Μετά τις εκλογές στην Τουρκία, που κατέληξαν στη νίκη Ερντογάν και υπό την ασφυκτική πίεση των εταίρων της Γερμανικής κυβέρνησης προς την Καγκελάριο, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες διαχείρισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αναμένονται γοργές εξελίξεις στο θέμα αυτό. Τις εξελίξεις αυτές η Ελλάδα θα κληθεί να αποδεχτεί και το πιθανότερο είναι να το κάνει, εφόσον δεν υπάρχει στοιχειώδης διαδικασία χάραξης εθνικής πολιτικής. Υπό το δυσμενές αυτό πρίσμα, το παρόν κείμενο αποσκοπεί σε μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης των λύσεων που μπορούν να ακολουθηθούν στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Παρότι το κείμενο είναι αυτοτελές, θα μπορούσε να διαβαστεί και ως συνέχεια δύο άλλων κειμένων μου, που φιλοξένησε πρόσφατα η Huffington Post, στις 22 και 30.10.2015.
Λόγω της οικονομικής αδυναμίας της Ελλάδας, της συρρίκνωσης του πληθυσμού της, αλλά και της γεωγραφικής της θέσης, το βασικό πρόβλημα στην διαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, είναι η δυνατότητα προώθησης των προσφύγων και μεταναστών σε άλλες χώρες που ενδιαφέρονται να τους φιλοξενήσουν, ή, εφόσον αυτοί δεν δικαιούνται το καθεστώς του πρόσφυγα, η δυνατότητα επανεισδοχής τους στην χώρα καταγωγής ή προέλευσης. Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση είναι παραπλανητική για τους πρόσφυγες, εθνικά επικίνδυνη αλλά και ουτοπική, καθώς η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να επιλύσει, με δικά της μέσα, τα προβλήματα που γεννούν ο υπερπληθυσμός, οι κλιματικές αλλαγές, αλλά και οι πόλεμοι σε όλον τον πλανήτη και να δώσει λύση στο πρόβλημα των απανταχού προσφύγων, των οποίων ο αριθμός, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, είναι πάνω από 60 εκατομμύρια, με τάση σημαντικής αύξησης. Μια ρεαλιστική πολιτική αναμένεται επίσης να περιορίσει σημαντικά τις ανθρώπινες απώλειες στη θάλασσα του Αιγαίου, για τις οποίες, όσοι επιθυμούν άλλη στρατηγική, έχουν βαρύτατη ευθύνη.
Ακρογωνιαίος λίθος στην Ελληνική στρατηγική (πρέπει να) είναι η Συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας της 16.12.2013. Όπως αναφέραμε και στο παρελθόν, η τήρηση των Πρωτοκόλλων Επανεισδοχής Ελλάδος- Τουρκίας αποτελεί ευρωπαϊκή υποχρέωση της Τουρκίας και οποιαδήποτε νέα Συμφωνία θα πρέπει, πέρα από την χρηματοδότηση της Τουρκίας για την διαμονή, σε ανθρώπινες συνθήκες, των προσφύγων και την πρόληψη των ροών, να επιβεβαιώνει, κάνοντας ίσως ακόμα πιο σαφείς, τις υποχρεώσεις της Τουρκίας για την επανεισδοχή των μεταναστών, οι οποίες εξ άλλου προβλέπονται και από την υπάρχουσα συμφωνία.
Παράλληλα, για προστασία της Ε.Ε. από μονομερείς πρακτικές και αυθαίρετες ερμηνείες, θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται στην μελλοντική συμφωνία με την Τουρκία «ποινή», για την ενδεχόμενη μη τήρηση εκ μέρους της του σκέλους της επανεισδοχής, όπως είναι η παρακράτηση των προβλεπόμενων ή άλλων ποσών. Υπενθυμίζεται ότι τα επόμενα πέντε χρόνια η Τουρκία, ως υποψήφια για ένταξη χώρα, προβλέπεται να επιχορηγηθεί από την Ε.Ε. με πάνω από 3 δις, ενώ αντίστοιχο ποσό έχει ήδη λάβει την τελευταία πενταετία.
Η αναθεώρηση της Συμφωνίας προσφέρει την δυνατότητα για την άρση προβληματικών σημείων στην υπάρχουσα Συμφωνία, όπως είναι η μη εξαίρεση της Κύπρου αλλά και ευαίσθητων περιοχών της Ελλάδας από την διαδικασία πρόσβασης χωρίς βίζα των Τούρκων πολιτών. Αποτελεί όντως οξύμωρο, η Τουρκία να μην αναγνωρίζει την Κύπρο, να κατέχει και να εποικίζει συνεχώς μεγάλο τμήμα της και παράλληλα να δίδεται η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης των πολιτών της σε αυτήν. Η παρέμβαση της Ελλάδας για μια ουσιαστική συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις (την οποία, κατά την πρόσφατη συζήτηση στην Βουλή, ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός ότι θα ζητήσει) θα πρέπει να γίνει με αποφασιστικό τρόπο, προκειμένου να γίνει σαφές ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχτεί οποιαδήποτε λύση αντιτίθεται στα συμφέροντά της.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αφορά την διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών είναι η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού σχεδίου, σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών Τουρκίας - Ε.Ε.. Ένα τέτοιο σχέδιο, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει ήδη προβλεφθεί από την Ελληνική πλευρά, προκειμένου να αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας ή/και να αποτελέσει συμπληρωματική ή ακόμα και πλήρη εναλλακτική πρόταση. Στο σχέδιο αυτό, θα μπορούσε να περιλαμβάνεται η προσωρινή εγκατάσταση προσφυγικών καταυλισμών σε νησιά της Ελλάδας (όχι απαραίτητα στα νησιά πρώτης υποδοχής), όπου θα γίνεται η καταγραφή αλλά και προσωρινή παραμονή των προσφύγων μέχρις ότου εξεταστεί το αίτημά τους για άσυλο.
Υπάρχουν βασικές προϋποθέσεις, ώστε η πρόταση αυτή να είναι επιτυχής και η μη εκπλήρωσή τους (ή έστω μιας εξ αυτών) μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες ζημίες για την Ελλάδα. Μερικές τέτοιες προϋποθέσεις είναι οι εξής:
•Το κόστος κατασκευής και λειτουργίας των εγκαταστάσεων να καλυφθεί πλήρως από την Ε.Ε.. Σημειώνεται ότι το κόστος λειτουργίας αφορά όχι μόνο την στέγαση, αλλά και την διατροφή, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση των παιδιών, κόστη που δεν έχουν ζητηθεί μέχρι τώρα από την Ελλάδα.
•Η άμεση εγκατάσταση της υποδομής, μέσω πανευρωπαϊκής κινητοποίησης. Για τον σκοπό αυτό, η Ελλάδα θα έπρεπε ήδη να έχει προσφύγει στον μηχανισμό έκτακτων καταστάσεων, όπως έκανε πρόσφατα η Σλοβενία.
•Η εγγύηση της Ε.Ε. ότι η διαμονή θα είναι προσωρινή, δηλαδή όσοι δεν δικαιούνται το καθεστώς του πρόσφυγα, να αποστέλλονται στις χώρες καταγωγής ή προέλευσης, με δαπάνες και φροντίδα της Ε.Ε., αλλιώς το κόστος παραμονής τους να καλύπτεται από την Ε.Ε, όσο διάστημα αυτή διαρκεί.
•Η σημαντική επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης αιτημάτων ασύλου, καθώς και ενδεχομένων προσφυγών. Σημειώνεται ότι παρόμοια προβλήματα καθυστερήσεων αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, στην προκείμενη όμως περίπτωση, θα πρέπει οι αποφάσεις να λαμβάνονται μέσα σε λίγες ημέρες.
•Να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των τοπικών αρχών και της τοπικής κοινωνίας.
Με την ευκαιρία αυτή σημειώνουμε ότι τα ποσοστά επιστροφής, από τις Ευρωπαϊκές χώρες στις χώρες προέλευσης, όσων δεν γίνονται δεκτές οι αιτήσεις ασύλου, είναι μικρά (2% στην Γαλλία, 33% στην Γερμανία), εν μέρει διότι δεν μπορούν οι πρόσφυγες να εντοπιστούν. Η εγκατάσταση των προσφυγικών καταυλισμών σε νησιά, περιορίζει αυτό το στοιχείο, προσφέροντας παράλληλα την δυνατότητα λειτουργίας της εγκατάστασης ως ανοιχτού Κέντρου (αντί Κέντρου κράτησης), ενώ λειτουργεί αποτρεπτικά και σε συμβολικό επίπεδο.
Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι οι προτάσεις μας θα γίνουν αποδεκτές. Όσο καιρό ακόμα το συγκεκριμένο ζήτημα αντιμετωπίζεται ως ζήτημα ιδεολογίας και όχι ως πρακτικό θέμα ταυτόχρονης τήρησης των ανθρωπιστικών αρχών και των εθνικών συμφερόντων, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποβαθμίζεται, να υποχωρεί αλλά και να προσγειώνει ανώμαλα όσους πιστεύουν στις δυνατότητες μιας άλλης πολιτικής.