Τελικά ήταν Έλληνες οι Σουλιώτες;

Μια περιγραφή της ίδρυσης του Σουλίου και της δράσης των Σουλιωτών πριν από τη σύγκρουση με τον Αλή Πασά
Commons wikimedia

Γύρω στα 1600, πολλοί χριστιανοί –που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση και τους αναγκαστικούς εξισλαμισμούς των Τούρκων – ίδρυσαν το χωριό Σούλι, στα Κασσιώπεια όρη, περίπου 100 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων, σε ένα μικρό οροπέδιο, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του Αχέρoντα.

Τωόντι, εκείνη την περίοδο, πολλαπλασιάζονται οι πιέσεις στους χριστιανούς αγρότες, ελληνόφωνους και αλβανόφωνους, και ο κεφαλικός φόρος περνάει από 40 άσπρα ετησίως, το 1574, στα 240 το 1630 (1) ενώ πολλαπλασιάζονται οι εξισλαμισμοί. Οι ξεσηκωμένοι αγρότες, που θα εκστρατεύσουν μαζί με τον Διονύσιο Φιλόσοφο, το 1611, από την Παραμυθιά στα Γιάννενα, προέρχονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τα χωριά της Παραμυθιάς (2). Μετά την αποτυχία της εξέγερσης και τη σύλληψη του Διονυσίου, θα σκορπιστούν στα βουνά, πιθανότατα και στο ίδιο το Σούλι (3)

Από τη συρροή καταδιωκόμενων ή εξεγερμένων χριστιανικών πληθυσμών «κατέφυγον εἰς Σούλιον ἅπαντες οἱ λίθον ξηρὸν ἀντὶ δούλου θανάτου ἀσμένως προαιρούμενοι»– θα αυξηθεί σύντομα ο πληθυσμός του Σουλίου. Μέχρι το 1740, θα δημιουργηθούν τρία ακόμα χωριά, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκοτο περιβόητο «Τετραχώρι» του Σουλίου (4), ενώ, στους πρόποδες και στις πλαγιές των Κασσιώπειων βουνών, βρίσκονταν άλλα εφτά χωριά. Συνολικά, τα έντεκα χωριά, που αποτελούσαν τη «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους δύο χιλιάδες πολεμιστές.

Οι Σουλιώτες είχαν καταφέρει, δια των όπλων, να κυριεύσουν και 66 επί πλέον χωριά (5) –οι κάτοικοι των οποίων ονομάζονταν «παρασουλιώτες»– τα οποία κατέβαλλαν φόρο στο Σούλι, 2.500 πιάστρα το 1788, ποσό που δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό, και πιθανώς να συμπληρωνόταν και με καταβολές σε είδος.

Τα χωριά πέρασαν στους Σουλιώτες, αρχής γενομένης από το Αλποχώρι, το 1741. Καταλαμβάνοντάς τα, εξεδίωκαν τους μουσουλμάνους και εδραίωναν μια ορθόδοξη ρωμαίικη «επικράτεια», εξ ου και οι συχνοί πόλεμοι, κατά την περίοδο αυτή, με τους Τούρκους και τους Τσάμηδες αγάδες και, μέχρι το 1760, η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί: 77 χωριά συγκροτούν έναν νέο αυτόνομο σχηματισμό, στην καρδιά της οθωμανικής κυριαρχίας. (6)

Για την προέλευση του ονόματος «Σούλι», υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Ο Πέτρος Φουρίκης θεωρεί την ονομασία αλβανική, εκ του Σούλ, που σημαίνει κορμός δένδρου (7). Άλλες θεωρούν το τοπωνύμιο ως προσωπονύμιο: «Στρατιώτης και φυλάρχης πατριάς εκ της φυλής των Τσιάμιδων ην ο Σούλης, ος σκηνώσας εν τη νυν ομωνύμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις ταύτην» (8).

Όσο για την καταγωγή τους, πολλοί τους θεωρούν ορθόδοξους Αρβανίτες όπως ο Πέτρος Φουρίκης, (9) ενώ ο Ι. Λαμπρίδης θεωρεί τον σουλιώτικο πληθυσμό κράμα μιας αρχικής ποιμενικής αλβανικής πατριάς, και περιοίκων, αλβανοφώνων και ελληνοφώνων χριστιανών, που κατέφυγαν στο Σούλι στις αρχές του 17ου αιώνα. Την παρουσία ελληνικών πληθυσμών, μαρτυρεί και η ύπαρξη ελληνικών τοπωνυμίων (Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας, κ.λπ.) (10). Αυτή η μικτή σύνθεση επέτρεψε εξ άλλου τη συστηματική χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Σουλιώτες, στα τραγούδια και τις καθημερινές τους επαφές.

Τέλος, ο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης πιστεύει «ακραδάντως ότι οι Σουλιώται ανήκον εξ αρχής εις την ελληνικήν φυλήν» (11), ήταν δίγλωσσοι, ενώ έγραφαν πάντα στα ελληνικά. Εξάλλου, οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες «γραίκους» (12).

Η βάση της κοινωνικής οργάνωσης ήταν η οικογένεια, ενώ όλες οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν μία φάρα ή γένος. Υπήρχαν 47 φάρες και οι μεγαλύτερες ήταν οι Τζαβελαίοι, Μποτσαραίοι, Δράκοι κ.λπ.:

οὐδένα νόμον γραπτόν, οὔτε δικαστήριον τακτικὸ εἶχον οἱ Σουλλιῶται, ἀλλά, ὅταν τὶς τῶν πολιτῶν ἤθελε πράξη τὶ ἁμάρτημα συνήρχοντο οἱ προεστῶτες τῶν φυλῶν, ἐξέταζον τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐξέδιδον τὴν ἀπόφασιν προφορικῶς, εἰς τὴν ὁποίαν ἄνευ προφασιολογίας ὤφειλεν ὁ καταδικασθεὶς νὰ ὑπακούσῃ, τουναντίον, ὑποχρεοῦτο ἡ φυλὴ του νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασιν διὰ τῆς βίας (13)

Όταν επρόκειτο να ληφθεί απόφαση για πόλεμο ή για ειρήνη, συνεδρίαζε στον Άη-Δονάτο το σύνολο των αρρένων. Οι αρχηγοί των 47 γενών συγκροτούσαν ένα είδος γερουσίας, ενώ δεκαμελές πολεμικό Συμβούλιο, περιστοίχιζε τον πολέμαρχο.

Η συνάθροιση των αρχηγών συνεχίζει να λειτουργεί ως διοικητικό – συντονιστικό όργανο, στο οποίο εξακολουθούν να γίνονται σεβαστές οι σχέσεις ισότητας που συγκροτούν τη δομή των σουλιώτικων γενών. Τα γένη, αυτοκέφαλα και αυτεξούσια, διατηρούν την αυτόνομη δομή τους και συμμετέχουν ισότιμα στη λήψη των αποφάσεων (14).

Η ύπαρξη αυτής της ανυπότακτης κοινότητας, στην καρδιά της Ηπείρου, ανησυχούσε τους Τούρκους και η Υψηλή Πύλη ήθελε οπωσδήποτε να καταστρέψει ή να κυριεύσει το Σούλι.

Μια πολύ μεγάλη επίθεση τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία του 17ου αι. από 5.000 Οθωμανούς που ηττήθηκαν κατά κράτος.

Το 1721 ή το 1731, ο Πασάς των Ιωαννίνων, Χατζή Αχμέτ, με 8.000 μαχητές, πολιόρκησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες, τη νύκτα, εφόρμησαν κατά των εχθρών και: «…εκ τούτων άλλους μεν κατέσφαξαν, άλλους επλήγωσαν, και άλλους εζώγρησαν. [ ]» (15).

Κατά το 1754 ο πασάς των Ιωαννίνων διατάχθηκε να εκστρατεύσει εναντίον τους με δύο φάλαγγες από 5.000 στρατιώτες η κάθε μία, Οι Σουλιώτες, αμύνθηκαν σθεναρά και αποσύρθηκαν στην Κιάφα, από όπου αντεπετέθηκαν και αποδεκάτισαν τους εχθρούς των, τρέποντάς τους σε φυγή. Ενώ αμέσως μετά, πιθανά το 1759, κατέστρεψαν στρατό 8.000 Λιάπηδων και Δελβινιωτών. Μετά από τρία χρόνια, κατενίκησαν και τον Μαξούτ Αγά Μουσελίμη, της Άρτας, που κυνηγήθηκε μέχρι την Άρτα.

Η σπουδαιότερη πριν από τον Αλή Πασά επίθεση κατά του Σουλίου έγινε το 1772, κατά τα Ορλωφικά (16). Τότε, ο Σουλεϊμάν Τσαπάρης οργάνωσε μια μεγάλη επίθεση με δύο φάλαγγες. Οι Σουλιώτες, αφού διέλυσαν τη φάλαγγα των Ιωαννίνων, στράφηκαν εναντίον του Τσαπάρη, που βάδιζε εναντίον τους με τον γιο του Χασάν, 9.000 επίλεκτους Αλβανούς και 40 Αγάδες. Οι Σουλιώτες περιγράφει ο Περραιβός:

τὸν Σουλεμᾶν Τζαπάρην μετὰ τοῦ υἱοῦ του καὶ ἄλλων τεσσαράκοντα συμμάχων συνέλαβον ζῶντας, ὁ δὲ στρατὸς ἡττηθεὶς, διεσκορπίσθη καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν, διῃρημένος εἰς μικρὰ σώματα, τῆδε κακεῖσε (17).

Ένα χρόνο μετά, ο Γκόγκα Πασάς του Δελβίνου, με 5.000 μαχητές, θα ηττηθεί και αυτός κατά κράτος, όπως και κατά τον έβδομο πόλεμο εναντίον του Σουλίου ο Μπεκίρ Πασάς, με 5.000 πολεμιστές.

Αλλά ο μεγάλος αντίπαλος των Σουλιωτών υπήρξε, μετά το 1787, ο Αλή πασάς, ο οποίος δεν μπορούσε να ανεχτεί την ύπαρξη μιας σουλιώτικης ελληνικής αντεξουσίας στην καρδιά της επικράτειάς του.

Commons wikimedia

Οι δύο πρώτοι πόλεμοι μεταξύ Σουλιωτών και Αλή πασά είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1787-1792: Τον Σεπτέμβριο του 1788, έφθασε στο Σούλι ο Λουδοβίκος Σωτήρης, απεσταλμένος της Μεγάλης Αικατερίνης, για να ξεσηκώσει τους Σουλιώτες ενώ, ένδεκα οπλαρχηγοί δήλωσαν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «Νὰ κινήσωμε πόλεμον καθολικὸν ἐναντίον τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὴν Ρούμελην ἀπάνου». «νὰ χύσωμε τὸ αἷμα μας διὰ τὸ συμφέρον τῆς βασιλείας καὶ τὸ καλόν τοῦ γένους μας» (18).

Ως απάντηση ο Αλής οργάνωσε μια πρώτη αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των, η οποία έληξε άδοξα τέσσερις μήνες μετά, καθώς ο Χασάν Ιμπραήμ-αγάς, με 5.000 μάχιμους Αλβανούς, «επήλθε κατά του Σουλίου λαύρος και γαύρος, αλλά συντριβείς απήλθε μαύρος και άραχνος».

Το 1789, στην αίτηση οκτώ επισκόπων Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Αλβανίας προς την Αικατερίνη Β΄, δηλώνεται μόνο η ετοιμότητά τους να προκαλέσουν μια καθολική εξέγερση κατά των Τούρκων, μαζί με τους Σουλιώτες, (19) ενώ σε άλλη επιστολή αναφέρεται πως ο Αλή πασάς επιτέθηκε στους Σουλιώτες με το «πρόσχημα ότι είχαν συνεννοηθεί με τους Ρώσους».(20)

Αλλά και η δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία του Τεπελενλή, το 1792, είναι ιστορικός, Γουίλιαμ Ήτον (William Eton), στο A survey of the Turkish Empire, περιγράφει αναλυτικά τον πόλεμο των Σουλιωτών.

Ο πασάς επιτέθηκε στο χωριό της Κιάφας, αλλά οπισθοχώρησε τρεις φορές με μεγάλες απώλειες όμως, ο Καπιτάν Μπότσαρης, παίρνοντας υπόψη του τους αριθμούς, επειδή οι Σουλιώτες είχαν μόνο 900 άνδρες στην Τρύπα, αποφάσισε να εγκαταλείψει αυτή τη θέση. [ ]

Οι μονάδες του Πασά υπέφεραν πολύ από την έλλειψη νερού, και όλοι όσοι προσπάθησαν να φέρουν νερό από το λαγκάδι, είτε σκοτώθηκαν από τις πέτρες που κυλούσαν οι γυναίκες από την κορυφή εναντίον τους, είτε πυροβολούνταν από τους άνδρες. [ ] Οι άνδρες του πασά, περικύκλωσαν τον δεύτερο Πύργο, καλώντας τον Μπότσαρη να παραδοθεί. Εκείνος απάντησε ότι δεν τους εμπιστεύεται, αλλά θα υπακούσει. Έτσι προχώρησαν προς τον βράχο της Τρύπας, αφήνοντας τον Μπότσαρη πίσω τους σαν βέβαιο αιχμάλωτο. Ο στρατός του πασά, βλέποντας τους Αλβανούς να προχωρούν χωρίς αντίσταση, εγκατέλειψαν τις σκηνές τους και αναρριχήθηκαν στο βουνό ζητωκραυγάζοντας. Όταν ο Μπότσαρης είδε ότι ο εχθρός, που έφθανε τις 4.000, προχωρούσε προς τον τρίτο Πύργο που ήταν κοντά στη Τρύπα, χτύπησε ένα κουδούνι, το σύνθημα της γενικής επίθεσης, που προκάλεσε πανωλεθρία στους Τούρκους.

Ο υπόλοιπος στρατός καταλήφθηκε από τέτοιο πανικό, ώστε έφυγαν όλοι τρέχοντας για τα Γιάννενα, με τέτοια βιάση ώστε εγκατέλειψαν τον πασά. Ο ίδιος ο πασάς διασώθηκε μετά δυσκολίας και έσκασε δύο άλογα προτού γυρίσει στα Γιάννενα.[ ]

Επιστρέφοντας στα σπίτια τους, οι Σουλιώτες διαίρεσαν τα λάφυρα και τα 100.000 «πιάστρα» σε πέντε ίσα μέρη. Το πρώτο δόθηκε για να επισκευαστούν οι Εκκλησίες, και να χτίσουν μια καινούργια, αφιερωμένη στην Παναγία. Το δεύτερο μέρος μπήκε στο δημόσιο ταμείο, για τα έξοδα της κοινότητας. Το τρίτο μοιράστηκε εξ ίσου σε όλους τους κατοίκους, χωρίς διάκριση βαθμού ή ηλικίας. Τα άλλα δύο μέρη διανεμήθηκαν στις οικογένειες που είχαν χάσει άνδρες στο πεδίο της μάχης. (21)

Αυτή την ιστορική σύγκρουση, που προκάλεσε τεράστια εντύπωση σε όλους τους Έλληνες, έχει απαθανατίσει το σχετικό δημοτικό τραγούδι που αποτελεί ένα κυριολεκτικά συνοπτικό ιστορικό της σύγκρουσης:

Τρία πουλάκια κάθονταν στὸν Αη Λιὰ στὴ ράχη

τὸ ’να τηρεῖ τὰ Γιάννινα, τ’ ἄλλο τὸ Κακοσούλι

τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μυριολογάει καὶ λέει:

«Αρβανιτιὰ μαζώχτηκε, πάγεις τὸ Κακοσούλι.[ ]

Μιὰ παπαδιὰ τ’ ἀγνάντεψεν ἀπὸ ψηλὴ ραχοῦλα.

«Ποῦ εἶστε παιδιὰ τοῦ Μπότσαρη, παιδιὰ τοῦ Κουτσονίκα

Ἀρβανιτιὰ μᾶς πλάκωσε, θέλει νὰ μᾶς σκλαβώση

στὸ Τεπελένι νὰ μᾶς πάῃ ν’ ἀλλάξωμε τὴν πίστη».

Ὁ Κουτσονίκας χούϊαξεν ἀπὸ τὸν Ἀβαρίκο.

«Μην τὸ φοβᾶσαι παπαδιά, ςτὸ νοῦ σου μὴ τὸ βάνῃς

τώρα νὰ δγὴς τὸν πόλεμο, τὰ κλέφτικα ντουφέκια

πῶς πολεμοῦν ἡ κλεφτουριὰ κι αὐτ’ οἱ Κακοσουλιῶτες».

Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε τὴν συντυχιὰ δὲν εἶπε

νὰ δεῖς τοὺς Τούρκους κι ἔφευγαν πεζούρα καὶ καβάλα.

Ἂλλ’ ἔφευγαν κι ἂλλ’ ἔλεγαν «Πασὰ μ’ ἀνάθεμα σέ.

Μέγα κακό μᾶς ἤφερες τοῦτο τὸ καλοκαῖρι·

ἐχάλασες τόση Τουρκιά, σπαῆδες κι Ἀρβανίτες».

κι ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε μὲ τὸ σπαθὶ ςτὸ χέρι

«Έλα πασὰ τί κάκιωσες καὶ φεύγεις μὲ μενζίλι!

Γύρνα ἐδῶ στὸν τόπο μας· ςτὴν ἔρημη τὴν Κιάφα

ἐδῶ νὰ στήσεις τὸ θρονὶ σου νὰ γίνεις καὶ σουλτάνος»

1. Βλ. Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Εστία, Αθήνα 42006, ό.π., σ. 89.

2. Κωνσταντίνος Δ. Μέρτζιος «Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου», H.X., 13 (1938), σσ. 84-85 Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσσης-Τρίκκης Διονύσιος Β΄ ο “Φιλόσοφος” ο χλευαστικώς αποκληθείς “σκυλόσοφος”, Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 6, 1933.

3. Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις Διονυσίου…», ό.π., σ. 86.

4. Ιω Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχη 3 και 10, Αθήνα 1888-1890, επανέκδ. 1971.

5. Χρ. Περραιβός, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, Γ΄ έκδ., Αθήνα 1857, σσ. 17-18.

6. Βλ. I. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, ό.π., τχ. 10, σσ. 23-25.

7. Πέτρος Φουρίκης, «Πόθεν το όνομα Σούλι». Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1922, σ. 417.

8. Λαμπρίδης, 1971, Ηπειρωτικά Μελετήματα, ό.π., τχ. 3, σ. 22.

9. Πέτρος Φουρίκης. «Πόθεν το όνομα…», ό.π., σσ. 404-406.

10. Λαμπρίδης, 1971, Ηπειρωτικά Μελετήματα, ό.π., τχ. 3, σ. 22.

11. Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Σούλι, Σουλιώται, ΒΗΕΑ αρ. 53, Αθήνα 1984, σ. 7.

12. Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Σούλι, Σουλιώται…, ό.π., σσ. 15, 21-22.

13. Χρ. Περαιβός, Ιστορία …, ό.π., 1857, σ. 15.

14. Β. Ψιμούλη, ό.π., σ. 295.

15. Βλ. Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Αθήνα 1863, σ. 9.

16. Παντελής Κοντογιάννης, Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β′ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), Εν Αθήναις 1903.

17. Χρ. Περραιβός, Ιστορία…, ό.π., 1857, σσ. 20-21.

18. Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Η επαναστατική κίνησις των Ελλήνων κατά τον δεύτερον επί Αικατερίνης Β΄ Ρωσοτουρκικόν πόλεμον (1787-1792), Αθήνα 1959, σσ. 71, 121-123.

19. Βλ. Γκριγκόρι Αρς, (επιμ.) Η Ρωσία και τα πασαλίκια Αλβανίας και Ηπείρου, 1759-1831. Έγγραφα ρωσικών αρχείων, εκδ. ΙΝΕ-ΕΙΕ και Ινστιτούτο Σλαβικών Σπουδών, Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, Αθήνα 2007, σσ. 95-96.

20. Βλ. Γκρ. Αρς, (επιμ.) Η Ρωσία…., ό.π., 2007, σσ. 98-99. (μτφρ. από τα γαλλικά, Γ.Κ.)

21. William Eton, A survey of the Turkish Empire, πρώτη έκδοση 1798, τέταρτη έκδοση Λονδίνο 1809, σσ. 362-378 (μφρ., Γ.Κ.).

22. Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α΄ ΠEK, Ηράκλειο 2000, σ. 188 Arnold

Passow, Ρωμαίικα Τραγούδια, Teubner, Λειψία 1860, σσ. 150-151.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά «Συνωστισμένες στο Ζάλογγο» Εναλλακτικές Εκδόσεις

Eurokinissi
|

Δημοφιλή