Νέα εμπλοκή στο Κυπριακό, προκλήθηκε όταν ο ειδικός ς σύμβουλος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντα, ζήτησε την έλευση των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Αλέξη Τσίπρα και Μπιναλί Γιλντιρίμ, στην Ελβετία την Τετάρτη (5/7), προκειμένου να συμμετάσχουν στη διάσκεψη.
Την πρόταση απέρριψαν ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης. Μάλιστα ο κ. Κοτζιάς σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους ανέφερε, ότι είναι σε καθημερινή επικοινωνία με τον πρωθυπουργός, ο οποίος για να μεταβεί στην Ελβετία, θα πρέπει να ενημερωθεί από τον ίδιο ότι είναι κατάλληλες οι συνθήκες και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για εξεύρεση κοινής αποδεκτής λύσης.
Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Μελβούτ Τσαβούσογλου, εξαπέλυσε και νέα επίθεση κατά της ΕΕ για την πολιτική που ακολουθεί απέναντι στην Τουρκία
Πάντως παρουσία όλων των πλευρών δόθηκαν από τις δύο κοινότητες τα έγγραφα που ζητήθηκαν από τον ΟΗΕ για την ασφάλεια, τις εγγυήσεις και στη την αποχώρηση των εγγυητριών δυνάμεων .
Με αυστηρούς και δηκτικούς τόνους απάντησε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε όσους «δεν θέλουν να κάνουν τη διαπραγμάτευση πάνω στις δύο συνθήκες Εγγυήσεων και Στρατευμάτων» και ρίχνουν στο τραπέζι σκέψεις για προσέλευση των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας στη Διάσκεψη.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους σε συνέχεια της πρωινής συνεδρίασης στο πλαίσιο της διεθνούς Διάσκεψης για το Κυπριακό που διεξάγεται στο Κραν Μοντάνα της Ελβετίας, τόνισε χαρακτιστικά ότι «αυτή η διαπραγμάτευση πρέπει να γίνει» διαμηνύοντας σε όσους «θέλουν να βάλουν το κάρο μπροστά από το άλογο, ας αφήσουν το άλογο της διαπραγμάτευσης να εργαστεί και μετά μπορούμε να συμφωνήσουμε για ό,τι κάρα θέλουμε».
Και επισήμανε: «Νομίζω ότι μερικοί βιάζονται, είτε γιατί δυσκολεύονται να κάνουν τη διαπραγμάτευση, είτε γιατί δεν θέλουν να κάνουν τη διαπραγμάτευση επί του συγκεκριμένου, είτε γιατί θέλουν να φέρουν τους πρωθυπουργούς ενώπιον τετελεσμένων, είτε για να σφραγίσουν ότι δεν έγινε μέχρι το τέλος διαπραγμάτευση», είπε ο κ. Κοτζιάς.
Αποσαφήνισε δε για άλλη μία φορά ότι «η ελληνική πλευρά επιμένει, θέλει, επιδιώκει και εργάζεται σε υπάρχοντα, πραγματικά αποτελέσματα και λύση πάνω στο Κυπριακό». «Με αυτό το κριτήριο», ανέφερε, «ο Έλληνας πρωθυπουργός -στο πλαίσιο της πολύ καλής συνεργασίας που έχουμε στην ελληνική κυβέρνηση- θα αποφασίσει να έρθει όταν θα έχει την εκτίμηση και από την πλευρά της δικής μας αντιπροσωπείας, ότι έχουμε φτάσει σε εκείνο το σημείο όπου χρειάζεται η παρουσία του κι όχι επειδή κάποιοι βιάζονται και δεν επιθυμούν να καθίσουν μέρες να κάνουν διαπραγμάτευση πάνω στις δύο συνθήκες, εγγυήσεων και στρατευμάτων. Αυτή η διαπραγμάτευση πρέπει να γίνει».
Ο υπουργός Εξωτερικών εξήγησε ότι αντί να εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα της περασμένης Παρασκευής και να συζητηθεί το θέμα των Εγγυήσεων και της Ασφάλειας, ο μηχανισμός εμπέδωσης και εφαρμογής και τα ερωτήματα που αφορούν τα στρατεύματα και ιδίως τα κατοχικά, «παρατηρήθηκε από κάποιους αυτή η τάση να βιαστούν να έρθουν οι πρωθυπουργοί».
«Εξηγήσαμε για άλλη μια φορά», είπε, «ότι πρέπει να γίνει ουσιαστική συζήτηση, γιατί έχουμε φτάσει στην έκτη μέρα της διαπραγμάτευσης και δεν έχουμε ανοίξει την κουβέντα. Έχουν δοθεί από όλες τις πλευρές κείμενα τα οποία θα παραλάβουμε σε λίγο. Θα τα μελετήσουμε και θα επανέλθουμε αργά το απόγευμα για να κουβεντιάσουμε στη βάση των όσων θα έχουμε διαβάσει».
Ο κ. Κοτζιάς επανέλαβε ότι η ελληνική πλευρά παραμένει στη θέση ότι δεν μπορούν να υπάρχουν παρεμβατικά δικαιώματα και το ξαναέγραψε στο κείμενο που κατέθεσε σήμερα, όπως επίσης και ότι πρέπει να φύγουν τα στρατεύματα κατοχής, ότι πρέπει να φτιαχτεί ένα σύμφωνο φιλίας για τη συνεργασία των κρατών της περιοχής με σημαντικό ρόλο για την ίδια την Κύπρο, καθώς και ότι θα πρέπει να υπάρξει μία Συνθήκη που θα προβλέπει τον τρόπο και τη διαδικασία αποχώρησης των στρατευμάτων.
Επίσης, όπως προσέθεσε ο υπουργός Εξωτερικών, στο ελληνικό κείμενο «υπάρχει και μια εκτεταμένη πρόταση που μας φάνηκε πάρα πολύ λογική από την κυπριακή πλευρά, γύρω από τους μηχανισμούς ελέγχου της εφαρμογής των συμφωνηθέντων», θέμα για το οποίο η Ελλάδα ενδιαφέρεται και είναι εμπλεκόμενη ως προς το σημείο του ελέγχου της απομάκρυνσης των κατοχικών στρατευμάτων.