Ήταν ζωγράφος, εικαστικός, γκαλερίστας, ποιητής, αρθρογράφος, χρονικογράφος της Αθήνας, της πόλης που πέρασε όλη του τη ζωή και την ήξερε σαν την παλάμη του χεριού του. Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας γραφίστας - οι εκδόσεις και τα περιοδικά που έστηνε, χειράνακτα τότε, αποτελούν εξαίσια, μοναδικά δείγματα συνταιριάσματος της underground κουλτούρας και αισθητικής με την ειλικρίνεια και το θάρρος της άποψης. Τα εξώφυλλά του μοιάζουν κεντημένα, πολλές σελίδες «στέκονται» σαν αυτόνομα έργα τέχνης.
Γεννήθηκε το 1928 και πέθανε το 2009 - παραιτήθηκε, αφέθηκε να «φύγει» όταν (σχεδόν) έχασε την όρασή του. Πως να ζήσει ένας τέτοιος άνθρωπος, των εικόνων και των λέξεων, τυφλός; Στη ζωή του ήρθε σε επαφή, συνδέθηκε φιλικά και συνεργάστηκε με όλη την ελληνική ιντελιγκέντσια, τους γνώρισε και τους έμαθε όλους, βραβευμένους και «καταραμένους», από την καλή και την ανάποδή τους... Ο ίδιος αρνήθηκε επίμονα, διαχρονικά να μπει σε «κύκλους» και κλίκες, κατέκρινε κάθε παρεάκι που βαίνει προς μικρό ή μεγάλο κατεστημένο - της πολιτικής, της Τέχνης, της ζωής (μας) εντέλει. Έζησε αυτεξούσια και αντεξουσιαστικά - ελεύθερα, με νου και λόγο αιχμηρό, μια σωκρατική αλογόμυγα που πλανιόταν πεζή στη σύγχρονη πόλη. Δεν του πρόσφεραν κώνειο, δικάστηκε όμως 26 φορές γιά ποινικά καί αστικά αδικήματα- καί αθωώθηκε τις 25. Μερικές από τίς κατηγορίες: δυσφήμιση, αυτοδικία, ύπεξαίρεση εύτελούς άξίας, καταδολίευση, άδικήματα διά του τύπου, εγκωμίαση εγκλημάτων, άσεμνα δημοσιεύματα, σύσταση καί συμμετοχή σε τρομοκρατική όμάδα.
Έγραψε ο ίδιος, προς τα τέλη του βίου του: «”Ο κακός των Εξαρχείων” - δηλαδή εγώ- εβδομήντα εννέα ετών σήμερα... ανάμεσα σε στρατιές λιποταχτών... αναγνωρίζω κάποιον φανατισμό στη συμπεριφορά μου και κάποια τάση φυλετικής/πολιτικής νεύρωσης, κινούμενος μεταξύ των συμπατριωτών μου, κατάσταση που με ερεθίζει και με κάνει να συμπεριφέρομαι ως επιθετικός ρατσιστής της ίδιας μου της φυλής, κυρίως όταν συνέλληνες συμπεριφέρονται σαν έποικοι μέσα στον ίδιο τους μίκρο-ιδιόκτητο, οικείο ελληνικό χώρο, επιδιώκοντας να με εκδιώξουν από το μοναδικό μου στέγαστρο που λέγεται: Ελευθερία του Λόγου».
Ήταν ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Οι δύο γιοι του, ο Νικόλας και ο Αλέξης, μιλάνε στη HuffPost για αυτόν- τον σπάνιο, προικισμένο και ιδιότυπο, αγαπημένο τους πατέρα.
Νικόλας Χρηστάκης: Χρειάζεται μια ακόμη γενιά για να ξεπεραστεί ο πατέρας μου.
Συναντιόμαστε με τον Νικόλα Χρηστάκη στο σπίτι του στο Χαλάνδρι - απέναντι από το γραφείο του δεσπόζει ένας εντυπωσιακός, μεγάλων διαστάσεων πίνακας του πατέρα του, Λεωνίδα Χρηστάκη. «Θα είναι μια συνέντευξη ενός γιού για τον πατέρα του. Πως τον θυμάστε;», τον ρωτάω.
«Ο πατέρας μου ήταν, καταρχάς, η απουσία του. Από έξι μηνών με μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά μου - ήταν αρκετά φωτισμένοι, προοδευτικοί άνθρωποι, αλλά όχι ”Χρηστάκηδες” βέβαια. Τον πατέρα μου τον έβλεπα σπάνια, μια-δυο φορές το μήνα, οπότε μπορεί να κοιμόμουν και σπίτι του», μου λέει.
- Είχατε επαφή πάντως.
Πάντοτε. Αλλά για μένα ήταν κυρίαρχη αίσθηση η απουσία του. Και το ερωτηματικό για το τι συνέβαινε: στη ζωή του, στη ζωή μου σε σχέση με αυτόν, ποιος τελικά ήταν αυτός ο περίεργος τύπος, με το μούσι και τον μπερέ των σουρεαλιστών εκείνης της εποχής, που έκανε περίεργα πράγματα. Γιατί σταδιακά από τη ζωγραφική- σαν ζωγράφος είχε ξεκινήσει- το γύρισε στις εκδόσεις και τα περιοδικά, τον «Κούρο», το «Panderma»...
- Να μιλήσουμε για τη ζωγραφική και τα εικαστικά του Λεωνίδα Χρηστάκη;
Έκανε πάρα πολλά χιλιάδες έργα, πορτρέτα κυρίως. Και αντικείμενα - θυμάμαι την έκθεσή του με τους χαρταετούς κάθε είδους.
- Πετούσαν κιόλας;
Νομίζω σχεδόν όλοι. Αλλά ήταν έργα τέχνης, σε περίεργα σχήματα και ο καθένας παρουσίαζε κάτι. Αρχή της Χούντας τότε, είχε κάνει τη Βουλή σε τεράστιο χαρταετό. Έκανε κάτι πίνακες όπου ήταν ένα φόντο και έπαιρνες ένα πολύχρωμο κομμάτι ξύλο που το καρφίτσωνε ο επισκέπτης της έκθεσης σε όποιο σημείο του πίνακα ήθελε.
- Διαδραστικό.
Ναι, διαδραστικό, αυτοαισθητικό αντικείμενο εποχής, του άρεσαν αυτά. Και δεν είχαν ξαναγίνει στην Ελλάδα.
Όσο μιλάμε παρατηρώ με θαυμασμό τις δύο ανθρώπινες φιγούρες, σχεδόν φυσικών διαστάσεων, του πίνακα που (δια)κοσμεί τον μικρό χώρο. «Σαν να μας κοιτούν διαπεραστικά» και «μου θυμίζει Γκωγκέν», του λέω.
«Θα σου πω την ιστορία αυτού του πίνακα. Πριν λίγα χρόνια με πήρε τηλέφωνο μία κυρία και με ρώτησε “είσαι ο Νικόλας Χρηστάκης, ο γιος του Λεωνίδα;”- μου έχει τύχει αρκετές φορές στη ζωή μου να μου κάνουν αυτή την ερώτηση, για διάφορους λόγους, ευχάριστους και δυσάρεστους... Παραδείγματος χάριν, “ο πατέρας σας μου χρωστάει δεκαπέντε νοίκια κι εσείς που είστε πανεπιστημιακός πρέπει να καταλάβετε...”. Έδινε (ο πατέρας μου) το τηλέφωνό μου ως εγγυητή, χωρίς να το ξέρω.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κυρία ήταν δακτυλογράφος και μου είπε ότι πριν από χρόνια της είχε υπαγορεύσει ο πατέρας μου ένα βιβλίο που έγραφε- και της είχε υποσχεθεί κάποια χρήματα τα οποία δεν είχε να της δώσει. Τελικά την πλήρωσε με αυτόν τον πίνακα- εγώ δεν είχα τέτοιο έργο του Χρηστάκη και δέχτηκα να τον αγοράσω για 400 ευρώ. Έχει φθορές, πρέπει να περάσει από συντηρητή για να λάμψει- είναι παλιός, του ’59. Εγώ είμαι του ’58 (γελάει)».
Στον τοίχο κρέμεται το πορτρέτο ενός εφήβου. «Εγώ είμαι, 15 χρονών», μου λέει. «Τον είχανε πείσει η μητέρα μου και η Μαρία (δεύτερη σύζυγός του) να μου κάνει ένα πορτρέτο - δεν είχε καμιά σχέση με τη ζωγραφική πια, δέχτηκε χωρίς πολύ ενθουσιασμό. Τον θυμάμαι να μου λέει, «εντάξει, είσαι έτοιμος; Πάω να τραβήξω μια μαλακία τώρα, έτσι κάνουν οι καλλιτέχνες πριν ζωγραφίσουν... Αυτόν τον (αυτό)σαρκασμό και το χιούμορ είχε συνέχεια».
- Γιατί την παράτησε τη ζωγραφική;
Τη βαρέθηκε, θεώρησε ότι είναι μια μπούρδα και κάτι πολύ μικροαστικό. Δεν τον ενδιέφερε η καριέρα του ζωγράφου, θεώρησε ότι η ζωγραφική δεν του επέτρεπε να ζήσει και να εκφραστεί όπως ήθελε και όλο το εικαστικό ταλέντο του έβγαινε πλέον στα περιοδικά, που ήταν όλα τους αριστουργηματικά. Ήταν καταπληκτικός γραφίστας, έκανε εξώφυλλα βιβλίων που είναι (σαν) καλλιγραφίες, «κένταγε»... Και μπορούσε να στήσει μόνος του ένα ολόκληρο περιοδικό.
- Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε κάπως τα περιοδικά του Χρηστάκη, ή δεν «κατατάσσονται»;
Ο Χρηστάκης εκτός από περιοδικά έφτιαχνε και δικές του εκδόσεις- «Χάος και Κουλτούρα», «Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης», «Ιδεοτσέπη»- που έβγαζαν μικρά βιβλιαράκια. Τα έκανε τρομερά γρήγορα, βιαστικά, αλλά είχε τρομερή αντίληψη στο γούστο. Τα περιοδικά του υπήρξαν κι αυτά εκδόσεις τέχνης και έκφρασης. Εκεί κατάλαβα ότι «παιζόταν» κάτι που δεν ήταν η τέχνη του «σαλονιού», αλλά το underground- όχι ως κίνημα αλλά σαν βίωμα, μια μικρή ρωγμή της κανονικότητας. Ερχόταν εκεί να γράψουν και να σχεδιάσουν άνθρωποι που δεν ήταν καλλιτέχνες με τη «βούλα»- έστελνε κάποιος μερικά ποιήματα με το ταχυδρομείο και αν του άρεσαν, τα δημοσίευε. Πάρα πολλοί πρωτοεμφανίστηκαν στα περιοδικά του πατέρα μου, άλλοι εξαφανίστηκαν, άλλοι έγιναν διάσημοι- κάποιοι από αυτούς απαρνήθηκαν το «χρηστακικό» τους πέρασμα. Μετά έκανε το «Ιδεοδρόμιο» και έγινε η Βουγιουκλάκη του περιθωρίου- το είχε πει κάποιος και του άρεσε πολύ του πατέρα μου σαν ατάκα.
- Αγαπημένα του θέματα;
Οι αλήτες, οι περιθωριακοί, οι ποιητές, οι αυτόχειρες, οι παραγνωρισμένοι, οι αυτοκαταστροφικοί- τον ενδιέφερε η διάγνωση του περίεργου, του διαφορετικού.
«Το Ιδεοδρόμιο ειδικά λειτούργησε σαν ένας πυρήνας όπου καινούργιες ιδέες στην τέχνη ή στην πολιτική παρουσιάζονταν πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μεταφρασμένες ”στο πόδι”, πρόχειρα, αλλά με ένα τρομερό κόνσεπτ όσον αφορά την αμφισβήτηση, την αντί- εξουσία, το εναλλακτικό. Και το έκανε ο Χρηστάκης αυτό με έναν τρόπο αξεπέραστο και μοναδικό στον οποίο έχουν εντρυφήσει οι πάντες (στον χώρο), χρειάζεται μια γενιά ακόμη για να εξαφανιστούν οι επιδράσεις του. Αν σου πω όλα τα «μεγάλα ονόματα» της ελληνικής τέχνης και διανόησης που έχουν περάσει από ’κει, η λίστα θα είναι ατέλειωτη».
- Ο ίδιος ήταν τόσο μποέμ, όσο «θρυλείται»;
Όταν βρισκόμουν στο περιβάλλον του πατέρα μου, ήταν πάντοτε μια ενδιαφέρουσα εμπειρία- διάβαζα ποιήματα, έβλεπα σχέδια, ή μου πρότεινε καινούργιους δίσκους, όπως το “Exile on Main Street” των Rolling Stones, που αυτός μου το χάρισε. Ανακάλυψα σιγά σιγά ότι ο πατέρας μου ήταν φοβερός τύπος αλλά δεν έκανε για οικογένεια. Η σχέση του με το χρήμα και την κανονικότητα ήταν διαταραγμένη. Λέω συμπαθητικά το «διαταραγμένη», αλλά μπορεί να γίνει και αντιπαθητικό. Χρώσταγε, έφευγε από τα σπίτια που νοίκιαζε, δεν πλήρωνε το ρεύμα, διάφορα. Πάντως δεν είχε ποτέ χρήματα, τα ξόδευε- όχι σε μαλακίες και πολυτέλειες, δεν είχε ποτέ καν αυτοκίνητο.
- Δεν είχε ιδιόκτητη περιουσία;
Εδώ δεν είχε ταυτότητα- έβγαλε μετά από χρόνια και μόνο για να ταξιδεύει. Δεν είχε τίποτα. Τα χρήματα τα ήθελε μόνο για να «περνάει» και για να πληρώνει το χαρτί και τον τυπογράφο του Ιδεοδρόμιου.
- Από που μπορεί να προερχόταν αυτή η μη-κανονικότητα;
Ο Χρηστάκης μεγάλωσε σε μια δύσκολη εποχή, στην Κατοχή και ο πατέρας του βρέθηκε νεκρός κάτω από περίεργες συνθήκες όταν ο ίδιος ήταν 14-15 χρονών. Πρέπει να ήταν τεράστιο σοκ για αυτόν. Νομίζω ότι ο τρόπος που διαχειρίστηκε τα βιώματα της Κατοχής, την πείνα, την κακουχία, τον φόβο, τον έκανε να μην μπορεί να ζει κανονικά. Δεν τον ενδιέφερε να ζει κανονικά. Και ασχολήθηκε μόνο με την τέχνη.
- Ιδεολογικά που βρισκόταν;
Δεν είχε ιδεολογία. Και δεν τον ενδιέφερε κιόλας, να πιστεύει το ίδιο πράγμα για πολύ ώρα και με πολλούς ανθρώπους μαζί. Οι πολλές ζυμώσεις, οι ομάδες, τα γραφειοκρατικά, δεν τα άντεχε καθόλου αυτά- και να ανήκει σε ομάδες, με κυρίαρχη ιδεολογία και καταστατικό, το θεωρούσε σταλινικό αμέσως.
- Δεν ήταν αναρχικός;
Όχι. Απλά ήταν ένα περιβάλλον με το οποίο είχε συνάφειες, όπως και με τους μπίτνικ. Περισσότερο τον ενδιέφερε να βλέπει πως ζούνε οι διάφοροι- από τους μπίτνικ μέχρι τα μέλη της «Μπάαντερ-Μάινχοφ». Ξέρεις, έτυχε να τους γνωρίσει, τον έναν τον έκρυβε κάποτε. Είχε κατηγορηθεί ως τρομοκράτης- γιατί είχε βγάλει ένα βιβλίο (Οδηγίες προς τους αδελφούς Κυπρίους) με οδηγίες για την κατασκευή μολότοφ - αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Δεν είχε σχέση ο ίδιος με βία, καμία, ποτέ-δε γούσταρε.
- Είχα πάντα την απορία πως ένας τόσο ελευθεριακός άνθρωπος τα «έβγαλε πέρα», μάλιστα με τόσο ιδιότυπο τρόπο, εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που μου φαίνονται τόσο μαύρα...
Τα σημερινά είναι πιο μαύρα νομίζω αλλά θα σου απαντήσω για τον Χρηστάκη- εργαζόταν σαν γραφίστας και έκανε παρέα με την «αφρόκρεμα» της εποχής, τους μεγαλύτερους ποιητές και ζωγράφους, δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην τον ήξερε. Με τους περισσότερους είχε σχέσεις «αγάπης- μίσους»- μπορούσε να γίνει χυδαίος και «ψιλοκατίνα», πάντως έβγαζε τα άπλυτά τους στη φόρα. Πολλοί τον φοβόντουσαν και οι περισσότεροι σταμάτησαν να του μιλάνε.
- Στη Χούντα τι έκανε;
Έβγαζε τα περιοδικά του. Κατά καιρούς «του τη βάραγε» και έκανε διάφορα, είχε μηνύσει την αμερικανική πρεσβεία για διατάραξη κοινής ησυχίας, επειδή του στέλνανε φυλλάδια. Ο μύθος λέει ότι είχε κλέψει μια λίστα με όλους τους Έλληνες υπότροφους “Ford”. Αυτή ήταν μια μεγάλη καμπή στη ζωή του και στον τρόπο σκέψης του, όταν κατάλαβε ότι αυτοί που θεωρούσε αμφισβητίες, ήταν έτοιμοι να πάρουνε την επιχορήγηση Ford και να βουλώσουν το στόμα τους. Λειτούργησε αυτό ως αφορμή, υποτίθεται, για να στραφεί στην καθαρά πολιτική δράση, με τον τρόπο του βέβαια.
«Πάντα ήταν δύσκολος άνθρωπος, εριστικός- είχε ένα υπαρξιακό στρες που δεν τον άφηνε ποτέ να ηρεμήσει, ήταν συνεχώς στην πρίζα. Και είχε σκληρές όψεις, μπορούσε να σου επιτεθεί πολύ άγρια, αν στον παραστήσω θα τρομάξεις. Πάθαινε φοβερές κρίσεις νεύρων, έβριζε. Ήταν ανυπόφορος, εκρηκτικός. Τον θαύμαζα και τον φοβόμουν για πολλά χρόνια».
- Και τον θαυμάζατε;
Γιατί ήταν φοβερά δυνατός σε ότι έκανε, σκεφτόταν, έλεγε. Είχε τρομερό χιούμορ, ήταν πολύ γοητευτικός, σε έπειθε-αλλά μπορεί να σε «κρέμαγε» μετά.
- Σας «τιμούσε» ως συνομιλητή;
Ναι, εγώ δεν τον τιμούσα όταν ήμουν νεότερος. Τα φοβερά χρόνια του Ιδεοδρομίου, σπούδαζα στη Γαλλία- μου ταχυδρομούσε κάθε τεύχος αλλά δεν με ενδιέφερε καθόλου, μέχρι που μερικά τεύχη τα πέταγα. Έχω μετανιώσει για αυτό. Μόνο όταν άρχισα να εργάζομαι ως κοινωνικός επιστήμονας και ερευνητής άρχισε να με ενδιαφέρει κάπως αυτό που έκανε ο Χρηστάκης. Η σκέψη του ήτανε πολύ μπροστά από τη δική μου αλλά, συγχρόνως, εξαιρετικά πρόχειρη, μου φαινόταν εντελώς διαισθητική. Αυτός ρωτούσε τη γνώμη μου αλλά με την πρώτη ευκαιρία μου τα «έχωνε» κιόλας: «έγινες κι εσύ ένας γαμημένος πανεπιστημιακός»... Άργησα να τον καταλάβω, τι ήθελε να πει και πως έβλεπε τα πράγματα.
- Σας επηρέασε;
Νομίζω πάρα πολύ. Ποτέ δεν ανήκα σε κυκλώματα, πολιτικά κόμματα, στο πανεπιστήμιο προσπαθούσα να ασχολούμαι με θέματα δύσκολα στην Ελλάδα. Και τώρα που τελειώνω την καριέρα μου, με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο να γράφω και να κάνω τα δικά μου. Και να είμαι χειροτέχνης.
Αλέξης Χρηστάκης: Ο γέρος μου ήταν «ακτήμων καλλιεργητής», μοναχικός λύκος της Τέχνης.
«Μεγάλωσα βλέποντας τον πατέρα μου, πρωί-πρωί, η πρώτη του δουλειά να είναι στη μονταζιέρα. Ήξερε πολύ καλό μοντάζ, σελιδοποίηση, μπορούσε να φτιάξει οτιδήποτε. Τότε όλα γίνονταν με τυπογράφους και φιλματζήδες- αυτός συνεργαζόταν με κάποιους φιλματζήδες στην Χαριλάου Τρικούπη, οι οποίοι ήτανε κωφάλαλοι και συνεννοούνταν μαζί τους στη νοηματική, την είχε μάθει κάπως. Εκεί έκανε τα φιλμ- όλα αυτοσχέδια, γράψιμο σε ηλεκτρικές γραφομηχανές IBM και μοντάρισμα στη μονταζιέρα χειροκίνητα. Είχε μάθει σε πολύ κόσμο μοντάζ- πολλών μεγάλων, πλέον, εκδοτικών οίκων, τα πρώτα τους βιβλία ο Χρηστάκης τα έβγαλε, αυτός τους έδειξε το “know how” για τα χαρτιά, τις ατέλειες, τα φιλμ».
«Όταν κάποιος (από τους φίλους, τους συνεργάτες του) έβγαζε λεφτά, ή έκανε κάτι αντίθετο με την ελευθεριακή ιδεολογία του Χρηστάκη, τον έκανε πέρα και ο καθένας τράβαγε το δρόμο του. Έτσι ήτανε πάντα, δεν ήθελε να έχει ακολούθους. Και αν κάποιος τον θαύμαζε και κόλλαγε πάνω του, τον έβριζε και τον έδιωχνε».
«Σαν χαρακτήρας ήταν φοβερά επιθετικός, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η πιο συχνή του κουβέντα ήταν ”αυτόν θα τον χέσω”- όλους τους ”έχεζε” και δε μπορούσαν κιόλας να διαμαρτυρηθούν γιατί είχε δίκιο σε αυτά που τους πρόσαπτε. Λειτουργούσε σαν ”κόσκινο», όλων- θυμάμαι ανθρώπους, πρωμένους αντιεξουσιαστές στη νεότητά τους, να μετράνε χιλιάρικα με ένα πούρο στο στόμα αργότερα».
«Ήταν άνθρωπος της αλήθειας ο Χρηστάκης, δεν ήθελε να πουληθεί, ούτε να ”ανήκει” σε κάποιον, οπουδήποτε. Για αυτό δε συνεργάστηκε ποτέ με mass media και οτιδήποτε του συστήματος, το απέφευγε. Πολλοί του είχανε προτείνει μια θέση στην εταιρεία τους- είχε φιλική σχέση με την Ελένη Βλάχου της «Κ», από τον οργανισμό Λαμπράκη επίσης γνωστοί δημοσιογράφοι τον εκτιμούσαν, του ήταν πολύ εύκολο να γράψει ένα άρθρο σε μια εφημερίδα. Αλλά ποτέ δεν το θέλησε. Έδινε συνεντεύξεις ο ίδιος αλλά μέχρι εκεί, δεν ήθελε να γράφει σε mainstream περιοδικά, είχε τα δικά του (περιοδικά). Και τα κείμενά του ήταν έντονα επιθετικά, μόνο λογοκριμένα θα μπορούσαν να ”παίξουν” εκεί, θα έπρεπε κάποιος να τα ”σουλουπώσει» και ο Χρηστάκης δεν ανεχόταν καμιά επέμβαση, καμία παραποίηση. Φυσιολογικά απείχε από αυτή την κατάσταση.
«Φίλοι του ήταν κυρίως άνθρωποι από τον χώρο της διανόησης, οι κολλητοί του από εκεί προέρχονταν και με τους πιο ”καθαρούς” από αυτούς, με όσους παρέμεναν «καθαροί», είχε πάντα συνεργασία και βρισκόντουσαν. Ο (Πητ) Κουτρουμπούσης, ο (Τεό) Ρόμβος, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Λάζαρος Ζήκος, ο Ορέστης Δαβίας, ο Μάκης Μηλάτος, αυτοί παρέμειναν φίλοι του για πάντα».
«Ήμουν γύρω στα δεκαπέντε και ήρθαν ο Βέκιος και ο Δρόλαπας, μέλη και οι δυο τους των ″Βαβούρα Band”, να τυπώσει ο γέρος μου το εξώφυλλο της πειρατικής κασέτας ″Ντίσκο Τσουτσούνι”, που είχε βγάλει ο μακαρίτης ο Πανούσης με τις ″Μουσικές Ταξιαρχίες”- το θυμάμαι αυτό το εξώφυλλο. Είχε μια πολύ γυμνασμένη τραβεστί, με τα βυζιά έξω, έτοιμη να ρίξει μπουνιά».
«Θυμάμαι τον Άσιμο να δίνει τις κασέτες του, στα Εξάρχεια, στο Πολυτεχνείο- φώναζε στον κόσμο ”Γιατί φοράς κλουβί;” και τον κοιτάζανε περίεργα. Με τον γέρο μου ήτανε φίλοι - έμενε στην Αραχώβης τότε ο Άσιμος και τον βλέπαμε σχεδόν καθημερινά. Μια φορά τον κυνήγαγε η αστυνομία και τον βλέπω απ’ το παράθυρο του πρώτου ορόφου που μέναμε τότε, έρχεται έξω από το σπίτι με αλυσίδες και λουκέτα και δέθηκε σε μια κολόνα. Και όταν ήρθε η αστυνομία, κατάπιε τα κλειδιά από τα λουκέτα μπροστά τους. Δυο ώρες παιδευόντουσαν να τον λύσουνε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έκανε έξω απ’ το σπίτι του πατέρα μου, ίσως σαν ”χάπενιγκ”, για να τον δει ο Χρηστάκης και μετά να μαθευτεί».
«Συνήθως εκείνες τις εποχές ο γέρος μου νοίκιαζε μαγαζιά, ή παλιά σπίτια με πολλά δωμάτια. Στα μαγαζιά τους ενιαίους χώρους τους επιμέριζε σε δωμάτια που διαμόρφωνε με τις βιβλιοθήκες του- είχε άπειρα βιβλία και έφτιαχνε αυτοσχέδιες βιβλιοθήκες από νοβοπάν. Και κάθε φορά που αλλάζαμε σπίτι, κουβαλούσαμε όλα αυτά τα χιλιάδες βιβλία και περιοδικά- και όλη την ύλη του Ιδεοδρομίου».
«Στο Ιδεοδρόμιο είχε δημοσιεύσει κάποια άρθρα περί καταλήψεων στην Ολλανδία και πολλές νομικές πληροφορίες για το πως μπορεί κάποιος να καταλάβει έναν χώρο που δεν χρησιμοποιείται. Δυο βδομάδες μετά την κυκλοφορία του τεύχους έγιναν οι πρώτες καταλήψεις στην Αθήνα και στην Ελλάδα, στην Ερεσσού και τον κυνήγησαν ως «ηθικό αυτουργό», προφυλακίστηκε κιόλας. Όσο ήταν «μέσα», οι συνεργάτες του κυκλοφόρησαν το επόμενο τεύχος με ένα σπίρτο κολλημένο σε κάθε περιοδικό- και μέσα είχε ένα κείμενο που «πρότεινε» να φυλακίσουν και όλους τους περιπτεράδες, αφού αυτοί πουλάνε τα σπίρτα που χρησιμοποιούν οι εμπρηστές...».
«Η οικονομική του κατάσταση ήταν μηδενική. Δεν είχε καμία σχέση με εφορία, δημόσιες υπηρεσίες, ποτέ δεν πλήρωνε το ρεύμα. Κάποια στιγμή έβγαλε και ”τρελόχαρτο” γιατί έλεγε ότι οι τρελοί δεν έχουν ΑΦΜ. Όλη η δουλειά γινόταν μαγικά, απ’ το τίποτα. Δεν έμενε κέρδος, ούτε είχε άλλους πόρους, ενοίκια, μετρητά, οτιδήποτε που θα μπορούσε να χρηματοδοτεί αυτή την κατάσταση. Για αυτό έλεγε πάντα ”εγώ είμαι ένας ακτήμων καλλιεργητής”. Και ήταν ένα από τα πρώτα που είχα προσέξει- όλοι οι διανοούμενοι φίλοι του είχαν κάποιο οικονομικό background για να μπορούν να κάνουν την τρελλίτσα τους, ενώ ο ίδιος από αυτό και για αυτό ζούσε. Η τρέλα του και η επιθυμία του να κάνει αυτό που ήθελε ήταν τόσο μεγάλη που πάντα κατάφερνε να έχει αυτά που χρειάζεται. Δεν τον ενδιέφερε ποτέ το ”αύριο”- δε ζούσε απλώς το ”σήμερα”, ζούσε το ”τώρα”».
Ο πατέρας μου είχε κάνει πολλές γκαλερί- μόλις πήγαιναν καλά, βαριόταν και τις «χαλούσε», έκανε κάτι άλλο, έτσι ήταν με όλα τα πράγματα. Κάποτε είχε κάνει μια γκαλερί στην (οδό) Γιάννη Σταθά, στο Κολωνάκι- έκανε πολλές σημαντικές εκθέσεις εκεί, μάλιστα είχε ξεκινήσει με μια έκθεση του Μίνω Αργυράκη όπου είχε έρθει όλη η Αθήνα. Πολλοί παρουσίαζαν τα έργα τους εκεί και, φυσικά, ο Χρηστάκης τα δικά του. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις του ήταν όταν είχε αγοράσει θαλασσογραφίες, πολύ κλασικές, με τεράστιες χρυσές κορνίζες- «Το Περιεχόμενο της Τέχνης είναι για τα Σκουπίδια» είχε ονομάσει εκείνη την έκθεση. Είχε βάλει και μια πολύ φουτουριστική μουσική, με ήχους και κρουστά, και κάθε μισό λεπτό έπαιρνε ένα μικρόφωνο και φώναζε «το περιεχόμενο της τέχνης είναι για τα σκουπίδια». Στα εγκαίνια ήρθε και ένα συνεργείο της ΥΕΝΕΔ να του πάρει συνέντευξη και ενώ μιλούσε, εκνευρίστηκε και άρχισε να σκίζει με μανία τους πίνακες, μπροστά στην κάμερα. «Σας παρακαλώ, ηρεμήστε κύριε Χρηστάκη» του έλεγε η δημοσιογράφος αλλά αυτός δε σταμάταγε.
«Τον ενδιέφερε πολύ η εξέλιξη της γενιάς των beat- τους παρακολουθούσε μέσω αλληλογραφίας και περιοδικών, όπως το Rolling Stone, που του έστελναν φίλοι από το εξωτερικό. Είχαν έρθει και στην Ελλάδα κάποιοι από τους beat γραφιάδες, σύχναζαν στη Δεξαμενή. Απ’ ότι μου είχε πει ο γέρος μου ήταν όλοι τους τοξικομανείς και, τότε, στην Αθήνα δεν κυκλοφορούσε πρέζα στους διανοουμενίστικους κύκλους. Πρέζα είχανε τότε οι λαϊκοί τύποι, με αυτούς δεν είχανε επαφές και, τελικά, βρήκανε μορφίνες από κάποιο φαρμακείο. Έτσι μπορέσανε και μείνανε εδώ».
«Θυμάμαι από φίλους και παρέες του πατέρα μου τον Σαββόπουλο, τον Κολλάτο, τον Δημήτρη Ιατρόπουλο- πάρα πολλούς τους συναντούσα σε ταβέρνες και σε σπίτια, ήμουν όμως πολύ μικρός για να τους θυμάμαι όλους. Πρόσφατα βρέθηκα με τον Πουλικάκο και μου είπε ότι με θυμάται πιτσιρικά, εγώ δεν τον θυμόμουν. Τότε μου φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό, μέσα σε αυτό μεγάλωσα- μόνο όταν άρχισα να βγαίνω μόνος μου και να πηγαίνω σε σπίτια φίλων μου κατάλαβα ότι είχα μεγαλώσει σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, με πολύ διαφορετικούς, μη συνηθισμένους ανθρώπους».
«Όλοι οι φίλοι του πατέρα μου ήταν περίεργοι, αλλά πιο τρελός εμένα μου φαινόταν ο Τζεήσον Ξενάκης, ο αδερφός του Ιάνη Ξενάκη. Ήταν στωικός φιλόσοφος, είχε βγάλει κι ένα βιβλίο- ”Χίπηδες και Κυνικοί”. Λοιπόν αυτός ήταν πραγματικά κυνικός- κυκλοφορούσε ξυπόλυτος σε όλη την Αθήνα, βρώμικος πάντα, τελικά αυτοκτόνησε, γιατί ήταν κι αυτό μέρος της φιλοσοφίας του».
«Συμβουλές ο Χρηστάκης δεν έδινε ποτέ σε κανέναν. Μοναδική ”συμβουλή” που έδωσε ποτέ σε μένα ήταν όταν μια θεία μου θρησκευόμενη με είχε πάει στην εκκλησία και του είπε μετά περιχαρής ότι γονάτισα κιόλας- ”αν ξαναγονατίσεις, θα σου κόψω τα πόδια” μου είπε. Δεν είχε την ιδιότητα του ”πατέρα”, όσο αυτήν του ”αδέσμευτου”. Δε μπορούσε να ”καλουπώσει” κανέναν, πόσο μάλλον ένα παιδί, αφού όλη η στάση ζωής του ήταν εναντίον κάθε καλουπιού, υπακοής και βολέματος. Ποτέ δε μου είπε ”πάρε αυτό να διαβάσεις”, ουδέποτε. Πάντα είχα απόλυτη ελευθερία να κάνω ότι θέλω».
«Ο Χρηστάκης ήτανε στις παρέες που ουσιαστικά ”δημιούργησαν” τα Εξάρχεια. Εκεί ζούσε ελεύθερα, ήταν η πατρίδα του. Όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς του, ξενέρωνε όλο και περισσότερο με την περιοχή- γιατί αυξανόταν ο έλεγχος, το ”ότι να ’ναι”, τα περίεργα. Κάθε χρόνος ήταν και χειρότερα για αυτόν, είχε μάθει αλλιώς».
«Ο Χρηστάκης ήταν ”πυρήνας” στην εποχή του, γιατί ήταν μοναχικός λύκος. Είχε μάθει να πιστεύει στον εαυτό του και στην ατομικότητα. Δεν είχε ποτέ καμιά συλλογική επιθυμία, να φτιάξει ομάδες, να κάνει κάτι μαζικό για να επιτεθεί στο σύστημα. Γιατί πίστευε ότι ο μοναδικός τρόπος να εκπέσει κάθε σύστημα εξουσίας είναι να το αποβάλλουν οι άνθρωποι από μέσα τους, είχε εμπεδώσει αυτό το ”κβαντικό” σημείο. Στους αντιεξουσιαστές, ή τη γενιά των beat, τον έλκυε η αναζήτηση της αλήθειας. Ο γέρος μου είχε, όμως, ξεκαθαρίσει τη θέση του: το δικό του κομμάτι ήταν αυτό των Ιδεών, δεν τον ενδιέφερε η βία. Αν ήταν όλοι αληθινοί με τον εαυτό τους, δεν θα χρειάζονταν βόμβες».
«Απεχθανόταν οτιδήποτε κομματικό- το ίδιο άχτι είχε δεξιούς και αριστερούς. Φαντάσου ότι τη μια μέρα του την έστηναν και του έσπαγαν το σπίτι (κάποιοι) αναρχικοί και την άλλη οι μπάτσοι. Καλά, οι μπάτσοι ερχόντουσαν κάθε 2-3 χρόνια, ψάχνανε, ούτε κι αυτοί ξέρανε τι και τα κάνανε λίμπα, μάλλον για να τον τρομάξουνε. Αλλά, αυτός τα αντιμετώπιζε όλα αυτά φυσιολογικά. Δεν είχε κανένα ταξικό κόμπλεξ- αναγνώριζε τους σωστούς ανθρώπους απ’ όλα τα ”είδη”».
- Οι φωτογραφίες αρχείου προέρχονται από το αρχείο των Νικόλα, Αλέξη και Μαρίας Χρηστάκη
- Βιβλία του Λεωνίδα Χρηστάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα.
- Σημαντικό μέρος του έργου του Λεωνίδα Χρηστάκη περιλαμβάνεται στο ideodromio.org, το σάιτ που επιμελείται ο γιος του, Αλέξης Χρηστάκης.
Δείτε παρακάτω μια συλλογή από τους πίνακες, εξώφυλλα, σκίτσα και κατασκευές του Λεωνίδα Χρηστάκη. Αναζητήστε τις λεπτομέρειες και τις ιδιαιτερότητές τους: