Septem στα λατινικά σημαίνει επτά, που είναι το όνομα της δημιουργίας. Αυτό είναι και το όνομα που επέλεξαν ο χημικός – οινολόγος Σοφοκλής Παναγιώτου και ο οικονομολόγος Γεώργιος Παναγιώτου για την πρότυπη Μικροζυθοποιία τους στο Ωρολόγιο Εύβοιας. Στόχος τους η δημιουργία προϊόντων που θα σπάσουν τη μονοτονία που επικρατεί στον χώρο της ελληνικής μπύρας. Το αποτέλεσμα ήταν η παραγωγή μη παστεριωμένης μπύρας που καταναλώνεται φρέσκια για να απολαμβάνει ο καταναλωτής τα αρώματα και τη γεύση του λυκίσκου. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια οι μπύρες Septem μετρούν ήδη δεκάδες βραβεύσεις στο εξωτερικό, αποδεικνύοντας ότι το στοίχημα να επενδύσουν στον τόπο καταγωγής τους και σε ένα προϊόν στο οποίο που η Ελλάδα δεν έχει παράδοση ήταν εξαιρετικά πετυχημένο. Ο Σοφοκλής Παναγιώτου μίλησε στη HuffPost Greece για το τολμηρό εγχείρημα, τη σχέση των Ελλήνων με την μπύρα, αλλά και το πώς η κρίση στην ουσία λειτούργησε -και- υπέρ τους.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την μπύρα;
Η ιδέα γεννήθηκε το 2005. Η μπύρα ήταν κάτι που ούτως ή άλλως με ενδιέφερε και το αγαπούσα. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα για ποιο λόγο να υπάρχει αυτή η προϊόντική μονοτονία στη χώρα μας, στο κομμάτι της ζυθοποιίας. Ψάξαμε αρκετά το τι εστί μικρή ζυθοποιία, στο κομμάτι το τεχνικό, τι χρειάζεται δηλαδή για να στηθεί ένα μικρό ζυθοποιείο. Ξεκινήσαμε την υλοποίηση στα μέσα του 2007 και το 2009 ξεκίνησε η παραγωγή μπύρας.
Η ιδέα ήταν ότι θέλαμε να κάνουμε μια μπίρα στα πρότυπα ενός μικρού ζυθοποιείου. Το όλο στήσιμο ουσιαστικά προέρχεται από αυτή τη λογική. Εγώ προέρχομαι από το χώρο του κρασιού, 13 χρόνια ασχολήθηκα σαν οινολόγος-σύμβουλος σε αρκετά οινοποιεία. Ήθελα να λειτουργήσω στο κομμάτι της ζυθοποιίας με τη λογική που θα λειτουργούσε ένα μικρό κτήμα στα οινοποιεία.
Τι είναι αυτό που κάνει ιδιαίτερη τη μπύρα σας;
Οι μπύρες μας είναι μη παστεριωμένες, όπως αντίστοιχα είναι και τα κρασιά. Θελήσαμε να έχουμε προϊόντα που θα προστατεύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το άρωμα, τη γεύση, αυτά που κερδίζουμε δηλαδή από τη χρήση του λυκίσκου, και να μην κάνουμε ένα προϊόν που θα είναι mainstream, ένα προϊόν που θα είναι χωρίς προσωπικότητα, απλά για να καταναλώνεται.
Πόσες διαφορετικά είδη μπύρας παράγετε;
Η λογική είναι ότι έχουμε μία μπύρα για κάθε μέρα. Αυτή τη στιγμή έχουμε πέντε βασικά προϊόντα, τα οποία είναι διαθέσιμα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και στη συνέχεια παράγουμε κάποιες ειδικές μπύρες, οι οποίες είναι εποχιακές. Μέσα στον Φεβρουάριο παρουσιάζουμε το έκτο εμπορικό προϊόν μας και παράλληλα ετοιμάζουμε κάποια άλλα special προϊόντα, τα οποία θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια του 2015. Στόχος μας είναι να παρουσιάσουμε διαφοροποιημένα προϊόντα, με πολλά από αυτά να έχουν και έναν χαρακτήρα ελληνικό, να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή πρώτες ύλες που παράγει η χώρα μας και είναι ιδιαίτερες, όπως για παράδειγμα η μπύρα με το μέλι.
Από επιχειρηματικής άποψης, πόσο εύκολο ήταν για εσάς, ως νέοι άνθρωποι να κάνετε αυτή την επένδυση;
Επιχειρηματικά αν το δούμε, σίγουρα υπήρξαν πάρα πολλές δυσκολίες. Η μεγαλύτερη που αντιμετώπισαμε, δεν ήταν ούτε στο στήσιμο του ζυθοποιείου, ούτε και στο πώς θα ξεκινήσουμε κάποιες συνταγές. Ήταν στην ολοκλήρωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες είναι απαραίτητες και προβλέπονται για την έγκριση ενός ζυθοποιείου. Σίγουρα είναι πολύ πιο τυχεροί οι συνάδελφοί μου που βρίσκονται στο εξωτερικό, σε χώρες στις οποίες το κομμάτι της επιχειρηματικότητας είναι πολύ πιο ανεπτυγμένο το κομμάτι στης «βοήθειας» από το κράτος. Κάποιος που ξεκινά μια επιχείρηση δεν ζητάει χάρες, ζητάει να μην έχει εμπόδια. Εκεί σίγουρα υπήρξαν αρκετές δυσκολίες.
Επιπλέον δυσκολία ήταν ότι εμείς ξεκινήσαμε το 2009, όταν η κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της. Αφενός αυτό μας προστάτευσε σε κάποιο βαθμό, αφετέρου έκανε δυσκολότερο το ξεκίνημα. Θελήσαμε να κάνουμε βήματα αρκετά προσεκτικά, να μην κάνουμε τεράστια ανοίγματα στο ξεκίνημα γιατί δεν το επέτρεπε και η εποχή, δεν το επέτρεπε όλο το περιβάλλον το οικονομικό, στο οποίο ζούσαμε. Με αυτή την έννοια το κομμάτι της κρίσης βοήθησε. Μας προστάτευσε από το να κάνουμε κάποια άλματα στο κενό. Από την άλλη σαφέστατα, αν δεν υπήρχε η κρίση και περνούσαμε κάποια ήσυχη οικονομικά περίοδο στη χώρα μας, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα για μας και για κάθε άλλη ελληνική επιχείρηση.
Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά, η κρίση λειτούργησε υπέρ σας;
Όντως, όπως το βλέπουμε στο τέλος της ημέρας πιο ήρεμα, λειτούργησε υπέρ της όλης προσπάθειας. Είναι αισιόδοξο, αλλά βέβαια έχει να κάνει με το ποια βήματα ακολουθείς, ποιους στόχους έχεις, εάν μένεις προσηλωμένος σε αυτούς. Γιατί πολλές φορές η κρίση μας οδηγεί στο να χάνουμε το στόχο και να μας παρασύρει το ρεύμα. Εμείς στήσαμε ένα προϊόν το οποίο είναι premium, είναι κατά τεκμήριο ακριβότερο από τις mainstream μπίρες και ζούμε σε μία εποχή που το κομμάτι αυτών των προϊόντων έχει υποστεί μία μεγάλη καθίζηση. Από εκεί και πέρα όμως νομίζω ότι αν παράγεις κάτι διαφοροποιημένο, που κάτι έχει να πει, που φέρνει κάτι διαφορετικό στην αγορά, στο τέλος της ημέρας αυτό σίγουρα ανταμείβεται.
Είναι εύκολο για τις μικρές ζυθοποιίες να επικρατήσουν στην Ελλάδα ή υπάρχει μία κλίκα που είναι δύσκολο να νικηθεί;
Σίγουρα υπάρχει μία τάση, δημιουργούνται δηλαδή νέα ζυθοποιεία, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης και ενδεχομένως σε όλο τον κόσμο στο κομμάτι αυτό. Ζούσαμε λίγο σε συνθήκες κομμουνιστικών καθεστώτων στον τομέα αυτό, υπήρχαν δηλαδή ένα ή δύο προϊόντα διαθέσιμα στο κομμάτι της μπύρας. Αυτό σίγουρα ήταν κάτι που κάποια στιγμή θα άλλαζε. Αυτή τη στιγμή η Αμερική έχει 3.000 μικροζυθοποιεία σχεδόν, η Γερμανία έχει πάρα πολλά, η Ιταλία, που είναι μια μεσογειακή χώρα που δεν είχε παράδοση στη μπύρα, όπως και εμείς, έχει αυτή τη στιγμή περίπου 700. Το γεγονός ότι εμείς αυτή τη στιγμή έχουμε το πολύ 20 σημαίνει ότι ακόμα και τώρα είμαστε πάρα πολύ πίσω. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι οι προσπάθειες που γίνονται, να γίνονται με σοβαρότητα, γιατί το κομμάτι της μικροζυθοποιίας είναι σίγουρα ένα δύσκολο κομμάτι για να δημιουργήσεις μια επιχείρηση. Απαιτεί κεφάλαια, γνώση και πολύ μεγάλη σοβαρότητα.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα που όπως είπατε δεν έχει παράδοση στη μπύρα. Πώς μπορούν λοιπόν να ξεχωρίσουν διεθνώς οι ελληνικές μπύρες;
Το κομμάτι της μικροζυθοποιίας σου δίνει τη δυνατότητα, έχοντας μια καλή πρώτη ύλη στα χέρια σου, να παρουσιάσεις ένα πάρα πολύ καλό προϊόν. Ο Έλληνας έχει δημιουργικότητα, αναζητά καινοτόμα προϊόντα, επομένως μπορούμε ως χώρα και ως λαός να σταθούμε ισάξια ακόμα και σε ξένες αγορές. Η εταιρεία μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια που λειτουργεί έχει βραβευθεί περισσότερες από 20 φορές σε διάφορους διεθνείς διαγωνισμούς με χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια. Στο εξωτερικό ουσιαστικά βλέπεις τον οποιοδήποτε άλλο παραγωγό μπύρας παγκοσμίως στα μάτια. Το γεγονός ότι μπορούμε να σταθούμε σε ένα πάρα πολύ καλό επίπεδο διεθνώς είναι κάτι που πρακτικά επιβραβεύει και πιστοποιεί ότι και η Ελλάδα μπορεί να παράγει καλές μπίρες και να σταθεί επάξια απέναντι στον ελληνικό ανταγωνισμό. Αυτή τη στιγμή δεν αρκεί απλά το να παράγουμε και να είμαστε καλοί στη χώρα μας, πρέπει να παράγουμε πλούτο ο οποίος θα φύγει από τη χώρα μας.
Ποιες κινήσεις κάνατε για να επεκταθείτε στο εξωτερικό; Ποια ήταν η ανταπόκριση;
Η ζήτηση ήρθε μόνη της από το εξωτερικό, οι βραβεύσεις συντέλεσαν στο να έχει η εταιρεία μια καλή αναγνωρισιμότητα στο κομμάτι της καλής ελληνικής μπύρας από ένα μικροζυθοποιείο. Ήρθαν λοιπόν σε επαφή μαζί μας, το αγοραστικό ενδιαφέρον για τα προϊόντα μας είναι πάρα πολύ έντονο. Στόχος μας είναι σε δύο χρόνια το 40% το τζίρου μας να προέρχεται από τις εξαγωγές. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο 16 με 17%. Οι μπίρες μας πωλούνται σε Αμερική, Καναδά, Βραζιλία, Ολλανδία, Αγγλία, Ισπανία, αλλά και σε Κίνα. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε συζητήσεις και με Σκανδιναβικές χώρες.
Και στην Ελλάδα πόσο δεκτικοί ήταν στην προσπάθειά σας; Επιλέξατε μάλιστα να χτίσετε το εργοστάσιό σας στην Εύβοια.
Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις από το εξωτερικό χωρίς να είσαι γνωστός στη χώρα σου. Σαφέστατα η Ελλάδα μας στηρίζει, σαφέστατα θέλουμε να πουλάμε στην Ελλάδα, θελήσαμε να δραστηριοποιηθούμε εδώ, να κάνουμε το εργοστάσιο μας στην Εύβοια, που είναι ο τόπος καταγωγής μας και θέλαμε στα στηρίξουμε την τοπική παραγωγή και απασχόληση. Θα ήταν πιο εύκολο και πιο απλό για μας να ήμασταν πιο κοντά στην Αθήνα που οι μεταφορές και το δίκτυο θα ήταν πιο εύκολα, με πολύ χαμηλότερο κόστος. Ήταν δική μας επιλογή να χτιστούν οι εγκαταστάσεις στην περιοχή μας και κάποια στιγμή θα θέλαμε να λειτουργήσουν ως ένας πυρήνας για να δημιουργηθούν cluster με άλλους παραγωγούς, οι οποίοι παράγουν ποιοτικά προϊόντα σε όλη την Εύβοια.
Το να ξεκινήσεις κάτι καινούριο τη στιγμή που το 98% της αγοράς αφορά προϊόντα που είναι συγκεκριμένα σίγουρο δεν είναι απλό. Σίγουρα η αγορά δεν ήταν ώριμη, δεν περίμενε αυτή την έκρηξη των μικροζυθοποιών. Ο καταναλωτής πρέπει να εκπαιδευτεί, να μάθει τι είναι αυτό το διαφορετικό που του προσφέρουμε, το γιατί μια μπίρα μπορεί να αντικαταστήσει σε ένα τραπέζι ένα καλό κρασί, ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας φρέσκιας μη παστεριωμένης μπύρας σε σχέση με μια μπίρα μαζικής παραγωγής ή ποια είναι τα οφέλη της και από άποψη υγείας. Το κομμάτι της εκπαίδευσης είναι ένα στοίχημα για όλο τον κλάδο, το οποίο πρέπει να το δούμε συλλογικά, ενδεχομένως με δράσεις που απευθύνονται στους καταναλωτές και θα βασίζονται σε ένα πλάνο που θα οργανώσουν όλα τα μικροζυθοποιεία μαζί.