Στην ολοένα και πιο τεταμένη σχέση μεταξύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του διεθνούς καπιταλισμού αναφέρεται ο διεθνούς φήμης οικονομικός σχολιαστής και αρθρογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, σε άρθρο του στους FT με τίτλο «Capitalism and democracy: The strain is showing».
Όπως σημειώνει, οι πολιτικές εξελίξεις στη Δύση, και ειδικά η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία στις ΗΠΑ, εγείρουν το σημαντικό ερώτημα κατά πόσο ο «γάμος» μεταξύ της δημοκρατίας και του καπιταλισμού μπορεί να αντέξει. «Δεν μπορούμε να λάβουμε ως δεδομένη την επιτυχία των πολιτικών και οικονομικών συστημάτων που καθοδηγούν τον δυτικό κόσμο και έχουν αποτελέσει πόλο έλξης για μεγάλο μέρος του υπόλοιπου για τέσσερις δεκαετίες. Οπότε προκύπτει το ερώτημα: Αν όχι αυτά, τότε τι;» γράφει σχετικά.
Όπως επισημαίνει ο Γουλφ, υπάρχει μια φυσική σύνδεση μεταξύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού, του δικαιώματος να αγοράζει και να πωλεί κανείς αγαθά, υπηρεσίες και την εργασία του ελεύθερα. Ωστόσο, όπως συμπληρώνει, είναι εύκολο να βρει κανείς εντάσεις στη σχέση αυτή: Η δημοκρατία είναι ισότιμη, ενώ ο καπιταλισμός όχι, τουλάχιστον από πλευράς αποτελεσμάτων. «Εάν η οικονομία ναυαγήσει, η πλειοψηφία μπορεί να επιλέξει την απολυταρχία...αν οι οικονομικές ανισότητες μεγαλώσουν πολύ, οι πλούσιοι ίσως να μετατρέψουν τη δημοκρατία σε πλουτοκρατία».
Ιστορικά, σημειώνει, η άνοδος του καπιταλισμού και η πίεση για όλο και περισσότερα δικαιώματα, πήγαιναν μαζί, για αυτό και οι πλουσιότερες χώρες είναι φιλελεύθερες δημοκρατίες με, λιγότερο ή περισσότερο, καπιταλιστικές οικονομίες. «Ευρείες αυξήσεις των πραγματικών εισοδημάτων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση του καπιταλισμού και τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Σήμερα, ωστόσο, ο καπιταλισμός δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να παράξει τέτοιες βελτιώσεις στην ευημερία. Αντιθέτως, βλέπουμε αυξανόμενες ανισότητες και επιβράδυνση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας. Αυτό το δηλητηριώδες μείγμα καθιστά τη δημοκρατία μη ανεκτική και τον καπιταλισμό “αθέμιτο”».
Ο καπιταλισμός μπορεί να έχει παγκόσμιο χαρακτήρα εκ των πραγμάτων, ωστόσο, όπως σημειώνει ο καθηγητής Ντάνι Ρόντρικ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ η παγκοσμιοποίηση περιορίζει την εθνική αυτονομία/ κυριαρχία. Όπως γράφει, «η δημοκρατία, η εθνική κυριαρχία και η παγκόσμια οικονομική ενοποίηση είναι αμοιβαία ασύμβατες: Μπορούμε να συνδυάσουμε τα δύο από τα τρία, αλλά ποτέ και τα τρία ταυτόχρονα και πλήρως». Εάν οι χώρες μπορούν να θεσπίσουν εθνικούς κανόνες, η ελευθερία αγορών και πωλήσεων διασυνοριακά μειώνεται. Εναλλακτικά, εάν τα εμπόδια αρθούν και οι κανόνες εναρμονίζονται, η νομοθετική αυτονομία των κρατών θα είναι περιορισμένη, τονίζει ο Γουλφ.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στη μαζική μετανάστευση, που δημιουργεί σύγκρουση μεταξύ προσωπικών ελευθεριών και δημοκρατικής κυριαρχίας. «Η μετανάστευση τείνει να δημιουργεί τριβές μεταξύ της εθνικής δημοκρατίας και των διεθνών οικονομικών ευκαιριών» γράφει σχετικά. Λαμβάνοντας υπόψιν τις απογοητευτικές επιδόσεις του διεθνούς καπιταλισμού τελευταία, εύκολα κατανοεί κανείς την όλο και μεγαλύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στον «γάμο» μεταξύ της δημοκρατίας και του καπιταλισμού.
Όσον αφορά στο τι θα μπορούσε να έρθει μετά, ο Γουλφ εικάζει ότι θα μπορούσε να είναι μια παγκόσμια πλουτοκρατία, που θα σήμαινε πρακτικά το τέλος των εθνικών δημοκρατιών. Μια άλλη εναλλακτική θα ήταν η άνοδος μη φιλελεύθερων δημοκρατιών ή «λαϊκών/ εγκεκριμένων από τον λαό δικτατοριών», όπου ο εκλεγμένος ηγέτης ασκεί έλεγχο τόσο πάνω στο κράτος όσο και στους καπιταλιστές, «όπως στη Ρωσία και την Τουρκία». Ο ελεγχόμενος εθνικός καπιταλισμός θα αντικαθιστούσε τότε τον διεθνή καπιταλισμό. «Κάτι σαν αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1930. Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς δυτικούς πολιτικούς που θα λάτρευαν να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση».
«Πάνω από όλα αν η νομιμότητα των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων είναι να διατηρηθεί, η οικονομική πολιτική πρέπει να προσανατολίζεται προς την προώθηση των συμφερόντων των πολλών, όχι των λίγων. Στην πρώτη θέση θα έπρεπε να είναι οι πολίτες, στους οποίους είναι υπόλογοι οι πολιτικοί. Αν δεν τα καταφέρουμε να το κάνουμε αυτό, η βάση της πολιτικής μας τάξης είναι πολύ πιθανό να ναυαγήσει» τονίζει ο αρθρογράφος.