Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αποτελεί βασικό στοιχείο οποιουδήποτε συστήματος ποιότητας. Τα διδάγματα ("Lessons learned") που προέκυψαν από την διαχείριση κάποιου θέματος συχνά αποκαλύπτουν ασθενή σημεία που πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου τα ίδια ή αντίστοιχα προβλήματα στο μέλλον να αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά.
Η Συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας της 29.11.2015 αποτέλεσε όχι τον επίλογο αλλά το τέλος της πρώτης πράξης στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα.
Στα κύρια σημεία του, το κείμενο αυτό προβλέπει:
- την εκ νέου ενεργοποίηση της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., μέσω του άμεσου ανοίγματος ενός νέου Κεφαλαίου της διαπραγμάτευσης για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε., της προετοιμασίας για το άνοιγμα νέων Κεφαλαίων, τακτικών (εξαμηνιαίων) Διασκέψεων Κορυφής και άλλων επαφών υψηλού επιπέδου Ε.Ε. - Τουρκίας.
- τη συνεργασία των δύο Μερών (Ε.Ε., Τουρκίας), βάσει του Κοινού Σχεδίου Δράσης που αποφασίστηκε κατά την Διάσκεψη Κορυφής Ε.Ε. - Τουρκίας στις 15.10.2015. Το σχέδιο αυτό, μεταξύ άλλων, προβλέπει και την εφαρμογή των διμερών Συμφωνιών Επανεισδοχής (δηλαδή του Νόμου 3030/2002 και της Κοινής Δήλωσης των δύο Πρωθυπουργών την 14.05.2010).
- Την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, καθώς και την δράση εναντίον των κυκλωμάτων διακινητών.
- Την επιπλέον χρηματοδότηση της Τουρκίας (πέραν δηλαδή αυτής που προβλέπεται, ως υποψήφιας για ένταξη χώρας), αρχικά με 3 δισεκατομμύρια ευρώ, για την φροντίδα των Σύρων προσφύγων.
- Την επιτάχυνση των διαδικασιών κατάργησης της βίζας για τους Τούρκους πολίτες που ταξιδεύουν στην Ε.Ε., από τον Οκτώβριο του 2016.
- Την περαιτέρω αναβάθμιση της οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας.
Η Συμφωνία δέχτηκε ήδη κριτική από πολλά μέρη ως ετεροβαρής, ενώ παρουσιάζει νομικές και άλλες αδυναμίες. Μεταξύ αυτών, εξακολουθεί (αν και σε μικρότερο βαθμό) να επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες της υποχρέωσης της Τουρκίας για επανεισδοχή του συνόλου των μεταναστών που πέρασαν στην Ελλάδα, εάν δηλαδή αυτή ισχύει άμεσα ή από τον Ιούνιο του 2016.
Σε ό,τι αφορά τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που απέκτησε η Τουρκία από την Συμφωνία, η προσχεδιασμένη κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου στις 24.11.2015, η δολοφονία γνωστού Κούρδου δικηγόρου στις 27.11.2015, η προκλητική πτήση τουρκικών αεροσκαφών πάνω από Ελληνικά νησιά στις 01.12.2015 και η εισβολή Τουρκικών στρατευμάτων στο Ιράκ στις 05.12.2015 είναι μερικά μόνο από όσα ακολούθησαν την οριστικοποίηση ή την υπογραφή της Συμφωνίας. Ταυτόχρονα, μετά τις πρώτες κινήσεις εντυπωσιασμού της Άγκυρας για τον περιορισμό των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, οι παράνομες διακινήσεις και οι αντίστοιχες ανθρώπινες απώλειες συνεχίζονται, έστω και σε μικρότερο βαθμό.
Ακόμα και αν (όπως πιστεύουν πολλοί) η ένταξη της Ε.Ε.-Τουρκίας καθυστερήσει ή αντικατασταθεί από μια ειδική σχέση, οι άμεσοι στόχοι της Τουρκίας τόσο στη «λύση» με τους δικούς της όρους του Κυπριακού, όσο και στην οικονομική της επέκταση σαφώς διευκολύνονται.
Για να επιτύχει η Τουρκία αυτήν την μεγάλη διπλωματική νίκη χρησιμοποίησε κάθε είδους μέσα, όπως η διευκόλυνση των παράνομων κυκλωμάτων διακίνησης, η εκμετάλλευση ιδεολογημάτων και στερεοτύπων δήθεν «πολιτικά ορθών» πρακτικών, η επικοινωνιακή διαχείριση πληροφοριακών μέσων, οι πιέσεις των Τουρκικών Λόμπυ στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την Ουάσιγκτον, κλπ.
Αντίθετα, η ελληνική πλευρά, σε όλες τις φάσεις της κρίσης προσπάθησε να «κρύψει το πρόβλημα κάτω από το χαλί», αντί να προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει, όπως φαίνεται από παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες δηλώσεις αρμόδιων Υπουργών.
Η κατάσταση στην Λέσβο με την ανεξέλεγκτη δράση πολλών μη πιστοποιημένων ΜΚΟ, περιλαμβανομένης και της πιθανολογούμενης δράσης ισλαμιστικών οργανώσεων και η πιθανότατα ανακριβής επίσημη Έκθεση του Επιτρόπου Υγείας, που δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση, αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο προβληματισμού.
Σημειώνουμε ακόμα ότι η δράση της Frontex στα Ελληνοσκοπιανά σύνορα, η οποία είχε γίνει ήδη δεκτή από τη Διάσκεψη Κορυφής Ε.Ε. - Δυτικών Βαλκανίων της 25.10.2015, δεν έχει σχέση με την εφαρμογή της Συμφωνίας Σέγκεν (αφού αυτή δεν ισχύει στα Σκόπια) αλλά με την επίβλεψη της εφαρμογής των κατάλληλων μέτρων από την Ελλάδα και είναι ταπεινωτική για την χώρα μας.
Παράλληλα, η μη αποδοχή από το Πακιστάν των Πακιστανών ποινικών κρατουμένων τοποθετεί το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις, δηλαδή της τύχης των μεταναστών που έχουν έρθει στην Ελλάδα (ή θα σταλούν πίσω σε αυτήν, βάσει της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ) και δεν δικαιούνται άσυλο. Η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα στο θέμα αυτό, ζητώντας με επίσημο τρόπο την βοήθεια της Ε.Ε., καταγγέλλοντας την Τουρκία για την μη εφαρμογή των Συμφωνιών (κάτι που μέχρι τώρα συστηματικά απέφυγε, για λόγους δυσεξήγητους) και ζητώντας, ακόμα και δικαστικά, την παρακράτηση των χρηματοδοτήσεων της Ε.Ε. προς την Τουρκία, όσο αυτή δεν δέχεται την επανεισδοχή των μεταναστών ή όσο συνεχίζεται η ροή τους προς την Ελλάδα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι εξαιρετικά σημαντικό η διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου να επιταχυνθεί, ώστε μέσα στους επόμενους μήνες να έχει ολοκληρωθεί. Παράλληλα, οι όποιες σκόπιμες παρερμηνείες της Συμφωνίας ή κωλυσιεργίες της Τουρκικής πλευράς θα πρέπει να αντικρουστούν συστηματικά, τόσο στις κατ' ιδίαν συναντήσεις του Πρωθυπουργού με τους Ευρωπαίους και Τούρκους πολιτικούς, όσο και στις δημόσιες τοποθετήσεις του.
Δεν θα πρέπει να αποσιωπηθεί ότι, εκτός από την παρούσα κυβέρνηση, στο συγκεκριμένο θέμα ευθύνη έχουν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, έστω και σε διαφορετικό βαθμό. Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αυτές δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τις οργανωμένες τεράστιες ροές του τελευταίου χρόνου και συνεπώς δικαιούνται το πλεονέκτημα της αμφιβολίας για το αν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν, η πολιτική που ακολουθήθηκε στο παρελθόν δεν συνδύαζε με τον καλύτερο τρόπο την ανάγκη προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ταυτόχρονα τον διαχωρισμό των προσφύγων από τους οικονομικούς μετανάστες.
Η εφαρμογή των πιο πάνω διδαγμάτων το επόμενο διάστημα αφορά και το επόμενο θέμα που η Ελληνική πολιτική ηγεσία καλείται να αντιμετωπίσει, την ήδη δρομολογημένη «επίλυση» του Κυπριακού, με τρόπο που βάζει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.
Αποτελεί εθνικό καθήκον όσων στο παρελθόν είχαν στηρίξει την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ή το σχέδιο Ανάν, θεωρώντας ότι είναι δυνατή η συμμόρφωση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή πρακτική, να επανεκτιμήσουν την στάση τους, υπό το φως των νέων δεδομένων, μιας πανίσχυρης Τουρκίας που πετυχαίνει τους στόχους της, καταπατώντας οποιαδήποτε Ευρωπαϊκά ή άλλα κεκτημένα και να τοποθετηθούν δημόσια, κάνοντας με θάρρος την αυτοκριτική τους και αποδεικνύοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα.