Ο στόχος της συζήτησής μας -εκ του αντικειμένου τουΟικονομικού Φόρουμ των Δελφών στο οποίο συμμετείχα - οφείλει να υπερβεί τα δεδομένα της ελληνικής συγκυρίας. Ακριβώς γι' αυτό χρησιμοποίησα τον όρο «ελλειπτικά» αμέσως πριν - καθώς ο εθνικός μας διάλογος συχνά παραβλέπει το διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση της μεταρρύθμισης του μιντιακού τοπίου είναι μια συζήτηση όπου το εθνικό ενθυλακώνεται στο διεθνές, όπου το πολιτικό και το ρυθμιστικό γίνονται κομμάτι του τεχνολογικού, των δυνάμεων της «δημιουργικής καταστροφής» και της καινοτομίας.
Αρχικά, αν με έχει διδάξει κάτι η εμπειρία της 24Media στην Ελλάδα αλλά και η ευρύτερη ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο χώρο, είναι πως τα καλά ορισμένα όρια ανάμεσα στα μέσα - τα σύνορα ανάμεσά τους - τα τείχη μεταξύ τους - έχουν καταρρεύσει, τα έχουν υπερβεί οι ίδιες οι εξελίξεις, η ίδια η ζωή. Παλαιότερα, στο χώρο της επικοινωνίας, ήξερες πως σε διαφημιστικό επίπεδο, για παράδειγμα, έπρεπε να ακολουθήσεις μια άλλη πολιτική για το ραδιόφωνο, άλλη για την τηλεόραση, άλλη για το internet, άλλη για τις εφημερίδες - εθνικές και τοπικές.
Στην πραγματικότητα, πλέον, ως πολίτες, είμαστε καταναλωτές της ίδιας είδησης από διαφορετικά μέσα τα οποία παλεύουν επί ίσοις όροις για ένα κομμάτι της προσοχής σου, για λίγα δευτερόλεπτα από το χρόνο σου, είτε είναι το ραδιόφωνο που ακούς το πρωί στο αυτοκίνητο, είτε το internet στο κινητό σου μέσω εφαρμογών είτε η πλοήγηση στο διαδίκτυο από τον υπολογιστή του γραφείου σου, είτε τα νέα των 8 στην τηλεόραση. Ως μέσα, καλούμαστε πλέον να ανταγωνιστούμε παραδοσιακά brands, όπως η Nike, η Coca-Cola, η Apple για ένα ποσοστό του διαθέσιμου χρόνου προσοχής του καταναλωτή.
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να διεξαχθεί κάθε συζήτηση αναδιοργάνωσης του τοπίου των ΜΜΕ, είτε στη χώρα μας είτε σε άλλες χώρες. Μια πρόσθετη παράμετρος είναι αυτή του "personalization", του "custom-made", της αυξανόμενης προσωπικής στόχευσης του περιεχομένου, μια εξέλιξη η οποία ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση περί προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικότητας. Στην καμπάνια του Ομπάμα το 2012, βάσεις δεδομένων του δημοκρατικού κόμματος - συγκεκριμένα η βάση του Catalist που έχει δεδομένα για εκατομμύρια ψηφοφόρους - «παντρεύτηκε» με δεδομένα από τα κοινωνικά μέσα, με τραπεζικά δεδομένα πιστωτικών καρτών, με καταναλωτικά δεδομένα συνδρομών και με πληροφορίες των ίδιων των εθελοντών της καμπάνιας, για να συνθέσουν μια χαρτογράφηση του εκλογικού σώματος η οποία ήταν σε θέση να υπερβεί δραματικά τα όποια δεδομένα παράγουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Τοποθετώντας τις έτσι σε δεύτερο ρόλο, σε μια παράσταση που μέχρι πρότινος είχαν μάθει να πρωταγωνιστούν. Μέσα όπως οι NYTimes - μέσω του Nate Silver και των αλγορίθμων του - παρακολούθησαν αυτή την εξέλιξη από την πρώτη γραμμή και όχι από τα μετόπισθεν. Αυτή η συζήτηση ανοίγει σταδιακά και στην Ευρώπη, και μοιραία αφορά και τα ΜΜΕ, καθώς ξεπερνά πρόσθετα σύνορα, όχι απλώς ανάμεσα σε μέσα, αλλά ανάμεσα σε τεχνολογίες.
Στην Ελλάδα, φυσικά, έχουμε τα πρόσθετα συστατικά, μέσων που αγωνιούν για την επιβίωσή τους, ενός αρρύθμιστου τοπίου τόσο για την τηλεόραση όσο και για το ραδιόφωνο και για το διαδίκτυο - όπου, ειδικά για το τελευταίο, η ανωνυμία έγινε από ευκαιρία για έκφραση σε μεγάλο βαθμό απειλή για τους θεσμούς - αλλά και μιας διαφημιστικής πίτας που έχει συρρικνωθεί στα χρόνια της κρίσης και στην οποία συναντούσες πολιτικές και ''παρεοκρατικές'' λογικές συχνότερα από ό,τι θα έπρεπε. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη φάση, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ακριβώς γι' αυτό το λόγο μπορεί να γίνει ένα εργαστήριο, ένα δημιουργικό πείραμα μιας νέας κατάστασης. Είναι το γνωστό λεκτικό σχήμα της λέξης «κρίση» στα κινέζικα, όπου από τα δυο ιδεογράμματα το ένα περιγράφει τον κίνδυνο και το άλλο την ευκαιρία. Είναι καιρός, λοιπόν, να ξεκινήσουμε να αξιοποιούμε την ευκαιρία και να μην αφήσουμε την κρίση να πάει χαμένη.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: στην Ελλάδα μιλάμε συχνά για «σύστημα», για «κατεστημένο», ωστόσο όποιος στην πραγματικότητα έχει καταφέρει να προοδεύσει σε αυτή τη χώρα, τολμώ να πω και σε κάθε χώρα, αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει «σύστημα» με τους όρους που όποιος είναι έξω από την αρένα συχνά το φαντασιώνεται. Το σύστημα είναι κάτι άλλο. Είναι ο τρόπος λειτουργίας των ηγετών ενός κλάδου ή μιας χώρας, το modus operandi, οι κανόνες βάσει των οποίων λειτουργούν και η κουλτούρα τους. Και, υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή συστήματος, γενική αλλά και ειδική για τον κλάδο των ΜΜΕ. Και μάλιστα άμεσα.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο γνώμης, μια αρθρογράφος του Guardian, η Emily Bell, έγραψε πως η έννοια του «εκδότη», το concept «εκδότης», έχει τελειώσει υπό την παραδοσιακή του οπτική, αφορά το χθες. Όπως αντιλαμβάνεστε, με αυτό δεν εννοούσε πως τελείωσε η διαδικασία του να εκδίδεις περιεχόμενο, το αντίθετο. Η αναφορά της είναι ρητή ως προς τους βαθμούς ελευθερίας που έχει ένας εκδότης ως προς το περιεχόμενο του οργανισμού που διοικεί, αναφερόταν δηλαδή στην πολιτική επιρροή του εκδότη, μια έννοια με την οποία είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι στην Ελλάδα, ίσως περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε. Οι πιο σημαντικές αποφάσεις πλέον λαμβάνονται σε επίπεδο συσκευής - όπως μας διδάσκει η πρόσφατη δικαστική διαμάχη της Apple αναφορικά με την ασφάλεια των συσκευών της - σε επίπεδο διακομιστή ή ακόμα και σε επίπεδο πλατφόρμας.
Αναλογιστείτε το εξής: πριν από λίγες ημέρες, το βασικό νέο στο χώρο των ΜΜΕ στη Μ. Βρετανία ήταν ότι μια τηλεφωνική εταιρία, η Three, αποφάσισε να μπλοκάρει τις διαφημίσεις στο δίκτυό της από όλες τις ιστοσελίδες τις οποίες βλέπουν οι συνδρομητές της. Η διαφήμιση σε κινητά είναι μικρό κομμάτι από τα έσοδα των σχετικών ομίλων, ωστόσο είναι ένα κομμάτι της πίτας το οποίο διαρκώς αυξάνεται. Δεν ξέρω αν αυτή η πολιτική θα προσβληθεί από τα αρμόδια ρυθμιστικά όργανα της Ε.Ε. - ενδεχομένως αυτό θα γίνει - ωστόσο δίνει μια γεύση των πραγματικών διακυβευμάτων του κλάδου.
Σε συνάρτηση με όσα ανέφερα πριν, είναι αυξανόμενα σαφές πως για μια εμπειρία 360 μοιρών για τον καταναλωτή, όπως διαμορφώνεται, όπου το μήνυμα χρειάζεται περισσότερα του ενός μέσα για να φθάσει στο δέκτη του, χρειαζόμαστε και ομίλους 360 μοιρών που θα συνθέτουν τα συστατικά αυτού του μηνύματος, αυτής της εμπειρίας. Συνεπώς, με αυτή την έννοια και στο βαθμό κατά τον οποίο εμφανίζουμε μια μικρή υστέρηση στην Ελλάδα, ως ευρύτερος κλάδος των ΜΜΕ θα πρέπει να αφουγκραστούμε και να εκτελέσουμε μια μετατόπιση. Η μετατόπιση αφορά στο πως θα επιλέξουμε να κινηθούμε εμείς οι ίδιοι σε συνάρτηση με την πολιτεία. Θα διεκδικήσουμε μια στενή προσοδοθηρία με παλαιούς όρους επιρροής; Ή θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στο χτίσιμο ενός σοβαρού θεσμικού πλαισίου, συμβατού με τις διεθνείς εξελίξεις, το οποίο να προβαίνει σε μια έξυπνη ρυθμιστική πολιτική για κάθε τεχνολογικό μέσο; Το ζήτημα είναι η έκβαση του παιχνιδιού; Ή μήπως είναι το να ορίσεις υγιείς κανόνες του παιχνιδιού, σε ένα παιχνίδι το οποίο αλλάζει συνεχώς, σε ένα γήπεδο το οποίο το ίδιο καθαυτό είναι ασταθές; Τα ερωτήματα αυτά, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να αποδειχτούν ρητορικά.
* Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την ομιλία του Δημήτρη Μάρη στο Delphi Economic Forum, στη συζήτηση με θέμα «Στρατηγικές μεταρρύθμισης των ΜΜΕ», με συντονίστρια της συζήτησης τη δημοσιογράφο Πόπη Τσαπανίδου και συνομιλητές τους: Θεοχάρη Φιλιπόπουλο, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο των Αττικών Εκδόσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, Οικονομική Σύμβουλος του ΟΟΣΑ και Fabrizio D' Angelo, πρώην Διευθύνοντα Σύμβουλο του Burda International, ενός από τους μεγαλύτερους media οργανισμούς στον κόσμο.