Στις μέρες μας παρατηρούνται δυο παράδοξα φαινόμενα σε ότι αφορά τον επισιτισμό της υφηλίου. Ο πλανήτης μας σήμερα, χαρακτηρίζεται από την αφθονία και την ποικιλία των αγαθών αλλά ταυτόχρονα απειλείται από δύο σύγχρονες μάστιγες, τον υποσιτισμό και την παχυσαρκία. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής, ζητήσαμε από την Κλεοπάτρα Αρέστη, Διαιτολόγο- Διατροφολόγο (Msc), να μας εξηγήσει αυτή την παράδοξη συνύπαρξη της παχυσαρκίας και του υποσιτισμού, την σχέση της Ελλάδας σε αυτή την εξίσωση, αλλά και πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο.
Όπως πρόεκυψε από τα αποτελέσματα της σύσκεψης «Terra Madre», ένα δίκτυο κατά της «βιομηχανικής» γεωργίας, περίπου 1,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι σε σύγκριση με 867 εκατομμύρια που υποσιτίζονται.
Τα παραπάνω αριθμητικά στοιχεία απεικονίζουν μια από τις μεγαλύτερες αντιθέσεις του κόσμου μας δηλαδή την άνιση κατανομή των τροφίμων, του εισοδήματος και των ευκαιριών. Γύρω στο ένα τρίτο από όλα τα τρόφιμα που παράγονται παγκοσμίως, χάνεται ή πετιέται κάθε χρόνο. Αυτή η ποσότητα θα επαρκούσε για να τραφούν 500 εκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να έχουμε επιπλέον κατασπατάληση φυσικών πόρων.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται δυστυχώς και στη Ελλάδα. Όταν μιλάμε για επισιτισμό στη χώρα μας σήμερα δεν πρέπει να εννοούμε την ποσότητα τροφίμου μόνο, αλλά και την ποιότητα. Αν δηλαδή αυτά τα οποία καταναλώνουμε διασφαλίζουν την υγεία μας η όχι.
Ενώ ο πλανήτης μαστίζεται από την πείνα, λόγω των κλιματικών αλλαγών και της οικονομικής κρίσης, ένα άλλο μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης, αντιμετωπίζει μια σειρά προβλημάτων υγείας, όπως διαβήτη, καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικό σύνδρομο (αύξηση χοληστερίνης, ουρικού οξέως, σακχάρου, τριγλικεριδίων, αρτηριακής πίεσης). Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται με την παχυσαρκία. Σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγεται και η Ελλάδα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι η Ελλάδα άφησε την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή και τρέφεται από έτοιμα προπαρασκευασμένα τρόφιμα των αλυσίδων σουπερμάρκετ και εστιάσεως, κάτι το οποίο είναι αλληλένδετο με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Με βάση στατιστικά στοιχεία, το 44% των παιδιών στην Ελλάδα είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι το ¼ εξ αυτών θα παραμείνουν παχύσαρκοι και ως ενήλικες.
Η πανευρωπαϊκή έρευνα COSI που διεξήγαγε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για την παιδική παχυσαρκία σε σχέση με το σχολικό περιβάλλον παρουσίασε τα παρακάτω ανησυχητικά αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας COSI
Στην έρευνα συμμετείχαν 5.682 μαθητές από 500 περίπου σχολεία ανά την επικράτεια που αποτέλεσαν το δείγμα της έρευνας στην Ελλάδα και τα στοιχεία που προέκυψαν ήταν απογοητευτικά. Πιο συγκεκριμένα, το 48% των 7χρονων και το 54% των 9χρονων, μαθητών Β΄ και Δ΄ Δημοτικού αντιστοίχως, ζύγιζαν περισσότερο από το κανονικό.
Τα υψηλότατα αυτά ποσοστά, ανώτερα των υπόλοιπων δέκα χωρών που συμμετείχαν στη μελέτη, αποδόθηκαν στην ελλιπή άσκηση, τις πολλές ώρες τηλεόρασης, και το ακατάλληλο διατροφικό περιβάλλον των δημοτικών σχολείων. Αναφορικά με το τελευταίο, η έρευνα κατέδειξε πως μόλις 12% των δημοτικών στην Ελλάδα διαθέτουν στους μαθητές φρέσκα φρούτα, μόλις 5% φρέσκα λαχανικά ή γιαούρτι, και μόλις 18% γάλα. Επιπλέον, η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία και στην υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων διατροφής: εφαρμόζονται σε λιγότερα από τα μισά σχολεία της χώρας (42%), όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά το 80%.
Η αντιπέρα όχθη
Η επισιτιστική ανασφάλεια στα ελληνικά σχολεία, με λιποθυμίες πεινασμένων μαθητών, εμφανίστηκε ως φαινόμενο που έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις στην αρχή της κρίσης και των μνημονίων. Σήμερα, το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται, βαίνοντας μάλιστα διογκούμενο. Μεγαλύτερο του 55% εκτιμάται το ποσοστό των μαθητών στα σχολεία της χώρας, τους οποίους απειλεί η επισιτιστική ανασφάλεια, με σοβαρές συνέπειες στη σωματική και ψυχική τους υγεία, τη μαθησιακή διαδικασία και τη νοητική τους ανάπτυξη.
Ο εκτιμώμενος αριθμός μαθητών οι οποίοι διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σε 452.000, με βάση στοιχεία του 2014. Ο αριθμός αυτών που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα υψηλή επισιτιστική ανασφάλεια ανέρχεται σε 222.000. Ένας στους έξι μαθητές αντιμετωπίζει προβλήματα σωματικής υγείας και ένας στους τέσσερις, προβλήματα συναισθηματικής υγείας.
Τα στοιχεία, που αποτυπώνουν αυτή τη δραματική κατάσταση, παρουσιάστηκαν από το Ινστιτούτο Prolepsis, προ λίγων ημερών όπου υλοποιεί το πρόγραμμα «Διατροφή», για τη σίτιση και προώθηση της υγιεινής διατροφής σε σχολεία κοινωνικο-οικονομικά ευάλωτων περιοχών της χώρας. Στόχος του προγράμματος είναι «κανένα παιδί πεινασμένο στο σχολείο».
Οι μειώσεις που έχουν σημειωθεί στο μέσο οικογενειακό εισόδημα ξεπερνούν το 33%, και σε συνδυασμό με τις περικοπές δαπανών στην υγεία (38%) και την παιδεία (35%) έχουν οδηγήσει το 36% του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, με δραματικές επιπτώσεις στη ζωή της οικογένειας και ιδίως των οικογενειών που διαβιούν σε περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση.
Οι μαθητές επισιτιστικά ανασφαλών οικογενειών δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν στο σχολείο και να αποδώσουν στα μαθήματά τους, ενώ βιώνουν συναισθήματα φόβου, λύπης, θυμού και ανησυχίας για το μέλλον.
Τι πρέπει να κάνουμε
Χαρακτηριστικό αλλά και ανησυχητικό ταυτόχρονα για τα ελληνικά δεδομένα είναι η παιδική παχυσαρκία αλλά και ο υποσιτισμός ταυτόχρονα λόγω οικονομικής κρίσης. Η κυρία Αρέστη τόνίζει ότι όσον αφορά την παιδική παχυσαρκία μεγάλη έμφαση πρέπει να δοθεί στην άσκηση ώστε να ενταχθεί στην καθημερινότητα των παιδιών, ενώ θα πρέπει να διδαχθούν τη σημασία της διατήρησης του ενεργειακού ισοζυγίου. Αυτό, απαιτεί εκπαίδευση όχι μόνο των μαθητών, αλλά και των δασκάλων και των γονέων, διότι παχυσαρκία παρατηρείται και σε υψηλό ποσοστό στους ενήλικες. Από την άλλη, όσον αφορά τον υποσιτισμό κρίνεται επιτακτική η ανάγκη συστράτευσης διαφόρων φορέων, όπως πολιτεία, ιδρύματα, επιχειρήσεις και απλούς πολίτες, για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος και για να βοηθήσουμε τα παιδιά να πετύχουν το μέγιστο που μπορούν στη μόρφωση και την εκπαίδευσή τους, βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής τους και διατηρώντας την υγεία τους».
Μην ξεχνάμε άλλωστε πως όσο και αν κάποιος αλλάξει διατροφική συμπεριφορά αν η ίδια η οικογένεια και κατ’ επέκταση η κοινωνία στην οποία ζει παραμένει αδιάφορη για τις σύγχρονες μάστιγες που σχετίζονται με τη διατροφή, ουσιαστική λύση δεν μπορεί να δοθεί, κι αν υπάρξει θα είναι παροδική. Σημασία έχει η λύση του προβλήματος από τη ρίζα του, διαφορετικά το πρόβλημα επανέρχεται. Αρωγοί σε αυτήν την προσπάθεια πρέπει να είναι οι Πτυχιούχοι Διαιτολόγοι- Διατροφολόγοι σε συνεργασία με τον ιατρικό χώρο αλλά και τον χώρο των ψυχολόγων, των γυμναστών.
Τέλος, κάτι το οποίο πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας είναι η μείωση της ποσότητας τροφίμων που πετιούνται ως αποτέλεσμα υπερκατανάλωσης στις χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος και να έχουν όλοι οι άνθρωποι πρόσβαση σε ισορροπημένη τροφή.