Ο Ταγίπ Ερντογάν, με τις οκτώ συνεχόμενες εκλογικές του νίκες, ως υποψήφιος δήμαρχος, πρωθυπουργός και πρόεδρος και τις δύο προηγούμενες επιτυχίες του στα δημοψηφίσματα του 2007 και του 2010 και κυρίως την βιολογική και πολιτική του επιβίωση, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον προηγούμενο Ιούλιο, επιδιώκει με το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου να επιβάλλει και θεσμικά την πολιτική του κυριαρχία στην γειτονική χώρα. Στα δύο προηγούμενα δημοψηφίσματα οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του νυν Τούρκου Προέδρου επιψηφίστηκαν, το 2007, από το 69% (19,4 εκατ) και το 2010 από το 57,8% (21,8 εκατ.) των Τούρκων ψηφισάντων.
Στα πλαίσια της τρέχουσας προεκλογικής εκστρατείας ο Ταγίπ Ερντογάν προβαίνει σε συνεχείς και κλιμακούμενες φραστικές επιθέσεις προς τις δυτικές πρωτεύουσες, ιδίως εκείνες που απαγόρευσαν την τέλεση προεκλογικών συγκεντρώσεων στο έδαφός τους. Η αντι-δυτική ρητορική, η οποία αντιτίθεται των παγιωμένων διπλωματικών πρακτικών, σύσσωμης της τουρκικής κυβέρνησης δεν δύναται να λογίζεται μόνο με ψηφοθηρικούς όρους. Ακόμη όμως και υπό αυτό το πρίσμα σημαίνει ότι ένα σημαντικό τμήμα του τουρκικού λαού επιδοκιμάζει την συγκεκριμένη φρασεολογία και πραξεολογία! Η πιο κρίσιμη ίσως παράμετρος του επερχόμενου δημοψηφίσματος συνίσταται στο το πώς θα ψηφίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες τουρκικής καταγωγής. Σίγουρα θα δημιουργήσει έντονο προβληματισμό, εφ' όσον πολίτες ευρωπαϊκών χωρών ψηφίσουν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιτρέπουν την συγκέντρωση των εξουσιών σ' ένα πρόσωπό και αποκλίνουν από εμπεδωμένες αξίες και πρακτικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωση του Ταγίπ Ερντογάν πως: «Οι οικογένειες των μαρτύρων, οι οικογένειες των ηρώων μας δεν πρέπει να ανησυχούν. Πιστεύω, αν θέλει ο Θεός, ότι το Κοινοβούλιο θα κάνει ό,τι πρέπει όσον αφορά τις αξιώσεις σας για τη θανατική ποινή μετά τις 16 Απριλίου». Συνδέοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με μία αμφισβητήσιμη λαϊκή απαίτηση, ο Πρόεδρος της γείτονος επιδιώκει να χειραγωγήσει το Κοινοβούλιο και να επιμερίσει το κόστος, σε διεθνές επίπεδο μιας πιθανής απόφασης, ή να πιστωθεί το εσωτερικό πολιτικό όφελος αν καταψηφιστεί το προτεινόμενο νομοσχέδιο.
Στα καθ' ημάς, ο Τουρκός υπουργός εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, προανήγγειλε ότι μετά από το δημοψήφισμα, θα πραγματοποιηθεί συνάντηση της τουρκικής κυβέρνησης με τα άλλα κόμματα, προκειμένου να αναζητηθεί μία ενιαία στάση από την πλευρά της Άγκυρας για τα ζητήματα που σχετίζονται με την Ελλάδα και το Αιγαίο. Η συγκεκριμένη δήλωση, όσο κι αν ορισμένοι την αποδίδουν στην προεκλογική περίοδο, μόνο εφησυχασμό δεν πρέπει να δημιουργεί στην ελληνική πλευρά. Είτε επικρατήσει, είτε ηττηθεί η κυβερνητική παράταξη στο προσεχές δημοψήφισμα θα συνεχιστεί η κλιμακούμενη αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο και οι αξιώσεις συγκυριαρχίας της επί της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια μέσου της κυοφορούμενης «επίλυσης».
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την εν εξελίξει κατάσταση με την Τουρκία ως την διαχείριση, ή καλύτερα την αποφυγή, μίας κρίσης, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για μια ιστορική καμπή για τον ελληνισμό. Για να αποτρέψουμε τον καλπάζοντα τουρκικό αναθεωρητισμό οφείλουμε να πρωτοστατήσουμε στην τιθάσευσή του και όχι να αναμένουμε από τους εταίρους ή άλλους περιφερειακούς δρώντες να το πράξουν ερήμην μας. Αν αναμένουμε να δικαιωθούμε χωρίς να συμπράξουμε, τότε απλώς θα βρεθούμε στην δυσάρεστη θέση να μας παροτρύνουν εταίροι και σύμμαχοι να αποδεχθούμε μέρος των τουρκικών αιτιάσεων. Η Αθήνα έχει την δυνατότητα να εκμεταλλευθεί την επιθυμία των δυτικών να αποδυναμώσουν τον αμετροεπή και πρόδηλα πλέον αντι-δυτικό Ερντογάν.
Αναδημοσίευση από neapolitiki.gr