Εσείς πήγατε documenta;

Εσείς πήγατε documenta;

«Μαθαίνοντας» από τους Βοργιά, Κανελλοπούλου, Μανιδάκη, Σγουρίδη, Τζιρτζιλάκη, Τριανταφύλλου, Χατζημιχάλη πτυχές της σημαντικής έκθεσης στην Αθήνα.

Περισσότεροι από 120.000 επισκέπτες πήραν γεύση από την documenta 14, που για χάρη της άνοιξε το πολύπαθο Ε.Μ.Σ.Τ. ως το ταλαιπωρημένο ίδρυμα του Γιάννη Τσαρούχη. Πολλά τα εκθέματα και μεγάλη η έκταση των εκθεσιακών δράσεων, όχι μόνο στα μουσεία της Αθήνας αλλά και στο δημόσιο χώρο της, από το λόφο Φιλοπάππου μέχρι το Α’ Νεκροταφείο. Τις εντυπώσεις τους από τη διοργάνωση, κάνοντας «κλικ» σε εκθέματα που ξεχώρισαν, μοιράζονται Αθηναίοι αποκλειστικά στη HuffPost Greece.

Εύα Μανιδάκη: «Η Αθήνα σε εμπύρετη κατάσταση!»

«Ας μην δούμε την documenta σαν μια μεγάλη έκθεση με μεγάλους εκθεσιακούς χώρους, αλλά σαν ένα θεατρικό έργο που χωρίζεται σε πράξεις ή μια μουσική σύνθεση με στιγμές σιωπής και έντασης» έχει πει ο Adam Szymczyk, μια άποψη που συμμερίζεται η αρχιτέκτονας, γνωστή στο ευρύ κοινό από τις σκηνογραφικές δουλειές της.

«H documenta γίνεται γέφυρα, που ενώνει την Αθήνα με το Κάσελ. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, μοιράζει τις δραστηριότητές της ανάμεσα στις δύο πόλεις. Αυτή η ευφυής και τολμηρή έμπνευση ανήκει στον Adam Szymczyk. Η έκθεση έχει μπει κυριολεκτικά, δυναμικά, ευφάνταστα, μέσα στην πόλη, σε πάνω από 50 χώρους. Έφερε κτίρια, γειτονιές, έργα τέχνης, κατοίκους, τουρίστες κλπ σε μια αλληλοεπίδραση. Δεν ξέρω ποιος θα μάθει τι… από αυτήν την «επίσκεψη» αλλά το σίγουρο είναι, πως εξαιτίας αυτού του συμβάντος, έχει ξεκινήσει μεγάλη κουβέντα και αυτό από μόνο του είναι σημαντικό».

Γιώργος Τριανταφύλλου: «Κοινά βιώματα από Πολωνία - Ελλάδα»

«Περίμενα με επιφύλαξη την έναρξη της Ντοκουμέντα» ομολογεί ο αρχιτέκτονας, που έχει συνεργαστεί με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς, κι εξηγεί: «Αφορμή η εσωστρέφεια που προηγήθηκε, η απόμακρη και προκλητικά ψυχρή παρουσία του Adam Szymczyk, σε συνδυασμό με το ευρύτερο αρνητικό κλίμα για την Γερμανία που τα τελευταία χρόνια ενδυναμώνεται. Δεν ξεχνώ όμως τις εμπειρίες μου από υψηλού επιπέδου εκθέσεις στο Βερολίνο και στο Κάσελ. Παράλληλα, με έκανε κάπως αισιόδοξο, το ότι στα πλαίσια του τίτλου: «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» μια σειρά νέων έργων είχαν ήδη παραγγελθεί σε Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, που παρουσιάζονται ζωντανεύουν ένα μεγάλο αριθμό κλειστών και ανοιχτών χώρων στην πόλη. Έτσι, όταν την πρώτη ημέρα βρέθηκα στο Μουσείο Μπενάκη και αντίκρισα στην είσοδο το πρώτο έργο της Ντοκουμέντα με θέμα: «Ζήσε και πέθανε ως Εύα Μπράουν», 1995-97 του Roee Rosen, συγκινήθηκα. Με άγγιξε αυτή η ομολογία, η παραδοχή. Διάβασα προσεκτικά τα κείμενα είδα όλα τα έργα και βγήκα στο αίθριο να πάρω αέρα, να ανασάνω…

Roee Rosen, «Ζήσε και πέθανε ως Εύα Μπράουν», 1995-97

Όταν την επομένη επισκέφτηκα στο αναπάντεχα ζωντανό και ελκυστικό εσωτερικά ΕΜΣΤ, ξεχώρισα το έργο του Naeem Mohaiemen με τίτλο Tripoli Cancelled (2017) με τον Βασίλη Κουκαλάνι. Ένα βίντεο που αποκαλύπτει το δικό μας δράμα, μέσα από την εγκατάλειψη του τόπου, της αρχιτεκτονικής του δημόσιου χώρου μας, της ίδιας μας της ζωής, ενός κτιρίου που παραγγείλαμε στον διάσημο αρχιτέκτονα Eero Saarinen, για να καταλήξει σε ένα σκουπιδότοπο.

Naeem Mohaiemen, Tripoli Cancelled (2017)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στάθηκα αμήχανος μπροστά σε έργα τέχνης κυρίως ξένων καλλιτεχνών, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει σε οποιαδήποτε έκθεση στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θα τολμούσα όμως να πω ότι πίσω από το ψυχρό προσωπείο του Adam Szymczyk διαισθάνομαι, μετά τις πρώτες εντυπώσεις, να κρύβεται ένας ευαίσθητος άνθρωπος που φέρει βιώματα από την Πολωνία, που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με την Ελλάδα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και σε άλλες ιδιαιτερότητες. Με αυτή την διαίσθηση προσεγγίζω πιο προσεκτικά τις εκθέσεις, παρακολουθώ με υπομονή τις performances και τα βίντεο, ακόμη και τις μεταμεσονύκτιες προβολές στην ΕΡΤ2 και δεν το έχω μετανιώσει. Και συνεχίζω….»

Σημειώματα του Γιώργου Τριανταφύλλου στο triantafylloug.blogspot.gr

Χάρις Κανελλοπούλου: «Ορατή η αναγκαιότητα μεγαλύτερης εμβάθυνσης στην πόλη»

Με μία δόση εκφραστικής υπερβολής, θα έλεγα ότι η δυναμική της εμφάνισης της documenta 14 στην Αθήνα φάνηκε να προσομοιάζει με «ωστικό κύμα», με αρχή το πρώτο τριήμερο των εγκαινίων και της έντονης επισκεψιμότητας, αλλά και ως προς την κλίμακα λειτουργίας και ανάπτυξής της συγκριτικά με τις συγκεκριμένες δυνατότητες των εγχώριων θεσμών. Ενδιαφέρουσα ως προς το στήσιμο των έργων στο μεγαλύτερο μέρος των εκθέσεών της, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την εικόνα της «πλήρους δράσης» για χώρους όπως το ΕΜΣΤ και το Ωδείο. Στην ένταση της ρητορικής της όμως, από την άλλη πλευρά, η δυναμική υποχωρεί. Αν και το πλέγμα των πολιτικών και θεωρητικών θεμάτων που φέρει στο προσκήνιο της συζήτησης γίνεται εμφανές, η documenta παραμένει υπό τον τόνο του χαρακτήρα μιας «μέγα-έκθεσης στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης οικονομίας» (όπως περιγράφεται και η ίδια στο συνοπτικό εγχειρίδιό της). Όσον αφορά δε την επαφή της με την Αθήνα, η έκθεση βρίσκεται σε 40 και πλέον χώρους της στον αστικό ιστό, σε αρκετά σημεία όμως παραμένει ορατή η αναγκαιότητα μίας μεγαλύτερης εμβάθυνσης σε σχέση με την ιστορία και το σύγχρονο γίγνεσθαι, τους συμβολισμούς και τα γεγονότα της πόλης.

Από τους εκθεσιακούς χώρους της documenta, ξεχωρίζω σαφώς την έκθεση στο Ωδείο Αθηνών, η οποία παρουσιάζει για μένα τη μεγαλύτερη συνοχή ιδεών και έργων. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα εκεί παρουσιάζονται τα αυτοσχέδια μουσικά όργανα του Guillermo Galindo (φτιαγμένα από συντρίμμια που συνέλεξε από κέντρα προσφύγων), το Μουσικό δωμάτιο της Nevin Aladağ, με έπιπλα και χρηστικά καθημερινά αντικείμενα που έχουν μετατραπεί από την καλλιτέχνη σε μουσικά όργανα και αξιοποιούνται σε μοναδικές ηχητικές περφόρμανς, το βίντεο του Theo Eshetu Άτλας διασπασμένος (με ιδιαίτερη «ενσυναίσθηση» του κατακερματισμένου κόσμου μας), όπως και η οπτικοακουστική εγκατάσταση του Emeka Ogboh The Way Earthly Things Are Going στο θέατρο στο υπόγειο του Ωδείου. Ανάμεσα στα πολυάριθμα έργα της documenta, μεταξύ άλλων, συγκρατώ τις «χειροτεχνικές» συνθέσεις με αργαλειό της Maria Lai, καθώς και την αρχειακή προσέγγιση του έργου της Maria Eichorn Building as unowned property (Κτίριο ως περιουσία άνευ ιδιοκτήτη), και τα δύο στο ΕΜΣΤ˙ τις ζωγραφικές αναπαράστασεις της Nilima Sheikh και τον διάλογο των αφηγήσεών τους με τα ταιριαστά τους κείμενα, από τη σειρά έργων Each night put Kashmir in your dreams (Κάθε βράδυ φέρνε στα όνειρά σου το Κασμίρ) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Καθώς και το εύστοχα τοποθετημένο έργο του Allan Sekula School is a factory, 1978-80 στο Εργοστάσιο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

Η Χάρις Κανελλοπούλου είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων.

Πάσκουα Βοργιά: «The House is Black, Farough Farrokhzad, 1962», στον τελευταίο όροφο του ΕΜΣΤ

Η ταινία της ποιήτριας Farough Farrokhzad γυρίστηκε το 1962 σε μια «αποικία» λεπρών στο Ιράν. To έργο αυτό δημιουργήθηκε με στόχο να «εξαλείψει την ασχήμια και να ανακουφίσει τα θύματά της». H πρώτη σκηνή δείχνει μια λεπρή γυναίκα να κοιτάζεται στον καθρέφτη. (Ποιος καθρεφτίζεται αλήθεια;) Ακολουθούν σκηνές ανθρώπων με λειψά μέλη, παραμορφωμένα πρόσωπα, θολά μάτια και καταπονημένα σώματα που προσεύχονται, πηγαίνουν σχολείο, παίζουν, χορεύουν, τραγουδούν, καλλωπίζονται και παντρεύονται. Δεν τους βλέπουμε να πεθαίνουν. Η ύπαρξή τους μοιάζει να ακολουθεί ένα βασανιστικό διηνεκές, ξεθωριάζοντας σιγά σιγά, καθώς ένα-ένα τα μέλη, ένα-ένα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου χάνονται σταδιακά, μέχρι που δεν μένει τίποτα πια. Η Farrokhzad μας αναγκάζει με το λυρισμό της να κοιτάξουμε καθαρά και χωρίς προκατάληψη. Και μας φέρνει τόσο κοντά, που αρχίζουμε να νιώθουμε και εμείς, οι θεατές, ότι κάτι μας λείπει. (Η ίδια άλλωστε υιοθέτησε ένα από αυτά τα παιδιά.) «Ποιος είναι αυτός στην Κόλαση που σε επαινεί Θεέ μου;» «Ποιος είναι αυτός, στην Κόλαση;» αναρωτιέται η ποιήτρια. Η λέπρα πάει μαζί με την φτώχεια, θέλει να το ξέρουμε, και δεν είναι ανίατη. Η κοινωνία μας επιλέγει να μην την θεραπεύει, την αρρώστια, τη φτώχεια, τη δυστυχία, την ασχήμια, ανήμπορη να αγαπήσει τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Μια κοινωνία κάθε άλλο παρά αρτιμελής. Στο σχολείο των λεπρών, ο δάσκαλος ρωτάει τα παιδιά: «Πες μου μερικά όμορφα πράγματα». «Ήλιος, σελήνη, λουλούδια, παιχνίδι». Ένα άλλο παιδί: «Πες μου μερικά άσχημα πράγματα». «Χέρι, πόδι, κεφάλι». Οι υπόλοιποι στην τάξη γελούν. «Και τώρα γράψε μια πρόταση με τη λέξη “σπίτι” μέσα». Δυσκολεύεται ο μαθητής να απαντήσει, αλλά τελικά η αλήθεια του γράφεται στον μαυροπίνακα σαν τη μόνη αλήθεια που υπήρξε ποτέ, και θα μείνει: «Το Σπίτι είναι Μαύρο».

Η Πάσκουα Βοργιά είναι υπεύθυνη της Σειράς «Λέξεις & Σκέψεις» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Γιώργος Τζιρτζιλάκης: «Απογευματινή επίσκεψη σε πράγματα που λυγίζουν»

Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα μπαίνοντας στο Ωδείο Αθηνών ήταν ότι πρόκειται μάλλον για το πιο υποβλητικό κομμάτι μιας έκθεσης χωρίς αριστουργήματα. Μείζον έργο της έκθεσης αποτελεί το «μυστικό αξίωμα» του ίδιου του κτιρίου που σχεδίασε ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος το 1959. Μια υπόγεια και σχεδόν υγρή υλικότητα μοιάζει να διαχέεται παντού. Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που μας αφηγούνται τα «ελάσσονα» αυτά έργα που απλώνονται στους σκοτεινούς χώρους του ημιτελούς κτιρίου;

Οι έξι μικρόσχημοι πίνακες (πέντε λάδια σε ξύλινη επιφάνεια κι ένα σχέδιο) του Ανδρέα Ράγκναρ Κασάπη, με τον δηλωτικό γενικό τίτλο «Τα πράγματα που λυγίζουν», μοιάζει να παρέχουν το πιο πρόσφορο εργαλείο ερμηνείας όλης της έκθεσης και του χώρου, αλλά και της ίδιας της ζωής μας, αν θέλετε. Τηλεφωνικές συσκευές χωρίς πλήκτρα και μια σειρά απροσδιόριστα αντικείμενα εκφράζουν μια πνευματικότητα αλλά και μια πολιτική θέση, χωρίς να απεικονίζουν τα συνηθισμένα πολιτικά μεγαθέματα. Δηλαδή, εξεγέρσεις, αγωνιστές της αντίστασης, συμβάντα της δικτατορίας, εθνογραφικές απωθήσεις, queer ρητορική, χρηματοπιστωτικά τεκμήρια, ή ναυάγια του αρχιπελάγους αλλά ανώνυμα αντικείμενα και ακαθόριστες στιγμές, φαινομενικά υποδεέστερης σημασίας. Το πολιτικό στοιχείο τους έγκειται στο ότι εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε εκείνο που ο Γιάννης Χρήστου αποκαλεί mysterion. Την ίδια αίσθηση επιτείνουν τα σχέδια-παρτιτούρες του ίδιου συνθέτη όπως και του Jakob Ullmann, η ζωγραφική της Sedje Hémon, η ηχητική εγκατάσταση του Emeka Ogboh, οι εντροπικές μακέτες του Ωδείου, η σελίδα με το Σχολείο του μέλλοντος του Τάκη Ζενέτου, η Αριάδνη του Δημήτρη Πικιώνη, το βιβλίο με τα ραδιοδράματα του Walter Benjamin (Studio 14) και το βίντεο της Εύας Στεφανή.

Εσωτερικός χώρος του Ωδείου με την ηχητική εγκατάσταση του Emeka Ogboh, Ο τρόπος που εξελίσσονται οι γήινες υποθέσεις, 2017

Ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης φωτίζει το ημίφως μιας πολιτικής τέχνης και μιας νέας κοινωνικής συνθήκης μέσα από την υλικότητα της μνήμης και θεμάτων που τα καθιστούν «προσβάσιμα στην άμεση κοινωνική και συνεπώς υλιστική ανάλυση», όπως έγραφε ο Walter Benjamin. Ιδού ένα από τα ζητήματα που απασφάλισε η Ντοκουμεντα 14 και ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης δίνει θελκτικές απαντήσεις. Με τον τρόπο αυτό, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το Εδώ και το Τώρα, δηλαδή να μαθαίνουμε κι εμείς ξανά από την Αθήνα, αλλά αυτή τη φορά σαν ξένοι.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.

Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης, Αντικείμενο 30, Τα πράγματα που λυγίζουν, 2016-2017

Γιώργος Χατζημιχάλης: «Μεγάλο κομμάτι της documenta έχει τον ακαδημαϊσμό που βλέπουμε σε μεγάλες εκθέσεις»

Θα αρχίσω λέγοντας ότι η πραγματοποίηση μέρους μιας documenta στην Αθήνα είναι πολύ σημαντικό γεγονός για την πόλη, αλλά φοβάμαι ότι αυτό δεν έγινε κατανοητό από πολλούς παράγοντες της δημόσιας ζωής μας. Έχουν υπάρξει documenta πολύ σημαντικές, που δημιούργησαν τομές στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης, όπως η 5η του Szeemann, άλλες εξαιρετικές ως εκθέσεις όπως η 11η, άλλες χειρότερες, μα το ζήτημα είναι ότι πάντα αποτελούν σημείο αναφοράς. Για την 14 λοιπόν, αν εξαιρέσει κανείς την κακή οργάνωση, την ανυπαρξία σχεδιαγραμμάτων ώστε να μπορεί κανείς εύκολα να βρίσκει τους καλλιτέχνες στους εκθεσιακούς χώρους, μέχρι κάποιες άστοχες δηλώσεις του Adam Szymczyk και ανιστόρητα δελτία τύπου, όπως αυτό που αναφέρει ότι η documenta έγινε διεθνής έκθεση το ’89, μένει η ουσία της έκθεσης που είναι τα έργα.

Έχει ενδιαφέρον, καταρχάς, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των καλλιτεχνών που συμμετέχουν είναι εκτός της αγοράς και, κατά δεύτερον, η συμμετοχή κάποιων καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’70. Είναι φυσικό ότι πολλά από τα πρόσφατα έργα – ας τα πούμε τωρινά – παρότι είναι καλλιτεχνών που δε συμμετέχουν στο πανηγύρι της αγοράς της σύγχρονης τέχνης, δεν είναι αναγκαστικά και καλών δημιουργών. Συνολικά, θα έλεγα ότι μεγάλο κομμάτι της έκθεσης έχει όλα τα μειονεκτήματα και τον ακαδημαϊσμό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια σε όλες τις μεγάλες εκθέσεις. Τα αριστουργήματα υπάρχουν, αλλά είναι παλιότερα.

Υπάρχει, όμως, και δεύτερο μέρος. Στο Kassel. Εκεί, θα πάει μέρος της συλλογής του Ε.Μ.Σ.Τ. και είναι μεγάλη ευκαιρία να δείξουμε το ταλαιπωρημένο μουσείο μας σε ένα εκατομμύριο κόσμο, αν πάρουμε ως αναφορά τον αριθμό επισκεπτών της προηγούμενης documenta. Πάντως, τα έργα που είδα και ντράπηκα που δεν θυμόμουν ή δεν γνώριζα τη δημιουργό τους, ανήκουν στην Agnes Denes, στο χώρο της ΑΣΚΤ.

Ο Γιώργος Χατζημιχάλης είναι από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους εικαστικούς, έργο του οποίου εκτίθεται στο Kassel ως μέρος της μόνιμης συλλογής του ΕΜΣΤ.

Agnes Denes, Citadel for the Inner City—The Glass Wall (1980), Silver ink on acrylic film, 87 × 487.7 cm

Μάγδα Σγουρίδη: «Αφορμές για να έρθουμε πιο κοντά σε μας τους ίδιους»

Μερικές -αν όχι τις περισσότερες- φορές, τα όσα προκαλεί παραπλεύρως ένα (αρχικό) σύμβαμα είναι πολύ πιο σημαντικά και σίγουρα πολύ περισσότερο ενδιαφέροντα από το σύμβαμα αυτό καθεαυτό. Με αυτόν τον τρόπο θα ήθελα να διαβάσω και την έκθεση της Documenta, στην πόλη της Αθήνας. Πράγματι, υπάρχουν έργα που σε καθηλώνουν χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση ή ανάλυση. Πολλά περνούν απλά από μπροστά σου και άλλα πάλι σε εκπλήσσουν (ευχάριστα ή δυσάρεστα) με όσα οι γύρω (παρατηρητές ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες) θέλουν να πιστεύουν για εκείνα. Ωστόσο, το πλέον ενδιαφέρον θα είναι πάντα πως κάθε ένας από εμάς θα διαβάσει το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο.

Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το βλέμμα και το ενδιαφέρον μου στους χώρους των εκθέσεων έκλεβαν συνεχώς οι περιπλανώμενοι επισκέπτες. Οι διαφορετικοί τρόποι που κοιτούσαν και μιλούσαν για τα έργα. Δεν θα ήταν λάθος να πει κανείς πως οι περισσότεροι ήταν σε παρέες. Όλο αυτό ήταν βεβαίως μια αφορμή για συνεύρεση και περιήγηση σε ζεύγη. Ζευγάρια, φανερά ερωτευμένα ακόμη και μπροστά στα έργα τέχνης, οι γνωστές παρέες γυναικών των οποίων οι σύζυγοι είτε είναι από εκείνους που δεν ενδιαφέρονταν ποτέ είτε δεν θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν λόγω απουσίας, αλλά κυρίως οι (πολλές) οργανωμένες ομάδες ξένων από τον υπόλοιπο κόσμο. Ομάδες εικαστικών τουριστών, οι οποίες ανέλυαν με ιδιαίτερη προσοχή ένα προς ένα τα έργα, ενώ παράλληλα σε κάθε ευκαιρία απολάμβαναν έστω και κλεφτά το παραμικρό άνοιγμα προς τον ήλιο της Αττικής.

Όλοι μοιράζονταν κάτι κοινό. Όλοι συμμετείχαν σε ένα δίκτυο χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Μπορούσε κανείς να αντιληφθεί μια διαφορετική ροή μέσα στην πόλη. Από κάθε ένα σημείο διαχέονταν ομάδες ανθρώπων στην προσπάθειά τους να βρουν (εύκολα ή τις περισσότερες φορές πιο δύσκολα) τα υπόλοιπα σημεία ενδιαφέροντος στο χάρτη. Μετά από έναν ορισμένο αριθμό επισκέψεων, οι φυσιογνωμίες άρχισαν να γίνονται λίγο ως πολύ σαν γνωστές. Η (εικαστικά ενδιαφέρουσα) αμφίεση ή τα προϊόντα με τα χαρακτηριστικά σήματα της διοργάνωσης ήταν απλά ο τρόπος να επιβεβαιώσει κανείς το κάτι κοινό μέσα σε μια άναρχη πόλη.

Πολλές φορές, χρειάζονται αφορμές για να κοιτάξουμε καλύτερα κάτι που βλέπουμε καθημερινά. Ιδανικά, θα χρησιμοποιήσουμε αυτά τα συμβάματα για να έρθουμε πιο κοντά σε εμάς τους ίδιους. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι παράπλευρες ενέργειες, μπορούν να μας πάνε τουλάχιστον ένα (μικρό) βήμα προς τα εμπρός.

Η αρχιτέκτων Μάγδα Σγουρίδη ξαναγνώρισε στους Αθηναίους τις ιστορικές «στοές» της πρωτεύουσας. Συχνά, φωτίζει με άρθρα της ξεχωριστά μνημεία του τόπου.

Δημοφιλή