Μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ πάνω σε κείμενα που εντοπίστηκαν στο Αράντ του Ισραήλ ρίχνουν φως στο μυστήριο της ημερομηνίας συγγραφής της Βίβλου.
Οι ακαδημαϊκοί διαφωνούν στο κατά πόσο τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν πριν ή μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ., με την εξάπλωση της γραφής να θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για την δημιουργία της. Μια ανάλυση κειμένων πάνω σε κομμάτια αγγείων που εντοπίστηκαν στο Αράντ του Ισραήλ και χρονολογούνται από το 600 π.Χ. έφερε στο φως νέα στοιχεία που αναμένονται να αλλάξουν τα δεδομένα για όλα όσα πιστεύαμε για τη συγγραφή της Βίβλου.
Τα κείμενα αποτελούν μέρη της αλληλογραφίας του Eλιασίμπ, επιμελητή ενός απομακρυσμένου φρουρίου της ερήμου, ο οποίος λάμβανε τις εντολές του γραπτά. Τα «γράμματα» που λάμβανε ήταν γραμμένα πάνω σε κομμάτια αγγείων και περιελάμβαναν λίστες τροφίμων.
Το φρούριο Αράντ, κοντά στα σύνορα με το αντίπαλο βασίλειο της Ιδουμαίας, είχε έκταση περίπου δύο στρεμμάτων και στέγαζε 30 στρατιώτες. Τα κείμενα που βρέθηκαν εκεί αποτελούν πραγματικό «θησαυρό», καθώς αποδεικνύουν ότι η γραφή ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ιουδαία του 600 π.Χ.
Πολλοί ακαδημαϊκοί εκτιμούν ότι τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν μετά το 586 π.Χ., με το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν αρκετοί γραφείς που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτό το έργο. Ωστόσο, η ανάλυση των ευρημάτων από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ αποδεικνύουν ότι η γραφή ήταν ευρέως διαδεδομένη εκείνη την περίοδο στην Ιουδαία.
Ανάμεσα στους 100 χιλιάδες κατοίκους πρέπει να υπήρχαν εκατοντάδες εγγράμματοι, υποστηρίζουν οι ερευνητές. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την υποδομή για τη σύνθεση των βιβλικών κειμένων που αποτελούν και τη βάση της ιουδαϊκής Ιστορίας και θεολογίας, όπως το Δευτερονόμιον και το Β΄ Βασιλέων.
Για να καταλήξουν στο πόσοι ήταν εγγράμματοι, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια μέθοδο του τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών με την οποία γίνεται ανάλυση της γραφής.