Ο Ιωσήφ δεν ήταν σαν τους άλλους. Για την ακρίβεια ήταν από τους λίγους, που πήγαν σε ιδιωτικό σχολείο, σαν παιδί είχε ταξιδέψει με τους γονείς του στην Ευρώπη, σπούδασε στα Αραβικά Εμιράτα και γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα γνώρισε τη Μαρία και την παντρεύτηκε. Η Μαρία δεν σπούδασε ποτέ, τη χαρακτήριζε όμως μια πηγαία εσωτερική ευγένεια, απολάμβανε να ακούει τις ιστορίες του Ιωσήφ από τα ταξίδια του και όνειρό της ήταν να ταξιδέψουν μαζί στο Παρίσι ή το Λονδίνο. Γρήγορα έμεινε έγκυος και μέχρι τα τριάντα της απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τα χρόνια πέρασαν και δεν κατάφερε να πάει στο Παρίσι...Και τώρα, ήταν σε εκείνη τη βάρκα, αγκαλιά με το πέμπτο της παιδί, βρέφος ακόμη, ελπίζοντας ότι θα φτάσει στην Ευρώπη, οπουδήποτε στην Ευρώπη.
Στη βάρκα ήταν περίπου πενήντα ακόμη πρόσφυγες. Δεν ξεχώριζες ποιοι ήταν σαν τον Ιωσήφ και ποιοι σαν τη Μαρία, όλοι τους στην ίδια μοίρα πια, έχασαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, και τους ανθρώπους τους. Η Μαρία έχασε και τα τέσσερα παιδιά της μέσα σε μια στιγμή και δεν υπήρξε χρόνος για να πενθήσει. Με ό,τι λεφτά μπόρεσαν να μαζέψουν επιβιβάστηκαν στη βάρκα, για να ξεκινήσουν από το μηδέν τη ζωή τους.
Το μωρό ήταν ανήσυχο και παγωμένο. Η Μαρία προσπαθούσε να το ζεστάνει με το σώμα της, πράγμα σχεδόν αδύνατο, αφού τα ρούχα της ήταν βρεγμένα και το σώμα της εξίσου κρύο. Προσευχόταν να αντέξει μέχρι να πιάσουν στεριά. Υπήρχαν κι άλλα δύο παιδιά μέσα στη βάρκα, 3 και 5 ετών. Η Μαρία δεν είχε επιλογή, παρά να θηλάσει το μωρό της, όπως μπορούσε. Οι άνδρες μέσα στη βάρκα άρχισαν να δυσανασχετούν, μάλιστα ένας έριχνε κατάρες. Οι άλλες γυναίκες δεν μιλούσαν, κοιτούσαν το πάτωμα ντροπιασμένες. «Πρέπει να φάει το μωρό, αλλιώς θα πεθάνει!», προσπαθούσε μάταια να εξηγήσει ο Ιωσήφ. Μέσα του έβραζε, μα δεν ήταν στιγμή για καυγάδες, φοβόταν πως αν του συνέβαινε κάτι, δεν θα υπήρχε κανείς να προστατεύσει τη γυναίκα και το παιδί του. Οι κατάρες και οι βρισιές έγιναν πιο έντονες και τελικά η Μαρία σταμάτησε να θηλάζει. Το μωρό ξαναβρήκε το χρώμα του, ήταν όμως αδύναμο ακόμη. Η μουσουλμάνα που είχε το τρίχρονο αγοράκι και καθόταν πιο κοντά, πλησίασε τη Μαρία και της ψιθύρισε, εάν μπορούσε, να δώσει λίγο γάλα και στο δικό της μωρό. Η Μαρία φοβήθηκε ότι αυτό θα προκαλούσε ακόμη περισσότερο, μα δεν μπόρεσε να της αρνηθεί. Ο άνδρας ξεκίνησε πάλι τις κατάρες και τις βρισιές, ένας άλλος, πιο εξευγενισμένος τις υπερασπίστηκε, πιάστηκαν στα χέρια, σε λίγο ο υπερασπιστής της Μαρίας βρισκόταν στη θάλασσα.
Ήταν επικίνδυνος εκείνος ο άνδρας, έκρυβε ένα μαχαίρι κάτω από το πανωφόρι. Ο Ιωσήφ πλησίασε τη Μαρία, της φίλησε το μέτωπο, της είπε να προσέχει κι ύστερα του όρμησε σαν άγριο θηρίο, αποφασισμένος να πέσει στη θάλασσα μαζί του, αρκεί να τον έβγαζε από αυτή τη βάρκα, να μην ήταν πια απειλή για εκείνους. Έτσι κι έγινε, ο άνδρας τον μαχαίρωσε και λίγο πριν χάσει την ισορροπία του τον έπιασε από το πόδι και τον πήρε μαζί του...
Η βάρκα απομακρύνθηκε και σε λίγες ώρες έφτασε επιτέλους στα ανοιχτά της Μυτιλήνης. Όταν οι διασώστες έβγαλαν τους πρόσφυγες από τη βάρκα, η Μαρία είχε σβήσει, έχοντας, σαν από θαύμα σώσει, κρυμμένο στην αγκαλιά της τον μικρό Ιησού.
Άνθρωποι σαν εμάς. Άλλοι καλοί, άλλοι πιο επιθετικοί...Μικροί, μεγάλοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι. Σαν εμάς.
*Ακολουθήστε την Αλεξία Ζερβούδη στο twitter.