Οι πυρηνικές φιλοδοξίες της γείτονος αποτελούν λόγο προβληματισμού τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή- ειδικά δεδομένων των πρόσφατων εξελίξεων στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή και τις κατευθύνσεις που παίρνει η κυβέρνηση Ερντογάν.
Το ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο έρευνας του Atlantic Council, όπου τα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για «μείωση της μεγάλης εξάρτησής της από τα ορυκτά καύσιμα» κρίνονται «φιλόδοξα».
Η κυβέρνηση της γείτονος έχει υπογράψει συμφωνία με τη Ρωσία και μια γαλλοϊαπωνική κοινοπραξία για την κατασκευή δύο πυρηνικών σταθμών ενέργειας, τον έναν στη Μερσίνη της Τουρκίας, στη μεσογειακή ακτή, και τον άλλο στη Σινώπη, στη Μαύρη Θάλασσα. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται, η μοίρα των εγχειρημάτων βασίζεται σε vendor financing (διαδικασία κατά την οποία μια εταιρεία δανείζει χρήματα σε κάποιον για να αγοράσει αυτός προϊόντα ή περιουσιακά της στοιχεία), που σχετίζεται με την υιοθέτηση ενός μοντέλου «build, operate, own» (BOO), καθώς και με πολιτικού περιεχομένου συμφωνίες με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Αν και είχε απορρίψει προσφορά της ρωσικής Rosatom το 2008, η Τουρκία άρχισε διμερή διαπραγμάτευση με τη ρωσική κυβέρνηση, επιτυγχάνοντας συμφωνία το 2010. Τρία χρόνια μετά, η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε παρόμοια συμφωνία με τη γαλλοϊαπωνική κοινοπραξία των Mitsubishi Heavy Industries, Itochu, και Areva για την κατασκευή του αντιδραστήρα Atmea-1 στη Σινώπη.
Το μοντέλο ΒΟΟ προϋποθέτει η εταιρεία να παρέχει χρηματοδότηση για την κατασκευή του αντιδραστήρα και να τον διαχειρίζεται, με αντάλλαγμα εγγύηση από την τουρκική κυβέρνηση για συγκεκριμένη τιμή αγοράς του ρεύματος που παράγεται στις εγκαταστάσεις. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, εάν ένα από τα δύο προγράμματα περατωθεί με επιτυχία, η Τουρκία θα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που θα βασίζεται σε ξένη εταιρεία για τη διαχείριση πυρηνικού σταθμού στο έδαφός της- οπότε τα μαθήματα που θα αποκομιστούν θα έχουν ενδιαφέρον και για άλλες χώρες.
Ωστόσο, ο συντάκτης της έρευνας (Aaron Stein) υπογραμμίζει πως τα σχέδια πυρηνικής ενέργειας της Τουρκίας συνδέονται και εξαρτώνται από τις δυνατότητες των συνεργαζόμενων εταιρειών για συγκέντρωση κεφαλαίου ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί το κόστος της κατασκευής- ένα δεδομένο που προκύπτει από το μοντέλο ΒΟΟ. Επίσης, το μοντέλο αυτό επηρεάζεται από εξωτερικές εξελίξεις, όπως η πιστοληπτική υποβάθμιση της Τουρκίας, η αξία της λίρας και του ρουβλιού και η κατάσταση των τουρκικών πολιτικών θεσμών. Ακόμη, το μοντέλο ΒΟΟ εμπεριέχει κάποια «conflicts of interest», για την επίλυση των οποίων θα χρειάζονταν αλλαγές στην τουρκική νομοθεσία, ενώ επίσης τίθενται ζητήματα όπως η διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων από την Τουρκία, καθώς και οι μηχανισμοί για την κατασκευή αποθηκευτικών εγκαταστάσεων, αλλά και ποιοι θα είναι υπόλογοι. Η τουρκική κυβέρνηση, όπως σημειώνεται στην έρευνα, έχει επιδιώξει την επίλυση αυτών των ζητημάτων, αλλά έχει καθυστερήσει η έγκριση της σχετικής νομοθεσίας.
Παρά τα ζητήματα αυτά, η Τουρκία έχει συμφέρον για την επίλυσή τους, οπότε το συμπέρασμα του συντάκτη είναι πως η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν, εκφράζοντας την άποψη πως οι ΗΠΑ και η ΙΑΕΑ θα έπρεπε να παίξουν εποικοδομητικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχετικής νομοθεσίας, «ώστε να ενθαρρυνθούν και άλλες χώρες που ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν το ίδιο μοντέλο για κατασκευή αντιδραστήρων.