Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα της θητείας μου ως Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού έγινα αποδέκτης μιας κοινής και δυσάρεστης διαπίστωσης: η χώρα μας έχει επιδείξει πενιχρά αποτελέσματα, σε σχέση με αυτά που μπορεί, στην προσέλκυση ξένων κινηματογραφικών αλλά και τηλεοπτικών παραγωγών.
Δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει μια σειρά συγκριτικά πλεονεκτήματα που συνθέτουν από κοινού η διαρκής ηλιοφάνεια, το εξαιρετικό κλίμα, η ποικιλομορφία του φυσικού τοπίου, οι ελκυστικές τιμές του κόστους παραγωγής και, ασφαλώς, οι μοναδικοί χώροι πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Και, μάλιστα, σε μια συγκυρία κατά την οποία έχει αναγνωριστεί η ανάγκη για αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου στο οποίο ο Πολιτισμός - όχι μόνο η πολιτιστική κληρονομιά αλλά και η πολιτιστική και δημιουργική βιομηχανία - μπορούν να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στην εθνική οικονομία και τις τοπικές οικονομίες.
Όπως μας διδάσκει - για άλλη μια φορά - η διεθνής εμπειρία, η οπτικοακουστική βιομηχανία - από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση έως τα Νέα Μέσα - μπορεί να φέρει πολύτιμα κεφάλαια από το εξωτερικό, να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, όχι μόνο στις εταιρείες που εμπλέκονται σε όλο το φάσμα της οπτικοακουστικής παραγωγής αλλά κυρίως σε επιχειρήσεις υποστήριξης και φιλοξενίας, να αποτελέσει όχημα για τη μεταφορά τεχνογνωσίας αιχμής και αναβάθμισης των δεξιοτήτων του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού. Το πιο σημαντικό είναι ότι η υλοποίηση οπτικοακουστικών, κυρίως κινηματογραφικών και τηλεοπτικών, παραγωγών είναι ένα άκρως αποτελεσματικό εργαλείο για την προώθηση της εικόνας της χώρας μας, την ενίσχυση του brand «Ελλάδα» και την προσέλκυση ακόμη περισσότερων επισκεπτών.
Για να γίνει αντιληπτό το περιθώριο ανάπτυξης στον τομέα αυτό, σημειώνεται ότι μόνο την περίοδο 2007- 2011 η εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα από την πραγματοποίηση γυρισμάτων ξένων παραγωγών, δίχως να υπολογίζεται η αύξηση της τουριστικής κίνησης στις περιοχές όπου έγιναν τα γυρίσματα, ανήλθε σε 6,8 εκ. δολάρια. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τα αντίστοιχα ποσά ανέρχονται σε δεκάδες ή και εκατοντάδες, εκατομμύρια ευρώ, όπως στις περιπτώσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, καθώς υπάρχει ένα θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο προσανατολισμένο στην προσέλκυση κινηματογραφικών παραγωγών στην επικράτεια της κάθε χώρας.
Γιατί λοιπόν η χώρα μας, παρά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τα προφανή αναπτυξιακά οφέλη δεν έχει επιτύχει ανάλογα αποτελέσματα; Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι παραγωγοί αλλά και οι αρμόδιοι φορείς έχουν κατά καιρούς επισημάνει και αναδείξει τα κύρια προβλήματα: την έλλειψη ισχυρών και λειτουργικών, επενδυτικών και φορολογικών κινήτρων. Την έλλειψη μεγάλων και σύγχρονων studio. Την χρονοβόρο, πολυπλόκαμη - και συχνά άκαρπη - γραφειοκρατική διαδικασία για την έκδοση των απαιτούμενων εγκρίσεων και αδειών για κινηματογράφηση, κυρίως σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία που είναι τοποθεσίες υψηλού ενδιαφέροντος για τις ξένες παραγωγές. Ακόμη, την ελλιπή προώθηση και προβολή των όποιων δυνατοτήτων και πλεονεκτημάτων της χώρας μας ως «κινηματογραφικού προορισμού». Πρόκειται για εκκρεμότητες και αγκυλώσεις που χρονίζουν.
Στο βαθμό, ωστόσο, που πρόθεσή μας είναι να βάλουμε τον κλάδο της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, με «αιχμή» τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, στο «κάδρο» ενός μακρόπνοου εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε. Η αναζήτηση ενός νέου και βιώσιμου αναπτυξιακού παραδείγματος είναι το momentum για την ανάληψη συγκεκριμένων θεσμικών και οργανωτικών αλλαγών. Σε αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε μεθοδικά προκειμένου σύντομα να ανακοινώσουμε μια δέσμη συγκεκριμένων και λειτουργικών δράσεων για να έχουμε περισσότερες και μεγαλύτερες κινηματογραφικές - και γενικά οπτικοακουστικές - παραγωγές στη χώρα μας.