσο, τονίζει ότι τα δεδομένα άλλαξαν με την ραγδαία άνοδο του Ισλαμικού Κράτους το 2013 και την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία: «οι οργανώσεις αυτές είτε σαρώθηκαν (από το Ισλαμικό Κράτος), είτε, αποφασίζοντας ότι έπρεπε να συνεργαστούν με την ομάδα που νικούσε, απλά εισχώρησαν σε αυτό, φέρνοντας μαζί τα όπλα και τα χρήματά τους» σημειώνει (αναφέροντας παράλληλα ως εξαίρεση το μέτωπο Αλ Νόσρα, το οποίο κατάφερε να διατηρήσει απλά μία τεταμένη συμμαχία με τον πιο ακραίο «ξάδελφό» του).
Στο ερώτημα εάν το Κατάρ χρηματοδότησε το Ισλαμικό Κράτος, ο Στίβενς απαντά ότι «άμεσα, η απάντηση είναι όχι. Εμμέσως, ένας συνδυασμός κακής πολιτικής και αφέλειας είχε αποτέλεσμα όπλα χρηματοδοτημένα από το Κατάρ και χρήματα να καταλήξουν στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους». Όσον αφορά στη Σαουδική Αραβία, η εκτίμησή του είναι αντίστοιχη, καθώς θεωρεί ότι είναι επίσης «αθώα» όσον αφορά στις κατηγορίες περί άμεσης υποστήριξης του Ισλαμικού Κράτους, αλλά, όπως και στην περίπτωση του Κατάρ, η επιθυμία για απομάκρυνση του Άσαντ οδήγησε σε «σημαντικά λάθη όσον αφορά στην επιλογή συμμάχων».
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της όποιας παροχής στήριξης προς το Ισλαμικό Κράτος από χώρες του Κόλπου όπως το Κατάρ, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους Δυτικούς αναλυτές και ειδικούς, οι οποίοι δεν συμμερίζονται πάντοτε τις ίδιες απόψεις.
Σε σχετικό άρθρο της, η Λόρι Πλότκιν Μπόργκχαρντ του The Washington Institute for Near East Policy, αναγνωρίζει ότι σαουδάραβες πολίτες συνεχίζουν να αποτελούν μία σημαντική πηγή χρηματοδότησης για τις σουνιτικές οργανώσεις που επιχειρούν στη Συρία, καθώς και ότι «υπάρχει υποστήριξη για το ISIS στη Σαουδική Αραβία, και η οργάνωση στοχεύει άμεσα σαουδάραβες με εκστρατείες συγκέντρωσης κεφαλαίων, οπότε το Ριάντ θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα για να περιορίσει την ιδιωτική χρηματοδότηση».
Ωστόσο, σημειώνει ότι η συνεισφορά αυτών των δωρεών έχει «περιθωριοποιηθεί» πλέον από τις ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος του Ισλαμικού Κράτους, όπως το λαθρεμπόριο, οι εκβιασμοί («φορολογία») και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και αυτοί που κατηγορούν άμεσα τις χώρες του Κόλπου για την εξέλιξη των πραγμάτων: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο στρατηγός Τζόναθαν Σο, πρώην ανώτερο στέλεχος του βρετανικού γενικού επιτελείου, που, σε συνέντευξή του στην The Telegraph είχε κάνει λόγο για «ωρολογιακή βόμβα»: «Υπό την αμφίεση της μόρφωσης, ο ουαχαμπιτικός σαλαφισμός εκρήγνυται…και χρηματοδοτείται από σαουδαραβικά και καταριανά χρήματα, και αυτό πρέπει να σταματήσει» δήλωσε σχετικά, αναφερόμενος στις δαπάνες των δύο χωρών όσον αφορά στην προώθηση της δικής τους ερμηνείας της μουσουλμανικής πίστης, η οποία προέρχεται από τον Αμπντούλ Ουαχάμπ, λόγιο του 18ου αιώνα, και βασίζεται στους Σάλαφ, τους πρώτους ακόλουθους του Μωάμεθ.
Την άποψη αυτή συμμερίζεται σε γενικές γραμμές και ο Γκίντερ Μέγιερ, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών στον Αραβικό Κόσμο στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς, ο οποίος σε συνέντευξή του στη Deutsche Welle το καλοκαίρι, δήλωνε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το από πού προέρχεται η χρηματοδότηση του ISIS: «η σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης του ISIS μέχρι τώρα ήταν η υποστήριξη από τα κράτη του Κόλπου, αλλά κυρίως το Κατάρ, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα». Παράλληλα, τόνισε ότι αυτό συνιστά κίνδυνο για αυτές τις ίδιες χώρες, και ειδικά για τη Σαουδική Αραβία: «σαουδάραβες πολίτες πλέον αποτελούν την πολυπληθέστερη εθνικότητα ξένων μαχητών στο ISIS. Όταν αυτοί οι μαχητές επιστρέψουν, υπάρχει κίνδυνος να στραφούν κατά του σαουδαραβικού καθεστώτος». Σε κάθε περίπτωση, εκτιμά ότι η ροή χρήματος προς το ISIS από τη Σαουδική Αραβία συνεχίζεται, «λιγότερο από τη σαουδαραβική κυβέρνηση από ό,τι από πλούσιους Σαουδάραβες».