Εκεί που ορισμένοι βλέπουν χαλάσματα, κάποιοι άλλοι διακρίνουν μια μοναδική ευκαιρία, ένα όραμα που μπορεί να γίνει αληθινό. Όταν το 1992 η Χριστίνα Παντελεημονίτη και ο άντρας της ανακάλυψαν έναν κατεστραμμένο νερόμυλο 305 ετών στη Μυτιλήνη, αποφάσισαν να τον κάνουν ξανά λειτουργήσιμο. Αρχικός στόχος τους ήταν να μπορούν να τον επισκεφθούν σχολεία από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο για να δουν την παρασκευή του αλευριού με τον παραδοσιακό τρόπο. Αυτό όμως τους οδήγησε σε μία νέα δημιουργική «περιπέτεια», την παραγωγή χειροποίητων ζυμαρικών. Έτσι άρχισαν όλα, σε μια εποχή που ο ταπεινός τραχανάς δεν είχε γίνει ακόμα το μοντέρνο «τραχανότο» και οι χυλοπίτες δεν είχαν παντρευτεί με κάστανο και λάδι τρούφας από κάποιον νεαρό σεφ. Τα «Μυλέλια» έκαναν τα ελληνικά προϊόντα μόδα στο εξωτερικό, όταν στην Ελλάδα τα σνομπάραμε. Πλέον η οικογενειακή επιχείρηση στηρίζεται σε δύο νέους μύλους σε Λέσβο και Ακράτα, τους οποίους φυσικά και έφτιαξε από την αρχή η ίδια. Η Χριστίνα Παντελεημονίτη μίλησε στη HuffPost Greece για το τι σημαίνει να τολμάς όταν «οι άλλοι γύρω σου σε αντιμετωπίζουν σαν τρελό.»
Ήταν πολυέξοδη ως επένδυση, το να «αναστήσετε» έναν κατεστραμμένο μύλο;
Δεν ήταν πολυέξοδη, ήταν μία πολύ προσωπική δουλειά. Το ξεκινήσαμε με πολύ κέφι και με πολύ χαρά μας βοήθησαν και οι άνθρωποι από την γύρω περιοχή. Οι ηλικιωμένοι θυμόταν κιόλας την εποχή που ο μύλος δούλευε ακόμα. Θυμάμαι μάλιστα πως είχαμε πάρει ένα μεγάλο αυτοκίνητο και παίρναμε όλους τους ανθρώπους που μας βοηθούσαν από τα γύρω χωριά.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα να κάνετε τα δικά σας ζυμαρικά;
Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε προϊόντα, δεν είχε περάσει καν από τα μυαλό μας. Ερχόταν τα παιδιά για εκπαιδευτική εκδρομή στον μύλο, εμείς αλέθαμε το αλεύρι και αυτά ενθουσιαζόντουσαν, κάτι που μου έδωσε τεράστια χαρά. Μας έμενε όμως τελικά το αλεύρι και νιώθαμε ότι θα ήταν άδικο να το πετάξουμε. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω ζυμαρικά στη αρχή στο σπίτι με τα παιδιά, σαν παιχνίδι. Στη συνέχεια, επειδή πληρώναμε όλα τα έξοδα μόνοι μας, και θέλοντας να στηρίξουμε και όλα τα παιδιά που ερχόταν για επισκέψεις, αρχίσαμε να πουλάμε τα ζυμαρικά στον μύλο. Είδαμε αμέσως ότι η ανταπόκριση ήταν θετική, ότι ο κόσμος τα ζήταγε. Επιλέξαμε λοιπόν να κάνουμε ένα εργαστήριο για να είναι όλα έτσι όπως έπρεπε, νόμιμα.
Και πώς πήγατε από τα ζυμαρικά στα υπόλοιπα προϊόντα;
Υπήρχαν μέρες που δεν είχαμε αλεύρι, γιατί δεν ερχόταν από την Μυτιλήνη. Για αυτό το λόγο έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο να φτιάχνουμε και έτσι επιλέξαμε να αρχίσουμε την παρασκευή προϊόντων όπως γινόταν παλιά, που δεν υπήρχαν τα ψυγεία, με φυσικούς τρόπους συντήρησης, όπως είναι το ελαιόλαδο, το ξύδι, η ζάχαρη ή το μέλι.
Με βάση ποια φιλοσοφία επιλέξατε να στήσετε την επιχείρησή σας σε έναν παλιό μύλο;
Μας ενδιέφερε πρώτον να πηγαίνουν τα σχολεία στον μύλο για να βλέπουν πώς δουλεύει και δεύτερον να είναι η επιχείρηση ένα πρότυπο αγροτουριστικού μοντέλου, σε μια εποχή που το μόνο ανάλογο μοντέλο που υπήρχε ήταν τα δωμάτια προς ενοικίαση. Θέλαμε να παρουσιάσουμε κάτι διαφορετικό. Τώρα αυτό γίνεται παντού. Το 1992, όμως, όταν τα λέγαμε αυτά μας περνούσαν για τρελούς, για γραφικούς. Αν μου έχει πραγματικά μείνει κάτι στο μυαλό είναι ότι ήταν πάρα πολύ πιο εύκολο εκείνη την εποχή να εξάγεις τα ελληνικά προϊόντα απ' ότι να πουλάς στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα δεν το καταλαβαίνανε αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Ήταν γενικά αρνητικοί, γιατί ήταν εκείνη η εποχή που όλοι ήθελαν να είναι πρωτευουσιάνοι, να μένουν σε κάποια μεγάλη πόλη, το πρότυπο της διατροφής τους ήταν ο καπνιστός σολομός ή το ροκφόρ για παράδειγμα. Μόλις είχαν αφήσει πίσω τους τον τραχανά ή τις χυλοπίτες και δεν τα ήθελαν.
Πώς ξεκινήσατε την προώθηση των προϊόντων σας στο εξωτερικό;
Βοήθησε πολύ ότι αρχίσαμε να πουλάμε και στα duty free του εξωτερικού, τότε ξεκίνησαν να έχουν και κάποια προϊόντα διατροφής εκεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μας έστελναν γράμματα και e-mail, και μας έλεγαν ότι τους άρεσαν τελικά. Αυτό συνέβαλε στο να μας προσεγγίσουν οι πελάτες. Το 70% των προιόντων μας το στέλνουμε σήμερα στο εξωτερικό, κυρίως σε Αμερική και Γερμανία, αλλά και σε Ρωσία, Αυστραλία και Χονγκ Κονγκ, πάντα σε επιλεγμένα ντελικατέσεν. Στο εξωτερικό τους αρέσει πολύ αυτή η ιδέα, του παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος δηλαδή. Αυτή είναι η μόδα που ξεκίνησε πριν από χρόνια φυσικά στην Αμερική και σήμερα έχει φτάσει και στην Ελλάδα. Ακόμα και οι έλληνες παιδίατροι λένε στις μαμάδες πλέον να δίνουν τραχανά στα παιδιά τους!
Την ίδια φιλοσοφία των μικρών ντελικατέσεν ακολουθείτε και στην Ελλάδα;
Ναι, έχουμε επιλέξει να δίνουμε τα προϊόντα μας σε μικρά καταστήματα σε κάθε περιοχή και ποτέ σε κάποια που είναι δίπλα δίπλα. Δεν πιστεύουμε πως βοηθάει κανέναν αυτό.
Δεν είναι μόνο ο τρόπος παρασκευής του αλευριού παραδοσιακός, αλλά και των ζυμαρικών, σωστά;
Από την αρχή έδωσα έμφαση στην εποχή κατά την οποία λειτουργούσαν οι μύλοι, στους τρόπους που λειτουργούσε η παραδοσιακή βιοτεχνία. Ο τρόπος που κάνουμε τα ζυμαρικά μας βασίζεται σε αυτό. Τα ζυμαρικά αλέθονται σε χαμηλές θερμοκρασίες, είναι δηλαδή ψυχρής άλεσης και στο εργαστήριο δεν έχουμε μεγάλες μηχανές. Έχουμε επίσης επιλέξει η ξήρανσή τους να γίνεται φυσικά., με τέσσερις ή πέντε ανεμιστήρες, όπως γινόταν παλιά.
Ποιο είναι το τίμημα αυτής της προσήλωσης στην παράδοση; Έχετε σκεφτεί ποτέ να βιομηχανοποιήσετε περαιτέρω την παραγωγή σας;
Είναι δύσκολο, χρονοβόρο και έχει μεγάλο εργατικό κόστος, ακριβώς επειδή τα προιόντα μας είναι χειροποίητα. Ο καταναλωτής βλέπει μια τιμή που θεωρεί ακριβή, αλλά τα περιθώρια για μας είναι πολύ στενά. Δεν θέλω όμως να κάνω κάτι διαφορετικό, αυτό είναι που με ενδιαφέρει.
Εμείς ως «Μυλέλια» δεν κάναμε ζυμαρικά απλά για πούμε ότι κάνουμε ζυμαρικά, κάναμε ζυμαρικά για να στηρίξουμε τους μύλους, στο μυαλό μας και στην καρδιά μας ήταν αυτοί. Αυτή ήταν άλλωστε και η ιδέα που άρεσε τόσο πολύ στο εξωτερικό, όπως είπα ήδη, για αυτό ξεκίνησα να πουλάω τόσο εύκολα σε άλλες χώρες.
Πόσο εύκολο είναι να επιβιώσει μία τόσο παραδοσιακή και οικογενειακή επιχείρηση σαν τη δική σας;
Σίγουρα δεν είναι και οι καλύτερες μας εποχές. Αυτή τη στιγμή στην επιχείρηση είμαστε 8 άτομα, κάποια στιγμή είχαμε φτάσει και τα 28. Κάποτε δίναμε τα προϊόντα μας και σε όλα τα νησιά, τώρα όμως, και ως θετικό το λέω αυτό, το κάθε νησί φτιάχνει τα δικά του. Αυτό ήταν το ζητούμενο εξάλλου. Δεν μένουμε όμως πότε χωρίς δουλειά, πάντα υπάρχει κόσμος που ενδιαφέρεται για κάτι το ποιοτικό. Το 2015 πιστεύω ότι θα μπορέσω να επεκταθώ ξανά περισσότερο στην Αμερική που είναι και η χώρα που απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών μας.