Σε μία μέρα θα γευτούμε και πάλι την πίκρα του «Εάλω η Πόλις». Είναι όμως για μας μια ευκαιρία αναστοχασμού και κάποιων ίσως απαραίτητων αφετηριακών σκέψεων αναφορικά με το ποιοί πραγματικά είμαστε και ποιά η σημερινή μας θέση. Οι Έλληνες και ειδικά οι Ορθόδοξοι, στις μέρες μας βρίσκονται σε μια δυσκολία διάκρισης εννοιών και προσδιορισμού ταυτοτήτων. Είναι μια κατάσταση δύσκολη, μια κατάσταση συγχύσεως, η οποία σαφώς αποδυναμώνει την προσωπική τους, εσωτερική, αλλά και τη συλλογική τους συνοχή. Είναι μια κρίση, η οποία ασφαλώς εμποδίζει το βηματισμό και τη δυναμική της πορείας τους, μπορεί όμως να αποτελέσει και ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της νοηματοδότησης της ζωή τους.
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσομε λίγο τους όρους. Ποτέ δεν υπήρξε Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ποτέ δεν υπήρξαν Βυζαντινοί. Υπήρξε η μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ή όπως την αποκαλούσε ο λαός, η Ρωμανία, και οι πολίτες αυτής της πολιτείας ήταν οι Ρωμαίοι, ή Ρωμηοί με κέντρο τους τη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Ο όρος Βυζάντιο, με την τρέχουσα σημασία του, εισήχθη το 16ο αιώνα και επικράτησε μόλις τους τελευταίους 2-3 αιώνες λόγω αλλότριων σκοπιμοτήτων. Ο όρος Γραικός (Greek), καίτοι Ελληνικός, επικράτησε στη Δύση, με την τρέχουσα έννοιά του, μετά τον Καρλομάγνο λόγω αλλότριων σκοπιμοτήτων. Και τέλος, ο όρος Έλληνας, καίτοι και αυτός δικός μας και της δικής μας οικουμενικής παραδόσεως, επικράτησε με την τρέχουσα περιοριστική σημασία του μόλις τους τελευταίους 2-3 αιώνες μετά την κυριαρχία των ιδεών του διαφωτισμού, του έθνους-κράτους και του εθνοφυλετισμού.
Τι είναι λοιπόν ο σημερινός Έλληνας; Είναι ό,τι έχει απομείνει από το Ρωμηό, το φορέα δηλαδή του θεοκεντρικού (και όχι θεοκρατικού) ρωμαίικου πολιτισμού, του πολιτισμού της ασυγχύτου και αδιαιρέτου ενώσεως των ανθρώπων και του Θεού εν ενί σώματι, του εσχατολογικού πολιτισμού της ρωμηοσύνης, του πολιτισμού της μετανοίας και του ησυχασμού, του πολιτισμού των πολλών ανθρώπινων αμαρτιών και αστοχιών, του πολιτισμού όπως διαμορφώθηκε ιστορικά στην καθ' ημάς Ανατολή με κέντρο τη Νέα Ρώμη κυρίως από την εποχή του Αγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι κυρίως το 19 ο αιώνα, αλλά και μέχρι τις μέρες μας.
Ρωμηός. Ο πολίτης της Ρωμανίας. Μιας πατρίδας παράξενης, ασυνήθιστης, υπερβατικής. Μιας πατρίδας που δεν οριζόταν ποτέ από τα σύνορά της, που δεν την ενδιέφερε η εθνική καταγωγή των πολιτών της, που δεν έδινε σημασία στη γλώσσα που μιλούσαν. Αλλού ήταν ο άξονας της νοηματοδότησής της. Η Ρωμανία είχε την αυτοσυνειδησία της μίας και μοναδικής Χριστιανικής Πολιτείας επί της γης. Ήταν η συντεταγμένη προσπάθεια σαρκώσεως στην καθημερινή βιωτή του φωτός της Θεανθρωπίας. Τα σφάλματα και οι αστοχίες κατά τα ανθρώπινα ήταν απειράριθμα. Όμως η προσπάθεια έγινε και η μετάνοια υπήρχε και πάντα επαναπροσδιόριζε την πορεία. Μια πατρίδα με σκοπό και όραμα να σώσει όλο το ανθρώπινο. Μια πατρίδα οικουμενική. Μια πατρίδα με εσχατολογική προοπτική.
Και οι Ρωμηοί την αγαπούσαν πολύ την πατρίδα τους. Όλοι τους από τον τελευταίο πολίτη μέχρι τον αυτοκράτορα, Διγενείς Ακρίτες συνεχώς στις επάλξεις μέχρις εσχάτων. Νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους και ήταν υπερήφανοι από το γεγονός ότι ήταν αναπόσπαστες ψηφίδες και μέλη άξια ενός υπέρχρονου σώματος σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Ο Ρωμηός θυσίαζε τον εαυτό του ως μαρτυρία φωτός για τους προγόνους του, τους συγκαιρινούς του και τους μέλλοντες ελθείν.Για τους ανθρώπους του 21 ου αιώνα, για τους ανθρώπους του κάθε αιώνα. Σήκωνε στους ώμους του τον κόσμο όλο. Αυτή ήταν η πατρίδα του και γι' αυτήν την πατρίδα πολεμούσε αγέρωχα ο Ρωμηός. Γι' αυτήν την πατρίδα θυσιαζόταν ευχαριστηριακά.
Και ήρθαν οι άνεμοι. Από όλες τις πλευρές. Κυρίως όμως εσπέριοι, ψυχροί και αδυσώπητοι. Ιδεολογίες ανούσιες, ιδεολογίες σκοταδισμού, ιδεολογίες διαχείρισης της φθοράς, ιδεολογίες-φθορά. Και πάγωσε η καρδιά και συστάλθηκε ο νους. Και ήρθαν και οι πιέσεις. Πιέσεις τρομερές. Πιέσεις για πολλούς αιώνες. Πιέσεις που συνεχίζονται επιτεινόμενες μέχρι τις μέρες μας. Πιέσεις οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές, κοινωνικές. Πιέσεις και εκβιασμοί. Να γίνομε σαν κι αυτούς ή να χαθούμε. Όχι να βρούμε το πρόσωπό μας και να απορρίψομε τα όποια αρνητικά μάς κατατρύχουν και να εκφράσομε την παράδοσή μας με σύγχρονους όρους, αλλά να χάσομε τελείως την ιδιοπροσωπία μας και να γίνομε όμοιοι με αυτούς, να κατανοούμε και να προσλαμβάνομε τον κόσμο, όπως αυτοί. Αλλιώς να γίνομε δούλοι, ή να σκορπίσομε, να χαθούμε.
Και πάνω από τα κεφάλια μας μάς έβαλαν και επιστάτες, κάποιους ελληνόφωνους διαχειριστές, δεξιά, μεσαιοχωρήτικα και αριστερά ενεργούμενα, ανιστόρητα, ανερμάτιστα, άγευστα φωτός να μάς οδηγήσουν εκ του ασφαλούς στον αφανισμό και την ανυπαρξία.
Τι έχει απομείνει από τη ρωμηοσύνη μας; Ένα ελάχιστο. Ένα μικρό καντηλάκι που σιγοκαίει στα μύχια της καρδιάς μας, μια παράκληση στην εικόνα, μια φωνή στον κυκλοτερή χορό, ένα βλέμμα στο Κυριακάτικο τραπέζι, ένα αγκάλιασμα στο αντάμωμα και στο δάκρυ. Κυρίως στο δάκρυ. Γιατί τώρα πλέον μόνο κλαίμε. Τώρα καταλαβαίνομε και κλαίμε. «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν, εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών».
Τι είναι λοιπόν ο σημερινός Έλληνας; Ένας αιχμάλωτος, ένας δούλος. Αφού τον πίεσαν αφόρητα να ξεχάσει τον Πατέρα του και να ξεχάσει ποιος είναι, τώρα τον αλυσόδεσαν καλά, και τον περιφέρουν εμπαίζοντάς τον στους δρόμους της Βαβυλώνας της μεγάλης. Καταλαβαίνει πλέον και κλαίει. Και η μόνη του ελπίδα είναι ακριβώς αυτό το δάκρυ, αυτή η ανάμνηση, αυτό το μικρό καντηλάκι που σιγοκαίει στα μύχιά του.
Την Τρίτη που μας πέρασε, 24 Μαΐου 2016 παραμονή της Μεσοπεντηκοστής διαβάσαμε καθαρά στις Εκκλησίες μας κατά τον Εσπερινό στο ανάγνωσμα: «Ότι πάντες οι λαοί πορεύσονται έκαστος την οδόν αυτού, ημείς δε πορευσόμεθα εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών, εις τον αιώνα». Πιο καθαρά δεν μπορεί να ειπωθεί. Ας το διαβάσομε πάλι. Και ξανά και ξανά. Οι άλλοι ας πορευθούν όπως θέλουν. Εμείς όμως και Πατέρα έχομε, και σκοπό έχομε και το δρόμο μας ξέρομε. Στώμεν καλώς λοιπόν. Και το δάκρυ μας θα μάς βοηθήσει να ξαναβρούμε το πρόσωπό μας και θα μάς οδηγήσει στην ανάστασή μας. Τώρα το ξέρομε καλά πώς μόνο στη Σιών θα αναπαυθούμε. Αυτή είναι η πατρίδα μας και όχι η Βαβυλώνα.