Είναι ίσως χαρακτηριστικό των εποχών κρίσης και αστάθειας. Εποχές που αναζητούνται διακαώς εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, νέα μοντέλα αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και υπέρβασης των παραδοσιακών μηχανισμών επιρροής είτε αυτή είναι στο πεδίο της πολιτικής είτε στην οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό δεν αποτελεί έκπληξη η δήλωση του αναπληρωτή πρωθυπουργού της Τουρκίας Αλί Μπαμπακάν ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη να συνεισφέρει με ένα κεφάλαιο της τάξης των 300 εκατομμυρίων στην υπό δημιουργία ισλαμική υπερ-τράπεζα που θα έχει ως σκοπό να λειτουργεί ως η «κεντρική τράπεζα» των απανταχού μουσουλμάνων που επιθυμούν να δανειστούν. Η Τούρκικη Κυβέρνηση δεν κρύβει ότι η ισλαμική υπερ-τράπεζα θέλει να έχει ως σκοπό δράσης έναν επιτελικό ρόλο ελέγχου όλων των ισλαμικών τραπεζών ανά την υφήλιο. Σκοπός και φιλοδοξία , θεμιτή , αν και με υψηλό δείκτη γεωπολιτικής και όχι μόνο επικιδυνότητας αν αναλογιστεί κανείς ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες των βασικών Ισλαμικών τραπεζών.
Την δημιουργία της τράπεζας έχει αναλάβει η Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης που συμμετέχουν ισχυρές μουσουλμανικές χώρες όπως η Ινδονησία. Η προσπάθεια δημιουργίας της τράπεζας μετράει τρία χρόνια με τον Τούρκο αναπληρωτή πρωθυπουργό να αναγνωρίζει ότι η καθυστέρηση στην δημιουργία της τράπεζας έχει να κάνει κυρίως με την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία της τράπεζας αυτής ενδέχεται να επηρεάσει και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα αφού θα λειτουργεί σε διεθνή κλίμακα με τους παραδοσιακούς κανόνες που διέπουν την τραπεζική λειτουργία υπό την μουσουλμανική θρησκεία. Κάτι που σημαίνει δανειοδοτήσεις με μηδενικό επιτοκίο αποκλειστικά σε μουσουλμάνους επιχειρηματίες. Το αν η τράπεζα θα προχωρήσει και σε χρηματοδότηση αναπτυξιακών προτάσεων από μουσουλμάνους επιχειρηματίες δεν έχει ακόμη καταστή σαφές.
Αυτό που είναι σαφές είναι οτί η Τουρκία υπό τον πρόεδρο της , Ταγίπ Ερντογάν αρχίζει και αποκτά καθαρά ισλαμικά χαρακτηριστικά σε όλους τους τομείς δράσης ακόμη και στον τομέα της οικονομίας. Ένας τομέας που ο Τούρκος πρόεδρος είχε αφήσει ανέγγιχτο από ισλαμικές επιρρόες σε βαΘμό που είχε κατηγορηθεί κατά το παρελθόν ακόμη και για 'νεο-φιλελεύθερες πρακτικές'. Το αν αυτή η επιλογή από επιλογή εσωτερικής πολιτικής καταφέρει και μετουσιωθεί και σε διεθνή παράγοντα άσκησης οικονομκής πολιτικής, μένει να φανεί.