Το βιβλίο «Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής» του Χαράλαμπου Πουλόπουλου μιλά για τις επιπτώσεις της κρίσης στην ελληνική κοινωνία. Κυρίως όμως είναι ένα βιβλίο για το φόβο σε όλες του τις μορφές. Για το φόβο στην κρίση που «ή σε κινητοποιεί ή σε παραλύει» όπως λέει ο ίδιος, το συλλογικό φόβο της πείνας και της εξαθλίωσης, τον ατομικό φόβο της ανεργίας η της απώλειας της αξιοπρέπειας αλλά και το φόβο ως «εργαλείο χειρισμού» του κοινωνικού συνόλου.
Το βιβλίο αναλύει φαινόμενα που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της κρίσης: Tην κατασκευή ενόχων και παρείσακτων ομάδων, την επιδείνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας αλλά και την ποινικοποίηση της ασθένειας και της διαφορετικότητας.
Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος έχει εξάλλου ζήσει τις επιπτώσεις της κρίσης στις πιο ευάλωτες ομάδες από πρώτο χέρι –μιας και είναι κοινωνικός λειτουργός που δραστηριοποιείται στον τομέα αντιμετώπισης των εξαρτήσεων από το 1983- διατέλεσε μάλιστα διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) από το 1995 έως το 2013, που διορίστηκε Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, έχει τόνο άμεσο και προσωπικό («Δεν μπορείς να μιλάς για την κρίση χωρίς να παίρνεις πολιτική θέση» λέει ο ίδιος), χωρίς φυσικά να λείπει η επιστημονική τεκμηρίωση.
Ποιο ήταν το δικό σας προσωπικό έναυσμα για να γράψετε το βιβλίο;
Έβλεπα σε ανθρώπους, σε συνεργάτες σε γνωστούς τις επιπτώσεις της κοινωνικής κρίσης. Πριν πάω στο πανεπιστήμιο- που πήγα τον Οκτώβριο του 2013- εργαζόμουν 30 χρόνια στο ΚΕΘΕΑ. Ήδη από την περίοδο πριν την κρίση γνωρίζαμε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της πολιτικής της λιτότητας. Ξέραμε δηλαδή τι θα συνέβαινε στον τομέα της υγείας, ιδιαίτερα στο χώρο των εξαρτήσεων – γνωρίζαμε πως θα επιδεινώνονταν πολύ περισσότερο τα προβλήματα των εξαρτημένων. Οι εξαρτημένοι που είναι έτσι κι αλλιώς «στον πάτο του βαρελιού», θα δεχόντουσαν μια πολύ μεγαλύτερη πίεση - με την έννοια της εξαθλίωσης. Ενώ θα περίμενε κανείς, πως θα έπρεπε να προστατευτεί το κοινωνικό κράτος, λειτουργώντας σαν ένα δίκτυ ασφάλειας αυτό δε συνέβη. Αντί γι' αυτό είχαμε περικοπές και στην κεντρική φροντίδα και στην υγεία με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να βιώνουν περισσότερα προβλήματα αλλά τα δίκτυα υποστήριξης να αποδυναμώνονται.
Θα το ζήσατε κι από πρώτο χέρι αυτό φαντάζομαι δουλεύοντας στο ΚΕΘΕΑ
Οι άνθρωποι που είχαν πρόβλημα εξάρτησης βρέθηκαν σε δυσχερέστερη θέση από πριν. Κάποιος μπορεί να παίρνει ναρκωτικά αλλά να έχει κίνητρο να διακόψει τα ναρκωτικά με την ελπίδα ότι μπορεί να βρει μια δουλειά, να επανενταχτεί. Στην κοινωνία της κρίσης όμως, ακόμα και άνθρωποι που είχαν πριν δουλειά βρεθήκαν ξαφνικά στο περιθώριο. Σκεφτείτε τι συνέβη με εκείνους που είχαν ένα ιστορικό χρήσης, ίσως εγκλεισμού και είχαν εγκαταλείψει τις σπουδές τους, πόσο δυσκολότερη έγινε η επανένταξη τους, πόσω μάλλον με ποσοστά ανεργίας πάνω από το 27%. Επίσης και οι επαγγελματίες που ασχολιόντουσαν με τους εξαρτημένους ή με τους ανθρώπους που είχαν προβλήματα, άρχισαν να έχουν και οι ίδιοι οικονομικό πρόβλημα. Γιατί, το πρόβλημα δεν ήταν τόσο η κρίση αλλά η πολιτική της λιτότητας: Μια πολιτική περικοπών των μισθών, συντάξεων, περικοπών στην υγεία και στην πρόνοια.
Την ίδια ώρα που οι άνθρωποι δεν είχαν να πληρώσουν για τις βασικές τους ανάγκες είχαν επίσης να πληρώσουν το νοσοκομείο και μια αυξημένη φορολογία προς την κατεύθυνση ενός λογικού υποσκελισμού στον προϋπολογισμό η ενός πλεονάσματος που μετέτρεψε όμως την οικονομική κρίση σε ανθρωπιστική.
«Κάποιοι είπαν ότι οι χρήστες μπορεί να το κάνουν επίτηδες για να κολλήσουν AIDS και να παίρνουν το επίδομα. Αυτό ήταν μια κακόβουλη ενέργεια για να στοχοποιηθεί η ομάδα των χρηστών».
Παράλληλα βγήκαν και πιο φτηνά ναρκωτικά
Υπήρξε μια εμφάνιση νέων συνθετικών ναρκωτικών - π.χ. το σίσα - μια κρυσταλλική μορφή μεθεμφεταμίνης που μπορούσε να παρασκευαστεί σε εργαστήρια με πάρα πολλούς κινδύνους για την υγεία των χρηστών και μπορούσε να πουλιέται στην πιάτσα με 1 και 2 ευρώ. Αυτό έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων γι’ αυτό και το ονομάσανε «το ναρκωτικό της κρίσης». Αυτό που βλέπαμε είναι ότι οι χρήστες σε ένα περιβάλλον που ήταν ζοφερό και μουντό γινόντουσαν πιο απαισιόδοξοι και πιο αυτοκαταστροφικοί. Όταν ο άλλος δε βλέπει ότι υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ είναι πολύ εύκολο να μην πάρει μέτρα για την προφύλαξη του: Να χρησιμοποιεί ας πούμε τη σύριγγα κάποιου άλλου, να μην φορά προφυλακτικό. Είδαμε μια ραγδαία αύξηση του ιού ΗΙV. Κάποιοι είπαν ότι οι χρήστες μπορεί να το κάνουν επίτηδες για να κολλήσουν AIDS και να παίρνουν το επίδομα. Αυτό ήταν μια κακόβουλη ενέργεια για να στοχοποιηθεί η ομάδα των χρηστών.
To εξώφυλλο του βιβλίου
Αναφέρετε μέσα στο βιβλίο τον ισχυρισμό ότι οι χρήστες κολλάνε AIDS για τα επιδόματα, τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, και την επιχείρηση «Ξένιος Διας» ως τρεις από τις πιο σημαντικές προσπάθειες να ενοχοποιηθούν περιθωριοποιημένες ομάδες, μέσα στην κρίση.
Την ίδια στιγμή που έχουμε περικοπές στην υγειονομική φροντίδα οι πολιτικοί άρχισαν να παρασκευάζουν πολιτικούς φόβους για να μετατραπούν οι ίδιοι σε προστάτες των πολιτικών φόβων. Έτσι είχαμε τις περιπτώσεις των εξαρτημένων οροθετικών γυναικών όπου αναδείχτηκαν ως «υγειονομική βόμβα» που θα διέλυε την ελληνική οικογένεια, ενώ είχαμε περιπτώσεις όπου ενώ μειώνονταν οι υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας βλέπαμε αύξηση στις δυνάμεις καταστολής. Πολύ εύκολα γινόντουσαν σκούπες, τους έπαιρναν στα κέντρα κράτησης στην Αμυγδαλέζα. Δεν είχε σημασία αν ήσουν μετανάστης, ή εξαρτημένος, έφτανε να είσαι διαφορετικός για να δοθεί μια ψεύτικη εικόνα αποτελεσματικότητας, να μην φαίνεται στους πολλούς ότι υπάρχει το πρόβλημα και το πρόβλημα οξύνεται. Ουσιαστικά φτάσαμε αυτά τα κέντρα κράτησης να θυμίζουν αυτό που γινότανε στο 18ο και στο 19ο αιώνα με τα άσυλα. Στα άσυλα είχαμε φτωχούς, μικροπαράβατες, τρελούς. Μες στην περίοδο της κρίσης προσπάθησαν να περάσουν το μήνυμα ότι γι’ αυτά που συμβαίνουν φταίει μια άλλη κοινωνική ομάδα. Στοχοποιήθηκαν άλλες κοινωνικές ομάδες- ακούσαμε ας πούμε ότι οι οροθετικές θα κολλήσουν ΑΙDS τον κόσμο. Είχαμε τέτοια περιστατικά ακόμα και με άλλες ομάδες- οι τυφλοί με τα ψεύτικα επιδόματα, ή οι συντάξεις «μαϊμού». Κάθε φορά που είχαμε την ανάδειξη ενός φόβου, μετά ερχόντουσαν και οι περικοπές.
«Οι πολιτικοί άρχισαν να παρασκευάζουν πολιτικούς φόβους για να μετατραπούν οι ίδιοι σε προστάτες των πολιτικών φόβων. Έτσι είχαμε τις περιπτώσεις των εξαρτημένων οροθετικών γυναικών όπου αναδείχτηκαν ως «υγειονομική βόμβα» που θα διέλυε την ελληνική οικογένεια».
Βγαίνανε συνέχεια αυτές οι ιστορίες τον καιρό της κρίσης- οι τυφλοί της Ζακύνθου, ας πούμε ή οι δημόσιοι υπάλληλοι με τα επιδόματα. Χάρη σε όλες αυτές τις ιστορίες όμως μειώθηκαν φοβερά τα επιδόματα και από ανθρώπους που είχαν μεγάλη ανάγκη.
Ναι, και βρεθήκαν οι άνθρωποι στο δρόμο. Έχουν γίνει οι μετρήσεις. Εάν υπάρχουν κάποιοι που παίρνουν κάποια επιδόματα τα οποία δεν δικαιούνται, ο μηχανισμός ελέγχου κοστίζει περισσότερο από το να αφήσεις κόσμο να παίρνει συντάξεις «μαϊμού». Αυτή η ιστορία συνέβαινε κάθε φορά, λίγο πριν κοπεί κάποιο επίδομα. Όταν ακούγαμε για τα μισθολόγια «ρετιρέ» ξέραμε π.χ. ότι θα γίνουν περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτό που καλλιεργήθηκε ήταν η επιθετικότητα απέναντι στον άλλον και βέβαια αυτή την επιθετικότητα κάποιοι την αξιοποίησαν. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην κρίση είχαμε τέτοια αύξηση των ποσοστών μιας οργάνωσης όπως η Χρυσή Αυγή, όπως δεν είναι τυχαίο ότι σε περιόδους κρίσης υπάρχει μια αποσταθεροποίηση όπως αυτή. Δεν είναι τυχαία η ρητορεία που εμφανίστηκε την εποχή της κρίσης. «Υγειονομική βόμβα», «καθαρό κέντρο», τα σλόγκαν αυτά λες και οι άνθρωποι ήταν σκουπίδια- ερχόταν καθένας να καθαρίσει το κέντρο από τα ανθρώπινα σκουπίδια που θα έπρεπε να πάνε κάπου αλλού.
Το βιβλίο σας μιλάει πολύ για το φόβο- το φόβο της κρίσης, των αγορών, αλλά και τους ατομικούς φόβους
Έχουμε ατομικούς φόβους- τον φόβο της απώλειας της οικονομικής θέσης, και άρα και το φόβο της αξιοπρέπειας και της αυτονομίας. Έχουμε όμως και συλλογικούς φόβους που είναι καταγεγραμμένοι στη συλλογική μας μνήμη- χρεοκοπία, πείνα, πράγματα που τα ‘χουμε ακούσει από παππούδες και γονείς και έρχονται στην επιφάνεια και έχουμε και τους πολιτικούς φόβους που κατασκευάζονται για να τους διαχειριστούν ορισμένοι προκειμένου να κρατήσουν την πολιτική τους κυριαρχία.
Αυτοί οι φόβοι είναι που κυριάρχησαν την περίοδο της κρίσης, και συνεχίζουν να υπάρχουν. Δεν μπορούμε να πούμε από τη μια στιγμή στην άλλη ότι άλλαξαν. Πάνω σε αυτούς τους φόβους ποντάρουν κάποιοι στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Ας δούμε δηλαδή στην προεκλογική περίοδο η Νέα Δημοκρατία που επένδυσε; Επένδυσε πάνω στο φόβο αλλά ο κόσμος είχε κουραστεί.
Ναι, μετά το 2012 είχε πλέον κουραστεί να φοβάται.
Ο κόσμος είχε την ελπίδα να περιμένει κάτι διαφορετικό. Δεν το έχει δει ακόμα, είμαστε σε μια φάση μετάβασης και τα πράγματα είναι ακόμα πολύ ρευστά. Σε αυτές τις φάσεις αλλαγής υπάρχει η ελπίδα για το μέλλον αλλά και η ανησυχία αν θα είναι καλύτερα, ή χειρότερα, αν θα έχουμε μεγαλύτερο κόστος ας πούμε απ’ ότι όφελος. Είναι το ίδιο με όταν έχουμε μια προσωπική αλλαγή που πολλές φορές έχουμε την ανησυχία για το καινούργιο. Χωρίζουμε από μια σχέση, μένουμε μόνοι μας και σε αυτό το μεσοδιάστημα μπορούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω. Ακόμα και σε μια επιχείρηση ας πούμε ή σε ένα οργανισμό την ίδια στιγμή που γίνονται οι αλλαγές υπάρχει φόβος, μπορεί οι εργαζόμενοι να θέλουν να γυρίσουν σε αυτά που ξέρουν. Κάθε φορά σε αυτή τη διαδικασία της αλλαγής που σχετίζεται και με μια αποσταθεροποίηση λειτουργούν διαφορετικά συναισθήματα.
«Ο κόσμος είχε την ελπίδα να περιμένει κάτι διαφορετικό. Δεν το έχει δει ακόμα, είμαστε σε μια φάση μετάβασης και τα πράγματα είναι ακόμα πολύ ρευστά».
Πως θεωρείτε ότι έχει αλλάξει η κατάσταση σε αυτές τις 4 εβδομάδες με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Εννοώ όσον αφορά το ψυχολογικό κομμάτι.
Νομίζω ότι υπήρξε ένα θετικό μήνυμα. Στην αρχή ήταν «Δεν πάει άλλο» Μετά ήταν μια απαισιοδοξία και μια ελπίδα. Τώρα με τη διαπραγμάτευση υπάρχει φόβος- αλλά δε γίνεται αλλιώς διαπραγμάτευση. Δεν γίνεται να διαπραγματευτείς με ελεημοσύνη. Χρειάζεται μια αντίδραση σε αυτό το φόβο- πρέπει κανείς να κάνει πράγματα. Ο φόβος μας κινεί ή προς την κινητοποίηση ή προς την παράλυση. Στην Κατοχή λοιπόν έγινε μια πολύ μεγάλη μελέτη και βρέθηκε ότι αυτοί που έβγαιναν από το σπίτι και έκαναν αντίσταση- που συμμετείχαν σε ομάδες αντίστασης ας πούμε- είχαν χαμηλότερα επίπεδα φόβου από αυτούς που ήταν κλεισμένοι μέσα. Αυτοί που παρακολουθούνε το τι συμβαίνει ενδεχομένως από τα μέσα ενημέρωσης είναι πιο φοβισμένοι από αυτούς που βγαίνουν έξω και διαμαρτύρονται. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε σε αυτή τη δύσκολη περίοδο είναι να κάνουμε τη ζωή μας πιο κανονική και όχι να είμαστε εγκλωβισμένοι στην οθόνη ενός υπολογιστή περιμένοντας να καταρρεύσει το σύστημα.