Τα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν μια ομολογουμένως δύσκολη περίοδος για τον Ελληνισμό: Το πρώτο μέρος του μεγάλου κεφαλαίου της Τουρκοκρατίας είδε τον ελλαδικό χώρο να έχει μετατραπεί σε ένα θέατρο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των Οθωμανών και δυτικών δυνάμεων (Ενετών, Γενοβέζων κ.α.), που μάχονταν για την κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο- με τους Έλληνες να βρίσκονται στη μέση, και πολύ συχνά να συμμετέχουν σε αυτές τις αναμετρήσεις είτε ως μισθοφόροι είτε εξαναγκαζόμενοι μέσω στρατολόγησης.
Μεταξύ αυτών των αναμετρήσεων, δεσπόζουσα θέση κατέχει η αποφασιστικής σημασίας ναυμαχία της Ναυπάκτου (Λέπαντο), στις 7 Οκτωβρίου 1571, όταν ο στόλος της Lega Santa (Ιερά Ένωση/ Συνασπισμός- Ισπανία, Βενετία, Γένουα, Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας, δουκάτο της Σαβόιας, δουκάτο του Ουρμπίνο, δουκάτο της Τοσκάνης και οι δυνάμεις του Πάπα) αντιμετώπισε τον οθωμανικό στόλου του σουλτάνου Σελίμ Β'. Σε μια περίοδο κατά την οποία η οθωμανική ισχύς φάνταζε εξαιρετικά μεγάλη απειλή για τον χριστιανικό κόσμο, η ναυμαχία της Ναυπάκτου, με τον χαρακτήρα «σταυροφορίας», αποτέλεσε ένα βαρύ πλήγμα για τον σουλτάνο, υπενθυμίζοντας ότι οι οθωμανικές αρμάδες δεν ήταν αήττητες και αποτελώντας κομβικό σημείο για τις ναυτικές τακτικές, καθώς σήμανε το τέλος της εποχής των κωπήλατων πολεμικών πλοίων και των «παραδοσιακών» τακτικών (π.χ εμβολισμοί), ανοίγοντας τον δρόμο για τα ιστιοφόρα με το βαρύ πυροβολικό.
Η σύγκρουση έλαβε χώρα στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου, κοντά στις νότιες Εχινάδες και το Ακρωτήριο Σκρόφα, με τη ναυμαχία να παίρνει το όνομά της όχι από την πόλη της Ναυπάκτου, αλλά από τον κόλπο, τον οποίο τότε οι Ενετοί αποκαλούσαν «Κόλπο της Ναυπάκτου».
Το υπόβαθρο και η πορεία προς τη ναυμαχία
Τον 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της ισχύος της: Έχοντας αλώσει την Κωνσταντινούπολη και καταλύσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οθωμανική δύναμη είχε επεκταθεί σε Βαλκάνια, Βόρεια Αφρική και Αραβική Χερσόνησο, ασκώντας ισχυρή πίεση στα βασίλεια της Χριστιανοσύνης- η οποία μαστιζόταν επίσης από την αντιπαράθεση μεταξύ προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών. Στην ανατολική, ηπειρωτική Ευρώπη, κύριος αντίπαλος των Οθωμανών ήταν οι Αψβούργοι ηγεμόνες, που τους σταμάτησαν σε δύο κρίσιμες πολιορκίες της Βιέννης, το 1529 και το 1683. Στη θάλασσα, οι οθωμανικές αρμάδες φάνταζαν εξίσου πανίσχυρες- αξίζει να σημειωθεί πως, με τη στήριξη της Γαλλίας, που είχε παραχωρήσει ναυτική βάση στην Τουλόν, είχαν απειλήσει μέχρι και τη Μάλτα, έχοντας χτυπήσει άλλα χριστιανικά οχυρωμένα προπύργια όπως η Ρόδος και η Κύπρος.
Ο Ιερός Συνασπισμός δημιουργήθηκε ως ρωμαιοκαθολικό αντίβαρο στην οθωμανική ναυτική ισχύ, υπό την ηγεσία της Ισπανίας, ωστόσο το κύριο βάρος – στρατιωτικά και οικονομικά- το είχε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Η δημιουργία της αποτελούσε το έργο του Πάπα Πίου του Ε', και σε πρώτη φάση ο στόχος ήταν η σωτηρία της υπό ενετική κυριαρχία Αμμοχώστου, μετά την πτώση των άλλων ενετικών κτήσεων στα χέρια των Οθωμανών. Ο χριστιανικός στόλος – υπό τη γενική διοίκηση του Δον Ιωάννη του Αυστριακού (Δον Ζουάν d'Austria)- κατέφθασε στη Νάπολη στις 14 Αυγούστου του 1571 και στη συνέχεια στην Κεφαλονιά, όπου έγινε γνωστή η πτώση της Αμμοχώστου και τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε ο διοικητής του φρουρίου, Μάρκο Αντόνιο Μπραγκαντέν. Ακολούθως, ο ενωμένος στόλος κατευθύνθηκε προς τον Πατραϊκό Κόλπο, όπου και συναντήθηκε με την οθωμανική δύναμη, που είχε αποσταλεί στην περιοχή με εντολές από τον σουλτάνο να εμπλακεί.
Δυνάμεις και διοικητές
Όπως αναφέρεται στο «Lepanto 1571: The Greatest Naval Battle of the Renaissance» του Άνγκους Κόσνταμ, ο χριστιανικός στόλος, υπό τη διοίκηση του Δον Ιωάννη του Αυστριακού (με υποδιοικητή τον Μαρκαντόνιο Κολόνα) διέθετε 206 γαλέρες και 6 γαλεάσσες (νέος βενετικός τύπος ιδιαίτερα μεγάλης γαλέρας, οπλισμένος με πολύ βαρύ πυροβολικό). Την αριστερή πτέρυγα διοικούσε ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγο, με 2 ενετικές γαλεάσσες, 39 ενετικές γαλέρες, 12 ισπανικές γαλέρες, μία παπική και μία γενοβέζικη. Στο κέντρο της παράταξης βρισκόταν ο Δον Ιωάννης, με 2 ενετικές γαλεάσσες, 15 ισπανικές γαλέρες, 29 ενετικές, 8 γενοβέζικες, 6 παπικές και 3 των Ιωαννιτών Ιπποτών. Στα δεξιά τη διοίκηση είχε ο Τζιοβάνι Αντρέα Ντόρια, με τις 2 τελευταίες ενετικές γαλεάσσες, 10 ισπανικές γαλέρες, 16 γενοβέζικες, 25 ενετικές και δύο παπικές. Τη διοίκητη της οπισθοφυλακής είχε ο Δον Αλβάρο ντε Μπαζάν, με 38 γαλέρες (13 ισπανικές, 12 ενετικές, 3 παπικές, 2 γενοβέζικες), ενώ την εμπροσθοφυλακή διοικούσε ο Χουάν ντε Καρντόνα, με 8 γαλέρες.
Στην άλλη πλευρά βρισκόταν ο οθωμανικός στόλος του καπουδάν πασά Αλή Ζαζέ Μουεζίν, με 216 γαλέρες και 56 γαλιότες. Στην αριστερή πτέρυγα διοικητής ήταν ο Ουλούτς Αλί Ρεΐς, με 61 γαλέρες και 32 γαλιότες, στο κέντρο βρισκόταν ο καπουδάν πασάς, με 87 γαλέρες σε δύο γραμμές και στα δεξιά ο Μεχμέτ Σιρόκο, με 60 γαλέρες και 2 γαλιότες. Την οπισθοφυλακή διοικούσε ο Αμουρέτ Ντραγκούτ Ραΐς, με 8 γαλέρες και 22 γαλιότες.
Οι αριθμοί που παρουσιάζει ο Χιου Μπιτσένο στο «Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, 1571» είναι σε γενικές γραμμές παρεμφερείς: Κατά τον Μπιτσένο, οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού ανέρχονταν σε 208 πλοία (6 γαλεάσσες, 10 ναυαρχίδες, 38 βαριές γαλέρες, 154 γαλέρες), ενώ των Οθωμανών σε 251 (39 βαριές γαλέρες, 167 γαλέρες, 10 υπερναυαρχίδες, 35 γαλιότες). Κατά τον Μπιτσένο, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, οι Ιερός Συνασπισμός είχε περίπου 26.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένης όμως γερμανικής δύναμης που έμεινε πίσω στην Κέρκυρα. Το βασικό πλεονέκτημα της χριστιανικής δύναμης ήταν στο πυροβολικό: χαρακτηριστικά, μια γαλεάσσα (πλήρωμα 100 ανδρών, 150 στρατιώτες και 270 κωπηλάτες) διέθετε 5 βαριά κανόνια και 8 μεσαία, ενώ μια βαριά γαλέρα (40 άνδρες πλήρωμα, 100 στρατιώτες, 156 κωπηλάτες) είχε 1 βαρύ και 6 μεσαία, τη στιγμή που μια «κανονική» γαλέρα (30 άνδρες πλήρωμα, 80 στρατιώτες, 144 κωπηλάτες) είχε 1 βαρύ και 4 μεσαία κανόνια. Αντίστοιχα, στον οθωμανικό στόλο, τα σκάφη που θεωρούνταν τα αντίστοιχα των ενετικών γαλεασσών είχαν πλήρωμα 40 ανδρών, με 150 στρατιώτες και 156 κωπηλάτες και 1 βαρύ κανόνι με 4 μεσαία, τη στιγμή που στις κανονικές γαλέρες (30 άνδρες πλήρωμα, 120 στρατιώτες, 144 κωπηλάτες) τα κανόνια ήταν 1 βαρύ και 2 μεσαία. Οι ναυαρχίδες τους διέθεταν μόλις 1 βαρύ κανόνι (με 30 άνδρες πλήρωμα, 100 στρατιώτες και 126 κωπηλάτες), ενώ οι γαλιότες (25 πλήρωμα, 80 στρατιώτες, 108 κωπηλάτες) είχαν μόλις ένα μεσαίο κανόνι. Οι υπερναυαρχίδες τους ωστόσο διέθεταν 3 βαριά κανόνια και 6 μεσαία, ενώ οι βαριές γαλέρες 1 βαρύ και 6 μεσαία. Σημειώνεται ότι οι περισσότερες γαλέρες του 16ου αιώνα είχαν τα πυροβόλα στην πλώρη και στην πρύμνη, ενώ υπήρχαν και μικρότερα περιστρεφόμενα κανόνια.
Συνολικά, όσον αφορά στο ανθρώπινο δυναμικό των δύο στόλων, οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού υπολογίζονται σε 7.515 άνδρες σε πληρώματα και 22.840 στρατιώτες, Στους κωπηλάτες, οι μάχιμοι (βοηθητικοί μαχητές) εκτιμώνταν σε 31.739 και οι άμαχοι (θεωρούμενοι ως μη άξιοι εμπιστοσύνης σε περίπτωση ναυμαχίας) στους 2.289. Αντίστοιχα, οι Οθωμανοί διέθεταν 8.165 άνδρες πληρωμάτων, 31.490 στρατιώτες, 18.071 μάχιμους κωπηλάτες και στους 19.081 άμαχους. Όσον αφορά στο πυροβολικό, ο χριστιανικός στόλος διέθετε 266 βαριά πυροβόλα και 1.068 μεσαία, ενώ οι Οθωμανοί 216 και 525 αντίστοιχα. Όσον αφορά στον εξοπλισμό των μαχομένων, οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν πλεονέκτημα, με μεγάλο αριθμό αρκεβουζίων και πρώιμων μουσκέτων, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι βασίζονταν κυρίως σε τόξα. Επίσης, αν και εμπειροπόλεμα από πειρατική δράση, τα οθωμανικά πληρώματα πολεμούσαν χωρίς θωράκιση- τη στιγμή που οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από άνδρες με πανοπλίες.
Οι Έλληνες στη ναυμαχία της Ναυπάκτου
Όσον αφορά στην παρουσία Ελλήνων ναυτικών, κωπηλατών και μαχητών στη ναυμαχία, υπήρχε και στους δύο στόλους, είτε ως εθελοντές, είτε (περισσότερο στην περίπτωση των Οθωμανών) ως αναγκαστικά στρατολογηθέντες. Σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Βασιλόπουλο («Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου: 7 Οκτωβρίου 1571»- πηγή «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι»), η ελληνική συμμετοχή στον χριστιανικό στόλο ήταν αξιοσημείωτη, καθώς στα ενετικά πολεμικά περιλαμβάνονταν πολλά τα οποία εξοπλίστηκαν και διοικούνταν από Έλληνες της Βενετίας. Επίσης, υπήρχαν τέσσερις γαλέρες από την Κέρκυρα (υπό τους Χριστόφορο Κοντοκάλη, Πέτρο Μπούα, Γεώργιο Κοκκίνη, Στυλιανό Χαλικιόπουλο), καθώς και τέσσερα πολεμικά από τη Ζάκυνθο (Αντώνιος Κουτούβαλης, Νικόλαος Μονδίνος, Δημήτριος Κομούτος, Μαρίνος Σιγούρος). Σε μικρότερα σκάφη επίσης βρίσκονται και αρκετοί Κεφαλλονίτες, καθώς και εθελοντές από τα Κύθηρα και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, ιδιαίτερης σημασίας ήταν η κρητική συμμετοχή, με 22 Κρητικούς ευγενείς βενετικής και 6 ελληνικής καταγωγής να κυβερνούν γαλέρες. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων επίσης υπηρετούσαν ως στρατιώτες ή κωπηλάτες σε ενετικά πλοία. «Από την Κρήτη στρατολογήθηκαν στα τρία χρόνια του πολέμου γύρω στις 7.000 οπλίτες διαφόρων ειδικοτήτων και 9.000 κωπηλάτες» αναφέρεται χαρακτηριστικά, με τον ίδιο τον Δον Ιωάννη να θεωρεί ως πλέον αξιόμαχο τμήμα του ενετικού στόλου αυτό που είχε εξοπλιστεί και επανδρωθεί στην Κρήτη. Ακόμαη, πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν και στον ισπανικό στόλο. Τα ονόματα των Ελλήνων καπετάνιων που πολέμησαν στη ναυμαχία, όπως αναφέρεται, περιλαμβάνουν τους Γεώργιο Καλλέργη, Στυλιανό Κονδυλάκη, Πέτρο Μπούα, Μιχαήλ Βιτσιμπάνο, Αντώνιο Τσιμάρα, Νικόλα Μουδινό, Γεώργιο Κοκκίνη, Νικόλαο Φισκάρδο, Αντώνιο Κουτσούβαλη, Δανιήλ Καλαφάτη, Μιχαήλ Σιγούρο, Φραγκίσκο Βομβίνο, Στυλιανό Χαλκιόπουλο, Ανδρέα Καλέγκα.
Όσον αφορά στην πλευρά των Οθωμανών, όπως αναφέρεται, εκτιμάται ότι μεταξύ των τουρκικών πληρωμάτων (περιλαμβανομένων κωπηλατών) το ποσοστό των Ελλήνων δεν ήταν μικρότερο του 30%. Γενικότερα, όπως αναφέρει ο Μπιτσένο, μεταγενέστερες εκτιμήσεις (Φίνλεϊ) κάνουν λόγο για 30.000 Έλληνες μαζί και στους δύο στόλους, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στους Έλληνες μαχητές, κυρίως Κρητικούς, που βρίσκονταν στην ομάδα που συγκρούστηκε και κατανίκησε την ισχυρή μοίρα της Κωνσταντινούπολης. Στην επίσημη ιστορία που συντάχθηκε με εντολή της Συγκλήτου της Βενετίας επαινείται η μεγάλη ανδρεία των Ελλήνων: «Το ιταλικό πεζικό κέρδισε πολλούς επαίνους. Και οι Ισπανοί δεν αξίζουν λιγότερους. Αλλά από όλους τους άλλους, οι Έλληνες έδειξαν περισσότερο θάρρος και πειθαρχία. Επειδή ήταν πιο συνηθισμένοι σε αυτό το είδος του πολέμου, και ήξεραν όλους τους τρόπους για να καταφέρουν πλήγματα και να αποφεύγουν να τα δέχονται οι ίδιοι, συμπεριφέρθηκαν πολύ αξιέπαινα και αποδοτικά».
Η ναυμαχία
Η εξιστόρηση της ναυμαχίας προέρχεται κυρίως από τα έργα των Χερέρα και Κονταρίνι, που εκδόθηκαν το 1572- οι Παρούτα και Νόουλς έγραψαν 20- 30 χρόνια μετά την αναμέτρηση, ενώ κάποια εικόνα προκύπτει και από τα έργα των Ρούφο και Ερσίγια, αλλά και από τον διάσημο για τον «Δον Κιχώτη», Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο οποίος, ως γνωστόν, πολέμησε στη ναυμαχία, χάνοντας μάλιστα το ένα του χέρι. Σημαντική πηγή είναι και ο Κουάρτι, αλλά και οι διηγήσεις του Ροσέλ Καγετάνο.
Σε κάθε περίπτωση, οι στόλοι άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον, λαμβάνοντας τους προκαθορισμένους σχηματισμούς- με την οθωμανική δύναμη να έχει λάβει το σχήμα ημικυκλίου- ημισελήνου, επιδιώκοντας την υπερφαλάγγιση του στόλου του Ιερού Συνασπισμού, προκειμένου να χτυπηθεί από τα πλάγια. «Η απόστασις (ανάμεσα) στις δύο αρμάδες ήταν τόση, όση διανύει μια μπάλα κανονιού. Η τούρκικη ρίχτηκε ενάντια στη χριστιανική με άγρια κωπηλασία. Από τις γαλέρες τους αντηχούσαν φοβερά ουρλιαχτά, όχι γιατί είχαν πρόθεση να τρομάξουν μ'αυτόν τον τρόπο τους δικούς μας που τους παρακολουθούσαν σιωπηλά, αλλά γιατί ήταν τέτοια η συνήθεια, να εκτίθενται με κραυγές και να εκτοξεύουν ύβρεις στους αντιπάλους τους» (Καγετάνο).
Όπως περιγράφει ο Μπιτσένο, μετά την προσευχή των πιστών και στις δύο πλευρές, «σαν κάποιο προϊστορικό τέρας που μούγκρισε προκλητικά σε μια λίμνη, μια άσφαιρη βολή από το μεγάλο κανόνι της “Σουλτάνας” έσπασε τη σιωπή, για να ξεκινήσει με παράξενη επισημότητα την τελετουργική διαδικασία της πρόκλησης και της απάντησης, με την οποία άρχιζαν οι μάχες εκείνη την εποχή. Η “Λα Ρεάλ” απάντησε με μια ένσφαιρη βολή, η “Σουλτάνα” συνέχισε με τον ίδιο τρόπο και ο οθωμανικός στόλος ξεχύθηκε μπροστά με όλη του την ταχύτητα, ανοίγοντας για να περάσει αριστερά και δεξιά από τις γαλεάσσες».
Οι γαλεάσσες άνοιξαν πυρ με το βαρύ πυροβολικό τους, πλήττοντας τα οθωμανικά σκάφη και κλονίζοντας την ενότητα της παράταξής τους, καθώς, στρίβοντας, τα οθωμανικά πληρώματα εκτέθηκαν στο βαρύ πυροβολικό των χριστιανών, με τουλάχιστον δύο γαλέρες να γίνονται κομμάτια γρήγορα. Ωστόσο η ναυαρχίδα του Αλή κατάφερε να τις προσπεράσει, ερχόμενη αντιμέτωπη με τον Δον Ζουάν. Το τουρκικό πλοίο («Σουλτάνα») εμβόλισε τη χριστιανική γαλέρα («Λα Ρεάλ») στα πλάγια της πλώρης της, με το πυροβολικό και τα αρκεβούζια της δεύτερης όμως να προκαλούν τρομακτική ζημιά στο οθωμανικό σκάφος, θερίζοντας τους Γενιτσάρους που ετοιμάζονταν για ρεσάλτο- και τη σύγκρουση σώμα με σώμα να ξεσπά λυσσαλέα, με έφοδο των Χριστιανών στο εχθρικό πλοίο, ενώ οι δύο γαλέρες είχαν εμπλακεί. Παράλληλα, άρχιζε η συμπλοκή και των άλλων κοντινών πλοίων, ενώ παράλληλα η αριστερή πτέρυγα του χριστιανικού στόλου συγκρουόταν με την τουρκική δεξιά. Εκεί οι Οθωμανοί φάνηκαν να αποκτούν το πλεονέκτημα, λόγω του θανάτου του Μπαρμπαρίγο και της προώθησης κάποιων οθωμανικών γαλερών πίσω από τη χριστιανική παράταξη: Ο Μπαρμπαρίγο αποκόπηκε, έχοντας ξεχωρίσει μπροστά από τα υπόλοιπα σκάφη της μοίρας του, πολεμώντας σκληρά, μέχρι που τον ενίσχυσαν τέσσερις ενετικές γαλέρες υπό τον Βιτσέντζο Κουϊρίνι και ο ανιψιός του, Μαρίνο Κονταρίνι. Οι γαλέρες αυτές πολέμησαν σκληρά εναντίον υπέρτερων οθωμανικών δυνάμεων, μέχρι που ο Μπαρμπαρίγο χτυπήθηκε από βέλος στο μάτι, με αποτέλεσμα τον θάνατό του. Ωστόσο οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού συνέχισαν να μάχονται σκληρά, ενισχυόμενες έτσι ώστε να μη διαρραγεί η συνοχή τους.
Όπως αναφέρει ο Μπιτσένο, σημαντικό φαίνεται ότι ήταν πως τα οθωμανικά κανόνια δεν έριχναν συντονισμένες ομοβροντίες με βάση παραγγέλματα από τη ναυαρχίδα, αλλά ακατάστατα- με αποτέλεσμα πολλά από τα βλήματά τους να περνούν πάνω από τα κατάρτια του Ιερού Συνασπισμού. Από την πλευρά του Ιερού Συνασπισμού, ακόμα και αν είναι σίγουρο πως δεν κράτησαν όλοι οι διοικητές «πειθαρχία πυρός», πολλοί ήταν αυτοί που έριχναν συντονισμένα, με αποτέλεσμα να ακούγεται τρομακτικός κρότος, που Ισπανοί ποιητές αργότερα θα παρομοίαζανμε τον ήχο της Δευτέρας Παρουσίας. Οι ομοβροντίες κλόνισαν το ηθικό των Οθωμανών, ενώ οι καπνοί από τις κανονιές είχαν διπλό αποτέλεσμα- αφ'ενός εμψυχώνοντας τους χριστιανούς, καθώς έβλεπαν πυκνούς καπνούς πάνω από τα τουρκικά σκάφη, και αφ'ετέρου εμποδίζοντας τους Οθωμανούς τοξότες να σημαδεύουν.
Στο δεξί της χριστιανικής παράταξης η σύγκρουση ήταν επίσης σφοδρή, καθώς εκεί βρίσκονταν αντιμέτωποι δύο ικανότατοι διοικητές, ο Αντρέα Ντόρια και ο Ουλούτς Αλί, οι οποίοι έκαναν ελιγμούς για αρκετή ώρα, προκειμένου να βελτιώσουν τις θέσεις τους. Ο Οθωμανός διοικητής ξανοίχτηκε παρασύροντας τον Ντόρια, τα πλοία του οποίου απομακρύνθηκαν, με αποτέλεσμα να προκύψει ρήγμα- το οποίο και ο Αλί εκμεταλλεύτηκε, εξαπολύοντας τη δική του επίθεση και καταλαμβάνοντας τη ναυαρχίδα των Ιωαννιτών Ιπποτών. Ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν όταν κατέφθασαν ενισχύσεις από το κέντρο, φέρνοντας τους Οθωμανούς σε δύσκολη θέση και αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Παράλληλα, στο αριστερό κέρας των χριστιανών, οι Τούρκοι χάνουν τη μάχη, με τον Σιρόκο, διοικητή τους, να σκοτώνεται: Ο Σιρόκο άνοιξε υπερβολικά την πτέρυγά του και τα εσωτερικά τμήματα της πτέρυγας του Ιερού Συνασπισμού (υπό τον Τζιοβάνι Κονταρίνι και τον Μάρκο Κουϊρίνι) μπόρεσαν να κάνουν δικούς τους κυκλωτικούς ελιγμούς, ενώ οι γαλέρες των αδελφών Μπραγκαντίνο απέκλεισαν την οδό διαφυγής προς τη Ναύπακτο. Την οθωμανική ναυαρχίδα βύθισε ο Τζιοβάνι Κονταρίνι, μαζεύοντας τον Σιρόκο από το νερό βαριά τραυματισμένο και εκτελώντας τον. Κάπου εκεί «έσπασε» η οθωμανική παράταξη, με τις γαλέρες να σπεύδουν προς τα νησιά, με τα πληρώματά τους να ελπίζουν σε σωτηρία στην ξηρά. Ωστόσο, οι Ενετοί δεν είχαν τη διάθεση να πάρουν αιχμαλώτους, και η αντεπίθεσή τους ήταν σαρωτική, στέλνοντας και αγήματα για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη στεριά.
Καθώς οι χριστιανικές δυνάμεις αποκτούσαν το πάνω χέρι στα άκρα, η μάχη μαινόταν σκληρότατη στο κέντρο- και σε μια σχεδόν κινηματογραφική εξέλιξη, φάνηκε να κρίνεται στο επίκεντρό της, την ίδια την αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο ναυαρχίδες, όπου συγκρούονταν οι δύο ναύαρχοι, με τον νεαρό δον Ζουάν να μάχεται με το τεράστιο δίχειρο σπαθί του και τον Οθωμανό,φημισμένο τοξότη, να πολεμά με το τόξο του. Βορειότερα από τη «Λα Ρεάλ», πάνω στη ναυαρχίδα της Γένοβας, ο νεαρός Αλεσάντρο Φαρνέζε, παρά τους περιορισμούς του ως πρίγκηπας, συναγωνιζόταν σε τόλμη τον θείο του, δον Ζουάν, πηδώντας μόνο με άλλον έναν στρατιώτη στο κατάστρωμα μιας οθωμανικής γαλέρας και διασχίζοντάς την από άκρο σε άκρο κατακόβοντας εχθρούς, με τη μαύρη πανοπλία του να γίνεται κόκκινη από το αίμα. Παράλληλα, στη σφοδρότατη μάχη στο κέντρο διακρίνονταν ο Βενιέρ, ο Λορεντάν, ο Μαλιπιέρο και ο Καετάνι- ενώ υπάρχουν και κάποιες αναφορές για μια χριστιανή πολεμίστρια, ονόματι «Μαρία λα Μπαϊλαδόρα» που πολέμησε πάνω σε ισπανική γαλέρα, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, στο πλευρό του αγαπημένου της, επιδεικνύοντας μεγάλη γενναιότητα. Μετά από δύο ώρες σκληρής μάχης με πολλές απώλειες εκατέρωθαν, και τα λάβαρα να ανεμίζουν πλάι πλάι, ξαφνικά αντήχησε η κραυγή «νικήσαμε» από πλευράς των Χριστιανών, καθώς ο Αλή είχε σκοτωθεί μαχόμενος, δεχόμενος μια σφαίρα στο κεφάλι- σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις, κάποιος του έκοψε το κεφάλι και το έδειχνε, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι το κεφάλι του καρφώθηκε σε μια λόγχη και στήθηκε ψηλά για να φαίνεται, ή ότι ο δον Ζουάν διέταξε να το πετάξουν στη θάλασσα όταν του το έφεραν, αισθανόμενος αποτροπιασμό για την έλλειψη σεβασμού σε έναν άξιο αντίπαλο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η στιγμή που οι χριστιανοί μαχητές κατέβασαν το ισλαμικό λάβαρο και ανέβασαν στη θέση του το λάβαρο με τον σταυρό, η οθωμανική αντίσταση φάνηκε να καταρρέει ξαφνικά.
Η ναυμαχία είχε κριθεί. Γλαφυρή είναι η περιγραφή/ απολογισμός που περιέχεται στα απομνημονεύματα ενός ανώνυμου συγγραφέα, τον οποίο αναφέρει ο Γκουΐγιέν:
«Η μεγάλη ένταση της μάχης διήρκεσε σχεδόν 4 ώρες, και ήταν τόσο αιματηρή και φοβερή, ώστε η θάλασσα και η φωτιά έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα, καθώς πολλές τούρκικες γαλέρες καίγονταν και η επιφάνεια του νερού είχε γίνει κόκκινη από το αίμα...αλλά κυρίως πτώματα, χριστιανών και Τούρκων. Άλλοι ήταν νεκροί, άλλοι τραυματίες, άλλοι ήταν κομματισμένοι, ενώ κάποιοι δεν είχαν αφεθεί ακόμη στην έσχατη μοίρα τους και αγωνίζονταν να κρατηθούν στην επιφάνεια στις τελευταίες τους στιγμές, ενώ οι δυνάμεις τους τους εγκατέλειπαν...αλλά παρ'όλη αυτή τη δυστυχία οι άνδρες μας δεν αισθάνονταν οίκτο για τους εχθρούς...και ενώ αυτοί ζητούσαν έλεος, αντίθεται δέχονταν βολές από αρκεβούζια και χτυπήματα με τα κοντάρια».
Ο απολογισμός και οι επιπτώσεις
Όπως αναφέρει ο Μπιτσένο, στη Ναύπακτο υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 40.000 άνδρες, ενώ ανέρρωσαν από τα τραύματά τους άλλοι 10.000- ειδικότερα, χαρακτηρίζεται ως η δεύτεςρη σε απώλειες μονοήμερη μάχη στην ευρωπαϊκή ιστορία μετά τη μάχη των Καννών το 216 π.Χ, όπου σκοτώθηκαν 58.000 μέσα σε λιγότερο από ένα τετραγωνικό μίλι. Οι περισσότερες εκτιμήσεις συμφωνούν στο ότι ένα σύνολο 8.000 ατόμων σκοτώθηκε επί τόπου από τον Ιερό Συνασπισμό. Συνολικά, οι απώλειες εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 13.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες που υπέκυψαν αργότερα, που αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού έμψυχου δυναμικού του στόλου του Ιερού Συνασπισμού. Οι απώλειες σε πλοία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε γύρω σε 17-20 γαλέρες. Όσον αφορά στις οθωμανικές απώλειες, από τον στόλο του Σουλτάνου διέφυγαν μόνο περίπου 40 γαλέρες και γαλιότες, καθώς η δυνατότητα πλεύσης κόντρα στον άνεμο επέτρεψε στην ομάδα του Ουλούτς Αλή να διαφύγει. Ο Κονταρίνι εκτιμά ότι σκοτώθηκαν 34 πλοίαρχοι σε ναυαρχίδες, 120 διοικητές σε γαλέρες, 25.000 ναυτικοί, στρατιώτες και κωπηλάτες. Οι Οθωμανοί αιχμάλωτοι ήταν συνολικά 3.486 και οι χριστιανοί σκλάβοι απελευθερώθηκαν ήταν περίπου 12.000. Οπότε ο συνολικός αριθμός των απωλειών για τον οθωμανικό στόλο ανέρχεται στις περίπου 41.000- το 53% από αυτούς που επέβαιναν στα τουρκικά πλοία. Όσον αφορά στα πλοία, υπολογίζεται πως αιχμαλωτίστηκαν 137 και 50 βυθίστηκαν.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, επρόκειτο για μια συντριπτική ήττα για τους Οθωμανούς, που δεν είχαν χάσει μεγάλη ναυμαχία από τον 15ο αιώνα. Η νίκη χαιρετίστηκε από το σύνολο της Χριστιανοσύνης και αποδόθηκε στην Παναγία, επηρεάζοντας και τους υπόδουλους Έλληνες, που προέβησαν σε εξεγέρσεις σε αρκετά σημεία του ελλαδικού χώρου- χωρίς αποτέλεσμα όμως, και με συνέπεια σκληρά τουρκικά αντίποινα, καθώς ο Ιερός Συνασπισμός δεν συνέχισε το έργο της «σταυροφορίας» που φάνηκε να έχει αρχίσει με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί η επίδραση της ναυμαχίας στην ελληνική ναυτιλία: Όπως αναφέρει η Αλεξάνδρα Κραντονέλλη στο «Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας» , από το 1573 εκδηλώνονται συστηματικά πειρατικές επιδρομές από Μαλτέζους, Ναπολιτάνους, Ισπανούς, Κορσικανούς, Γάλλους κατά νηοπομπών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προσανατολίζονται στους Έλληνες και να αναθέτουν σε μικρά ελληνικά σκάφη των τουρκοκρατούμενων περιοχών τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους.
Από πλευράς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιδιώχθηκε η αναπλήρωση των απωλειών και αναδημιουργία του στόλου με μια τεράστια προσπάθεια: Μέσα σε έξι μήνες μετά τη ναυμαχία, πάνω από 150 γαλέρες και 8 γαλεάσσες είχαν ναυπηγηθεί – συνολικά κατασκευάστηκαν 250 πλοία, περιλαμβανομένων 8 εκ των μεγαλύτερων πολεμικών που είχε δει μέχρι τότε η Μεσόγειος, στόλος με τον οποίο οι Οθωμανοί κατάφεραν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ το 1573 το οθωμανικό ναυτικό ήταν σε θέση να απειλήσει και επιδράμει στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, ενώ το 1574 μπόρεσε να καταλάβει την Τύνιδα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως, με κλασική οθωμανική αλαζονεία, ο Μεγάλος Βεζίρης Μεχμέτ Σοκουλού, είπε στον Ενετό απεσταλμένο Μαρκαντόνιο Μπαρμπάρο πως η χριστιανική νίκη δεν προκάλεσε μόνιμη ζημιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρομοιάζοντάς την με το «ξύρισμα μιας γενειάδας» (ενώ η απώλεια της Κύπρου παρομοιάστηκε με κομμένο χέρι).
Ωστόσο, παρά τους τυπικούς αυτούς τουρκικούς κομπασμούς μετά τη συντριπτική ήττα, τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται, καθώς, ακόμα και αν τα πλοία αντικαταστάθηκαν, δεν ήταν το ίδιο εύκολο να γίνει το ίδιο με τα πληρώματα, καθώς αποδείχτηκε αδύνατον να αντικατασταθούν οι εμπειροπόλεμοι ναύτες, κωπηλάτες και στρατιώτες που είχαν χαθεί (ειδικότερης βαρύτητας ήταν η απώλεια πολλών έμπειρων τοξοτών, που , όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσαν βασικό όπλο του οθωμανικού ναυτικού, πέρα από τα έμβολα και τα πυροβόλα)- και στην ουσία ο οθωμανικός στόλος απέφυγε οποιαδήποτε μεγάλη αναμέτρηση με τα χριστιανικά ναυτικά τα χρόνια μετά τη ναυμαχία. Επίσης, μετά το 1580, ο μεγάλος αυτός οθωμανικός στόλος αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να σαπίσει. Παρά τις όποιες επιτυχίες είχαν σημειωθεί μέχρι τότε, η εποχή της τουρκικής υπεροπλίας στη Μεσόγειο είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί- ακόμα και αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απλώσει την κυριαρχία της σε μεγάλο κομμάτι της νότιας ακτής της Μεσογείου, αυτή αποδίδεται κυρίως στα οφέλη της συμμαχίας με τη Γαλλία και τις χερσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η ισπανική ναυτική ισχύς είχε αρχίσει να ανατέλλει, συνεχίζοντας μέχρι και τον 17ο αιώνα να σημειώνει νίκες στη Μεσόγειο, τσακίζοντας μεγαλύτερους οθωμανικούς στόλους σε μια σειρά ναυμαχιών, φτάνοντας μέχρι και τις ακτές της Ανατολίας. Η οθωμανική κυριαρχία στη θάλασσα είχε τελειώσει προ πολλού.
Πηγές
- «Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571): Η κρίσιμη σύγκρουση του Σταυρού και της Ημισελήνου», Hugh Bicheno, 2006, Εκδόσεις Ενάλιος
- «Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου: 7 Οκτωβρίου 1571», Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Βασιλόπουλος, Ναύπακτος 1998, Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου
- «Lepanto 1571: The greatest naval battle of the Renaissance», Angus Konstam, Osprey Publishing
- https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Lepanto
- Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571)- Βικιπαίδεια