Μπορεί κανείς να σχολιάσει μια σειρά από πτυχές του συλλαλητηρίου για το όνομα της πΓΔΜ, από διάφορες οπτικές γωνίες. Κάτι που πρέπει όμως να σημειωθεί είναι πως η τεράστια προσέλευση των πολιτών — 300.000 σύμφωνα με το Reuters, με όλες τις αεροφωτογραφίες να διαψεύδουν αγρίως την αστυνομική εκτίμηση των 90.000 — έλαβε χώρα ενάντια στην εκπεφρασμένη βούληση της Εκκλησίας της Ελλάδος ή τουλάχιστον του προκαθημένου της κ. Ιερωνύμου, ο οποίος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής: «αυτή την ώρα δεν χρειάζονται συλλαλητήρια και φωνές» — όπως φαίνεται όχι από κάποια προφορική δήλωση ενώπιον δημοσιογράφων, αλλά στο επίσημο ανακοινωθέν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Κάθε φορά που επισείεται η ασαφής παντιέρα του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους στον ελληνικό δημόσιο λόγο, αυτό που πάντοτε εννοείται δεν είναι, φυσικά, ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, δηλαδή η διαστολή κρατικών και εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: η θέση της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα. (Το ότι είναι εντελώς διαφορετικό φαίνεται καθαρά από το γεγονός πως, συνήθως, ακριβώς εκεί όπου υφίσταται χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, οι θρησκευτικές ομάδες έχουν τεράστια δημόσια πολιτική επιρροή, όπως φερ’ ειπείν στις ΗΠΑ).
Τελικά, αυτό που (λανθασμένα) εννοείται με το ζητούμενο «χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους» από φιλελεύθερους και αριστερούς χώρους είναι το να μην εισακούουν οι πολίτες τον έναν ή τον άλλον Αρχιεπίσκοπο. Το να «μένουν οι παπάδες στα θρησκευτικά/πνευματικά τους» (το οποίο στην ουσία του είναι βέβαια ένα εγγενώς παράλογο και ολοκληρωτικής υφής αίτημα, το οποίο παρουσιάζεται ως εύλογο και αυταπόδεικτο: να χάνουν δηλαδή οι κληρικοί τα δικαιώματα του πολίτη, μεταξύ των οποίων και την παρρησία στο δημόσιο χώρο, μόλις ενδυθούν την ιδιότητα του κληρικού, και να καθίστανται πολίτες Β΄ κατηγορίας, χωρίς πλήρη δικαιώματα, επειδή δήθεν η θρησκευτική ιδιότητα συνεπάγεται την απώλεια αυτών των δικαιωμάτων με κάποιον ασαφή τρόπο). Ή τουλάχιστον να αποτυγχάνουν να επηρεάσουν όταν δεν μένουν σ’ αυτά. Ε, στο συλλαλητήριο συνέβη ακριβώς αυτό: ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος δήλωσε με ανακοινωθέν της Αρχιεπισκοπής, συνάντηση με τον πρωθυπουργό και κάθε επισημότητα πως «αυτή την ώρα δεν χρειάζονται συλλαλητήρια». Και αγνοήθηκε πανηγυρικά. Αλληλούϊα, σήμερα εκκοσμικεύτηκε το κράτος, μόλις περάσαμε Διαφωτισμό!
Φυσικά, αυτό το συμπέρασμα θα αντιμετωπιζόταν ως παραλογισμός:
-«Ναι, αλλά όλοι οι μητροπολίτες της βόρειας Ελλάδας ήταν εκεί και δη στην εξέδρα.»
-«Ναι, αλλά ο μηχανισμός της Εκκλησίας δούλεψε στο φουλ για το συλλαλητήριο.»
-«Ναι, αλλά είχε παπάδες και καλόγριες στο συλλαλητήριο — δημοσίως, να περπατάνε στο δρόμο, ανήκουστο!»
Εδώ ερχόμαστε στην βασική αντίφαση της αντικληρικαλιστικής σκέψης στην Ελλάδα: το προϋποτιθέμενο σχήμα για την εν γένει κριτική και για το αίτημα του χωρισμού (που τελικά είναι χωρισμός από τη δημόσια σφαίρα, όχι από το κράτος, το οποίο αποτελεί διακριτή συζήτηση — η οποία ουδέποτε λαμβάνει χώρα) είναι πως εδώ έχουμε μια διακριτή διοικητική και εξουσιαστική δομή, τη (διοικούσα) Εκκλησία, με πολύ σαφή την ιεραρχία της: αυτή, σύμφωνα με το αφήγημα, μπλέκεται στα κρατικά και στα πολιτικά πράγματα των Ελλήνων ως δομή, ανεξάρτητα από το εάν έχει ή δεν έχει λαϊκή βάση. Είναι η εμπλοκή με το κράτος που της δίνει αυτή τη δυνατότητα και δύναμη, όχι καθ’ αυτή η απήχησή της. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το αφήγημα, ένας χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους θα της «έκοβε την παροχή οξυγόνου» γι’ αυτήν την επιρροή.
Αν η Εκκλησία (και η επιρροή της) είναι η οργανωτική και διοικητική της δομή, τότε αυτή, ως πυραμιδοειδής κατά το αφήγημα, είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Όταν λοιπόν ο τελευταίος διακηρύττει κυριολεκτικά με κάθε μέσο που διαθέτει πως δεν επιθυμεί να συμμετάσχει ο κόσμος σε ένα συλλαλητήριο, ενώ ο κόσμος εν τέλει συμμετέχει μαζικά, και μετά από αυτό πάλι καταγγέλλεται «η Εκκλησία», τότε διανοιγόμαστε σε ένα ενδεχόμενο με πολύ συγκεκριμένες συνέπειες για το περί χωρισμού αφήγημα: όταν μιλάμε για «την Εκκλησία» να μην αναφερόμαστε σε μια διοικητική και ιεραρχική δομή, την οποία θα κατασίγαζες απλώς αφαιρώντας από εκείνην ό,τι αντιλαμβάνεσαι ως προνόμιά της, αλλά στον ίδιο τον λαό (ή τέλος πάντων το 17% που εκκλησιάζεται σχεδόν εβδομαδιαίως, αν πιστέψουμε την πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center). Διότι τι άλλο είναι ο «μηχανισμός της Εκκλησίας» όταν με αυτή τη φράση δεν αναφερόμαστε στα κανάλια διάχυσης της προτροπής του προκαθημένου της Εκκλησίας (στην Αρχιεπισκοπή, στο γραφείο τύπου της, σε ό,τι συνήθως ονομάζουμε «μηχανισμό») αλλά στο τοπικό και λαϊκό επίπεδο των ενοριών, ιδίως δε όταν αυτό στρέφεται κόντρα στον Αρχιεπίσκοπό του.
“«Σκοταδισμός» είναι το να λαμβάνει χώρα συγκέντρωση 300.000 πολιτών και να μην προβάλλεται/αναφέρεται κατά τη διάρκειά της από κανένα τηλεοπτικό μέσο”
«...Ναι αλλά οι μητροπολίτες της βόρειας Ελλάδας» (το ποίμνιο των οποίων, το οποίο εκείνοι εκπροσωπούν εκκλησιαστικά, συμμετείχε ούτως ή άλλως σε εντυπωσιακό ποσοστό στο συλλαλητήριο): μα, αφ’ ης στιγμής μπει κανείς σε μια τέτοια λογική, έχει ήδη αποχωρήσει από το αφήγημα της συμπαγούς «Εκκλησίας» ως επείσακτης δομής που τρέφεται, δήθεν, από τη σχέση της με το κράτος, και ανοίγεται στην πολυπλοκότητα του ζητήματος. Αν οι «μητροπολίτες της βόρειας Ελλάδας» είναι κάτι άλλο από «τον Αρχιεπίσκοπο» (τώρα που δεν υπάρχει Χριστόδουλος για να βοηθήσει στη θεωρητική βιωσιμότητα του υπεραπλουστευτικού περί χωρισμού αφηγήματος), ήδη φτάνεις εκ των πραγμάτων στο συμπέρασμα ότι κανένας «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» δε θα επιφέρει το αποτέλεσμα που αναζητείς, δηλαδή την περιθωριοποίηση της Εκκλησίας από τη δημόσια σφαίρα.
Βέβαια, αυτός που βλέπει παντού ράσα και παπάδες πάλι θα καταγγείλει «την Εκκλησία», ακόμα και αν ο μηχανισμός της Αρχιεπισκοπής Αθηνών προτρέπει για το αντίθετο: η μανία να εντοπισθεί το προς αποβολή από τον δημόσιο χώρο στοιχείο στην «Εκκλησία» δε θα αρκεσθεί στο να την ταυτίσει με «τον Αρχιεπίσκοπο» ή «τους μητροπολίτες της βόρειας Ελλάδας»: έτσι, κάθε ρασοφόρος άνδρας ή γυναίκα που διαδηλώνει δημοσίως θα καταγγελθεί, θα φωτογραφηθεί και θα ανεβεί στα κοινωνικά δίκτυα με μια χαριτωμένης αφέλειας λεζάντα τύπου «Τεχεράνη γίναμε» και με μια ηχηρή απόγνωση που δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο σώμα της Αστυνομίας τύπου Diafotismos police να μαζέψει αυτούς τους πολίτες του κράτους από τον δημόσιο χώρο, όπου τολμούν να εμφανίζονται σε διαδηλώσεις ή συλλαλητήρια παρά το γεγονός ότι έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις, φέρνοντας σε αμηχανία τις «ευρωπαϊκές μας πόλεις».
Διότι, βέβαια, ο ζωτικός μύθος όλου αυτού του αφηγήματος είναι ότι «αυτά δε συμβαίνουν πουθενά στην Ευρώπη», φανατική δογματική πεποίθηση που ενίοτε οδηγεί σε εκπλήσσουσες κοτσάνες. Γνωστά πράγματα, βαρετή η επανάληψή τους: η αντίληψη στην Ελλάδα για το τι συμβαίνει «στις άλλες χώρες» αποτελεί τον ορισμό της παραπληροφόρησης. Παράδειγμα, το protagon.gr της καθ’ έξιν και κατά συρροήν διασποράς fake news, όπου ο Κώστας Γιαννακίδης θα γράψει (19/01/18): «Δεν υπάρχει άλλη χώρα στο δυτικό κόσμο όπου η κεφαλή της Εκκλησίας να εκφέρει λόγο, σχεδόν με θεσμικό, πολιτικό βάρος, για θέματα κυβερνητικής διαχείρισης.» Ακριβώς το αντίθετο θα ήταν μάλλον ακριβέστερο: ότι σχεδόν δεν υπάρχει χώρα στο δυτικό κόσμο όπου η κεφαλή της Εκκλησίας να μην εκφέρει λόγο για θέματα κυβερνητικής διαχείρισης. Να μιλήσουμε για την Αγγλία, όπου ο (εκάστοτε!) Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας θα αναστατώσει την οικουμένη για πολιτικά ζητήματα, από τον πόλεμο στο Ιράκ μέχρι τις οικονομικές πολιτικές του κυβερνητικού συνασπισμού; Στη Γερμανία κάτι τέτοιο δε θα χρειαζόταν καν, καθ’ ότι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ένας παπάς, προτεστάντης πάστορας, ο Joachim Gauck… Και λοιπά, και λοιπά. Αποτελεί πάγια πραγματικότητα πως, εκτός από την Ελλάδα, δεν υπάρχει άλλη χώρα στο δυτικό κόσμο όπου να γράφονται δημοσίως τόσες πολλές κοτσάνες, ψεύδη, ανακρίβειες και fake news δίπλα στη φράση «Δεν υπάρχει άλλη χώρα στο δυτικό κόσμο».
“Mε αφορμή το συλλαλητήριο διαπιστώθηκε μια βαθιά απέχθεια πολλών κομματιών της Αριστεράς απέναντι τον πραγματικό, και όχι τον φαντασιώδη, λαό.”
...Λύθηκε, λοιπόν, το ζήτημα της εκκοσμίκευσης της δημόσιας σφαίρας, αφού την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018 φάνηκε ότι οι τοποθετήσεις του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχουν κατ’ ανάγκην και εξ ορισμού κάποιο αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία. Σκοταδισμός υπάρχει και γιγαντώνεται, αλλά δεν εντοπίζεται στα εκκλησιαστικά. «Σκοταδισμός» είναι το να λαμβάνει χώρα συγκέντρωση 300.000 πολιτών, με οποιοδήποτε θέμα και ανεξάρτητα από το πως την αξιολογεί κανείς, και να μην προβάλλεται/αναφέρεται κατά τη διάρκειά της από κανένα τηλεοπτικό μέσο, στα οποία προβάλλονταν οι πιο απίθανες εκπομπές. Η συμπαιγνία κρατικών και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης σε αυτό το σκοτάδι, σε αυτή τη συνειδητή απόκρυψη ενημέρωσης για ένα σαφώς πολιτικό γεγονός, εγκυμονεί πολύ περισσότερους κινδύνους απ’ οτιδήποτε άλλο σχετικά με το συλλαλητήριο και θυμίζει άλλα καθεστώτα. Ο ορισμός του ονείδους εντοπίζεται στην ΕΡΤ3 και στους υπευθύνους της, στη θεσσαλονικιώτικη αυλή των οποίων παραλίγο να μαζευτούν μισό εκατομμύριο πολίτες ενώ εκείνοι, ανερυθρίαστα, εξέπεμπαν «Κυριακή στο χωριό»!
Όλα τα παραπάνω στο εδώ άρθρο δεν έχουν, βέβαια, σχέση με την ουσία του πράγματος, δηλαδή με τις διαπραγματεύσεις για τη διεθνή ονομασία της πΓΔΜ. Και δικαίως, διότι εκεί διαπιστώνουμε ένα τελειωμένο ζήτημα: τελειωμένο, διότι με το 70+% των πολιτών της Ελλάδας να μην αποδέχονται καμία από τις λύσεις που έχουν προταθεί, προφανώς δε θα γίνουν από ελληνικής πλευράς οι απαραίτητες ενέργειες προς τη συμφωνία που θα άνοιγε το δρόμο για ένταξη της γείτονος σε ΝΑΤΟ κλπ. το καλοκαίρι, που είναι και το ψωμί της υπόθεσης. Εάν αυτή η ανάγνωση είναι ορθή (και εάν δεν έχουμε κυβέρνηση-αυτόχειρα), τότε δεν υφίσταται θέμα το οποίο να εκκρεμεί πραγματικά — ειδικά μετά το συλαλλητήριο και την προσέλευσή του —, οπότε το ζήτημα συζητείται εντός Ελλάδος σε πηγαδάκια και διαδικτυακά προφίλ μόνο και μόνο ως νέα διαιρετική τομή, για να τσιμεντώσει ο καθείς την πολιτική του θέση. Οι δεξιοί να διατρανώσουν πως, αρκετά μνημόνια και εκμηδενίσεις εθνικής κυριαρχίας μετά, είναι ακόμα «πατριώτες» και να νοιώσουν τη χαρά της μεταξύ τους κοινότητας — φευ! Και οι αριστεροί για να θυμηθούν ότι υπάρχει και «αντιεθνικιστική» Αριστερά μετά τα εν λόγω μνημόνια — και να νοιώσουν τη χαρά της μεταξύ τους κοινότητας...
Και μπορεί οι κωμικά υπεραπλουστευτικές αναγνώσεις αρκετών — ότι «όλοι έχουν δεχθεί το όνομα» ή «πώς θα αποφασίσουν οι Έλληνες για το όνομα άλλου κράτους» την ώρα που το όνομα παράγει μεταξύ άλλων δικαιώματα μειονοτήτων και αναδρομικές διεκδικήσεις περιουσιών, αρχαιοτήτων κ.λπ., χώρια οι αλυτρωτισμοί — να είναι ελάχιστα περισσότερο γραφικές από τους λίγους έφιππους και τους ελάχιστους μασκαρεμένους του συλλαλητηρίου, όμως το γεγονός παραμένει: η σπουδή της σύνολης Αριστεράς να χαρίσει τα διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων βόρεια πλήθη στη σκληρή Ακροδεξιά (όχι την faux, αλλά την πραγματική, αυτήν που πυρπολεί επί τη ευκαιρία του συλλαλητηρίου καταλήψεις με ζωντανούς ανθρώπους) είναι εντυπωσιακή και, κυρίως, εντελώς επιτελεστική — δηλαδή, δημιουργεί το αποτέλεσμα που περιγράφει. Οι εποχές που περιέγραφε κανείς κάτι ως «ακροδεξιό» για να του κολλήσει ρετσινιά και τον πολιτικό ανθρωποδιώχτη βρίσκονται καλώς ή κακώς πίσω μας, στο 1996-2008. Σήμερα, περιγράφοντας ως «ακροδεξιά» τα φαινόμενα που αφορούν ασύλληπτα περισσότερους πολίτες από τους περιθωριακούς ακροδεξιούς, απλώς κάνεις αποτελεσματικότατα (και ανέλπιστα γι’ αυτούς) τον ατζέντη των τελευταίων. Η καταγγελία, αν όχι ευθεία εξύβριση, των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών του συλλαλητηρίου, η συγκαταρίθμηση και εξίσωσή τους με τους διάφορους πολιτικούς τυχοδιώκτες ή ακροδεξιούς υπόδικους που βρήκαν ευκαιρία προβολής μέσα στα πλήθη, θα μπορούσε να κατατείνει μόνο στην εμπέδωση της αίσθησης πως αυτοί οι πολίτες είναι πολιτικά ανεκπροσώπητοι και πως δεν έχουν δυνατότητα άλλη από το να δοθούν πολιτικά «στον πρώτο τυχόντα». Δηλαδή, το εγχείρημα να εξορκιστεί η συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών ως ακροδεξιά θα μπορούσε, εν τέλει, να την καταστήσει όντως ακροδεξιά εκ του μη όντος. Εν γένει, με αφορμή το συλλαλητήριο διαπιστώθηκε μια βαθιά απέχθεια πολλών κομματιών της Αριστεράς απέναντι τον πραγματικό, και όχι τον φαντασιώδη, λαό (διότι στα πλήθη των 300.000-500.000 πολιτών μπορεί κανείς δικαίως να αρχίσει να μιλά για «λαό»), μια απέχθεια στην οποία τα τελευταία χρόνια μας είχε συνηθίσει κυρίως και πρωτίστως ο φιλελεύθερος χώρος.
Δίπλα στις παρατηρήσεις αυτές πρέπει να διατυπωθεί πως σε παλαιότερη και ίσως ουσιωδέστερη περίπτωση «εθνικού θέματος», όπου όμως θα υπήρχε προσωπικό οικονομικό κόστος με την επιμονή στη θέση της εθνικής, δημοκρατικής, λαϊκής κυριαρχία —και αναφέρομαι στη στάση των πολιτών έναντι του μνημονιακού μηχανισμού μετασχηματισμού της χώρας μετά το καλοκαίρι του 2015, όπως αποτυπώνεται στο νέο δικομματικό σύστημα, στις δημοσκοπήσεις και στη σχετική νηνεμία— παρατηρήσαμε σχεδόν πάνδημη συμμόρφωση, μαζί με εκλογική απόρριψη κάθε μη συμμορφούμενου. Στο ζήτημα της ονομασίας της γείτονος όμως, που η διατράνωση του εθνικού συμφέροντος και κυριαρχίας είναι «δωρεάν», χωρίς προσωπικό κόστος άλλο από τους φεησμπουκικούς καυγάδες και το εισιτήριο του ΚΤΕΛ, διαπιστώνουμε μιαν ασύμμετρη κινητικότητα — πόσω δε μάλλον από πολιτικά πρόσωπα που δεν εφείσθησαν υπερψήφισης απομειώσεων εθνικής κυριαρχίας σε αρκετές νομοθετικές ψηφοφορίες.
Παράλληλα, είναι σαφές πως ποντάρουν στην όλη ιστορία διάφοροι επίδοξοι και φιλόδοξοι (άλλωστε, σε άλλο πλαίσιο, περίπου έτσι δεν έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ;). Κάποιοι από αυτούς και ιδιαιτέρως οι αγνώστων λοιπών στοιχείων, αν παρατηρηθούν, προξενούν τρόμο ακόμα και σε όποιους θα έβλεπαν με θετικό μάτι το συλλαλητήριο. Κάποιοι άλλοι, πάλι, έχουν ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά τους: ο πρώην υπουργός —ιδιότητα που ελάχιστα αναφέρθηκε, αφού το ζητούμενο ήταν ο αντισυστημικός λόγος— στρατηγός Φραγκούλης Φράγκος είχε εγκαίρως καλέσει σε «ηχηρό ΝΑΙ την Κυριακή» του δημοψηφίσματος του 2015, με τα συνακόλουθα επιχειρήματα. Προφανώς κάποιες διεκδικήσεις εθνικής κυριαρχίας είναι πιο ίσες από άλλες.