Το ανελεύθερο πνεύμα που καλπάζει και το φως που σιγοκαίει

Το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού λόγου, τόσο εντός όσο και εκτός του κοινοβουλίου, εκπροσωπείται μεν θαυμάσια από την ακαλλιεργησία του πρωθυπουργού με τα φτωχά του ελληνικά, τα ελλιπή του αγγλικά, τα επιπόλαια του «τιτιβίσματα», και τα διάφορα «μαργαριτάρια» που συχνά εκστομίζει, αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Αντίθετα μάλιστα ευδοκιμεί σε ένα περιβάλλον που βρίθει ομοφοβικών δηλώσεων που παραλληλίζουν την ομοφυλοφιλία με την «κτηνοβασία» (Καμμένος), ορίζοντας την ως «σεξουαλική παρεκτροπή» (Κατσίκης), απηχώντας έτσι αντίστοιχες δηλώσεις υψηλόβαθμων κληρικών όπως ο Αμβρόσιος («αποβράσματα», «φτύστε τους»), ο Άνθιμος («ζώα») και ο Σεραφείμ («σιχαμερό και ακάθαρτο αμάρτημα»).
Shutterstock / Oleinikova Olga

Μια φευγαλέα ματιά στην επικαιρότητα αρκεί για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση καθίζησης, με χαρακτηριστικά «κωμωδίας γι' αυτόν που σκέφτεται και τραγωδίας γι' αυτόν που αισθάνεται», κατά την παροιμιώδη φράση του Horace Walpole. Σε αντίθεση όμως με την παιγνιώδη διάθεση του Walpole, η γενικευμένη παρακμή της χώρας ξεπερνά τα όρια του κλαυσίγελου, και φαντάζει ιδιαίτερα ανησυχητική τόσο γι' αυτούς που ευθυμούν, όσο και γι'αυτούς που μελαγχολούν. Μια σειρά από πρόσφατα περιστατικά αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές αυτής της θλιβερής ατμόσφαιρας, αποτελούν όμως ταυτόχρονα και μια μοναδική αφορμή για άμεση αντιπαράθεση σε ένα φάσμα τραγελαφικών συμπεριφορών που εξευτελίζουν τη δημόσια σφαίρα, υποβαθμίζοντας την σε ρόλο συλλογικού πτυελοδοχείου, αντί να την τιμούν ως εστία εποικοδομητικής πολιτικής αντιπαράθεσης.

Παρακολουθώντας αυτή την κατάσταση δυσκολεύεται κανείς να βρει συνομιλητές που να εμπνέουν εμπιστοσύνη πως αυτό που φαντάζει τόσο ζοφερό μπορεί ενδεχομένως να ανατραπεί, εκτός κι αν αντιδράσουν έντονα όσοι αποστρέφονται τον τρόπο με τον οποίο ασκείται, ερμηνεύεται, σχολιάζεται και εντέλει υπονομεύεται η πολιτική ζωή στην Ελλάδα. Προτού σταχυολογήσουμε μερικά περιστατικά που δικαιολογούν αυτήν την αίσθηση, μια ανάγνωση της επικαιρότητας μέσα από δύο χαρακτηριστικά κείμενα του Γ.Θεοτοκά και του Κ.Βάρναλη, τους καθιστά ιδανικούς συνομιλητές με τη σύγχρονη πραγματικότητα για μια σειρά από λόγους.

Τόσο ο Θεοτοκάς όσο και ο Βάρναλης δεν σκιαγράφησαν απλώς με οξύτητα το κλίμα της εποχής τους, αλλά αντιστάθηκαν σθεναρά σε αυτό, ο πρώτος δημοσιεύοντας το μανιφέστο της Γενιάς του '30 («Ελεύθερο Πνεύμα»), και ο δεύτερος μέσα από μια σειρά από λυρικά και σατιρικά έργα (π.χ. «Το Φως που Καίει», «Ο λαός των Mουνούχων»). Μέσα και πέρα από τη λογοτεχνική τους προσφορά, ασχολήθηκαν αμφότεροι με την πολιτική προκαλώντας συχνά την κοινή γνώμη με το έργο τους, ο μεν Θεοτοκάς με τον ριζοσπαστισμό του «Ελεύθερου Πνεύματος», ο δε Βάρναλης με την διαβρωτική ειρωνεία του «Λαού των Μουνούχων».

Παρά τις διαφορές τους όμως, φιλελεύθερος ο Θεοτοκάς, κομμουνιστής ο Βάρναλης, και οι δύο αποδοκίμασαν συμπεριφορές που εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό κομμάτι του δημόσιου βίου στην Ελλάδα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να τους φανταστεί συσπειρωμένους, αν και πολύ φοβάμαι πως αντιμέτωποι με το σημερινό τοξικό κλίμα θα δυσφημίζονταν ο ένας ως «φιλελέρα» και ο άλλος ως υπονομευτής της «Σημαίας και της Πατρίδας».

Στον «Λαό των Μουνούχων» ο Βάρναλης επιχείρησε να στηλιτεύσει την ομφαλοσκόπηση, τον στρουθοκαμηλισμό, την υποκρισία, και την παραίτηση που έβλεπε τριγύρω του περιγράφοντας μια χώρα στην οποία «όλα φαίνονταν σαν πεθαμένα», «στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας». Οι δε κάτοικοι της χώρας «κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;». Αντίστοιχα, ο Θεοτοκάς κατακεραυνώνει την «έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας» τονίζοντας πως «για να συζητήσουν οι Έλληνες πρέπει να διαιρεθούν σε παρατάξεις», παρασυρόμενοι σε «ακρότητες, φανατισμό, και αυθαιρεσίες» και ενθαρρύνοντας τη «μανία του απόλυτου, του ασάλευτου και του οριστικού», σε τέτοιο βαθμό ώστε να «αρνούμαστε ολότελα τη σημασία του αντιπάλου» ακυρώνοντας τον ταυτόχρονα «και ως άτομο» που πρέπει να «εκλείψει, να εξολοθρεφτεί, να καταργηθεί».

Η ευθύνη για την εξαθλίωση του πολιτικού βίου της χώρας όμως ανήκει τόσο στην συγκυβέρνηση και την αντιπολίτευση, όσο και στους ίδιους τους πολίτες.

Σχεδόν μια εκατονταετία μετά την έκδοση του «Λαού των Μουνούχων» (1923) και του «Ελεύθερου Πνεύματος» (1929), βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2015 που εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από τη συγκυβέρνηση ενός αριστερού κομμάτος (ΣΥΡΙΖΑ) με μια ακροδεξιά παράταξη (ΑΝΕΛ), συγκροτώντας έτσι ένα ιδιότυπο πολιτικό σχήμα που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί προϊόν πολιτικής μεγαλοθυμίας, αν δεν εξέφραζε υποδειγματικά τον εθνολαϊκισμό ως συνειδητή επιλογή, θέση και στάση.

Το δυστύχημα όμως είναι πως η υποβάθμιση της πολιτικής δεν είναι αποκλειστικό προϊόν της συγκυβέρνησης, αφού διατρέχει το σύνολο της Βουλής των Ελλήνων και των περιχώρων της. Το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού λόγου, τόσο εντός όσο και εκτός του κοινοβουλίου, εκπροσωπείται μεν θαυμάσια από την ακαλλιεργησία του πρωθυπουργού με τα φτωχά του ελληνικά, τα ελλιπή του αγγλικά, τα επιπόλαια του «τιτιβίσματα», και τα διάφορα «μαργαριτάρια» που συχνά εκστομίζει, αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Αντίθετα μάλιστα ευδοκιμεί σε ένα περιβάλλον που βρίθει ομοφοβικών δηλώσεων που παραλληλίζουν την ομοφυλοφιλία με την «κτηνοβασία» (Καμμένος), ορίζοντας την ως «σεξουαλική παρεκτροπή» (Κατσίκης), απηχώντας έτσι αντίστοιχες δηλώσεις υψηλόβαθμων κληρικών όπως ο Αμβρόσιος («αποβράσματα», «φτύστε τους»), ο Άνθιμος («ζώα») και ο Σεραφείμ («σιχαμερό και ακάθαρτο αμάρτημα»).

Αντίστοιχα περιστατικά χυδαιότητας του πολιτικού λόγου συναντούμε σε συνεντεύξεις Τύπου με έντονα χαρακτηριστικά αμορφωσιάς, κουτσαβακισμού και τραμπουκισμού (Πολάκης: «χιβ», «μιλάει ο υπουργός», Μπέος: «εμείς δέρνουμε»), ενώ δεν εκλείπουν και χαρακτηριστικά ατοπήματα (Τσουκαλάς: «ψητοί Μαροκινοί», Μητρόπουλος: «Να πας να γαμ@@@@ς»). Από το απελπιστικό αυτό ρεπερτόριο αθλιότητας δεν θα μπορούσαμε βεβαίως να εξαιρέσουμε τις ομιλίες εκπροσώπων ενός κόμματος που είναι και εγκληματική-παραστρατιωτική οργάνωση (Κασιδιάρης: «αλβαναριό»), για να μην αναφερθούμε στην ποινικοποίηση της ακαδημαϊκής έρευνας (υπόθεση Ρίχτερ), σε κρούσματα βίας, η σε συνωμοσιολογικές ανακοινώσεις από το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού που απαντούν σε δημοσίευμα της Die Welt κάνοντας αναφορά σε «αμετανόητους και εμμονικούς εχθρούς της Ελλάδας» στους οποίους μάλιστα εύχονται και «περαστικά...».

Η ευθύνη για την εξαθλίωση του πολιτικού βίου της χώρας όμως ανήκει τόσο στην συγκυβέρνηση και την αντιπολίτευση, όσο και στους ίδιους τους πολίτες. Η συγκυβέρνηση βαρύνεται όχι μόνο επειδή η ίδια συμβολίζει τη φαυλότητα και τον επαρχιωτισμό, αλλά επειδή ταυτόχρονα επικαλείται και την ηθική ανωτερότητα. Ακριβώς αυτή η ύβρις και το θράσος είναι που την καθιστά αδικαιολόγητη σε σύγκριση με προηγούμενες κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης που επίσης δημαγωγούσαν και εξαπατούσαν αλλά με λιγότερες αναφορές σε ιδέες που εξόφθαλμα προσβάλλουν και διασύρουν.

Η αντιπολίτευση είναι εξ' ίσου θλιβερή αφού είτε αναλώνεται στο συμμάζεμα του νοικοκυριού της, αποτυγχάνοντας ακόμα και σε μια απλή εκλογική διαδικασία (ΝΔ), είτε πιάνεται από τις αστοχίες της συγκυβέρνησης για να την συκοφαντήσει, αντί να ορθώσει το ανάστημα της ως αξιόπιστη κοινοβουλευτική δύναμη για να ασκήσει κριτική μέσω αντιλόγου και αντιπροτάσεων, κι όχι μέσω αντιδραστικών δηλώσεων. Οι δε πολίτες μοιάζουν διαιρεμένοι σε ομάδες «παραιτημένων-ανένταχτων», «εξοργισμένων-αντικυβερνητικών», κι «ενοχικών-φιλοκυβερνητικών». Η κάθε ομάδα φέρει και το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί είτε λόγω της εξοικείωσης της με το νοσηρό κλίμα, είτε λόγω επένδυσης σε αυτό για να το ανατρέψουν, ή λόγω ανοχής σε αυτό για να μην παραδεχτούν τις αβελτηρίες προσφιλών παρατάξεων. Αυτός ο συνδυασμός, σιωπής, κραυγής και στρουθοκαμηλισμού όμως συνεπάγεται και τη συνενοχή στην ασφυξία, την τοξικότητα, την αδιαλλαξία και τη διάσπαρτη πνευματική ξηρασία.

Η επιβίωση μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα απαιτεί ένα άνοιγμα στην «ελεύθερη σκέψη», στους «πλατείς ορίζοντες», και τον «πλούτο και την γενναιότητα της καρδιάς», στοιχεία που καθόλου δεν απουσιάζουν από τη χώρα αλλά δεν εκπροσωπούνται επαρκώς, όπως σωστά παρατηρούσε και ο Θεοτοκάς εν έτει 1929. Η επίμονη αντιπαράθεση σε αυτή την κλειστοφοβική πραγματικότητα λοιπόν αποτελεί άμεση προτεραιότητα για όσους την αποστρέφονται, ώστε να καταφέρει η χώρα να αυτοσυστηθεί και να αυτοσυσταθεί μέσα από το πρόθυμο και ικανό ανθρώπινο δυναμικό της. Θα πρέπει όμως να αποκτήσουμε ταυτότητα ως πολίτες, ώστε να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας ως συνδημιουργητές ενός συνόλου, κι όχι ως προεκτάσεις κλειστών ομάδων.

Προέχει λοιπόν να διαπαιδαγωγηθούμε στην κριτική και αναλυτική σκέψη ώστε να αναγνωρίσουμε την διαφορετικότητα, τον πλουραλισμό και την ανοχή, ως απαραίτητα υλικά πολιτικής σκέψης και δράσης, αποφεύγοντας διχαστικές λογικές, κληρονομημένες απόψεις, κοινοτοπίες, και αποστεωμένα τσιτάτα και κλισέ που μας καθιστούν καρικατούρες κι όχι πολίτες, αφού μας στρατολογούν σε φατρίες αντί να μας τοποθετούν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Θα πρέπει επίσης να «ξεμάθουμε» τον «καθ' ημάς τρόπο» και να αντισταθούμε σε αυτό που ο R. Hofstadter (1964) ονόμασε «παρανοϊκό στυλ» στην πολιτική σκέψη, ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις ανάπτυξης σε ένα λιγότερο φοβικό, σκληρωτικό, κι αυτοααναφορικό περιβάλλον που να ενθαρρύνει το προοδευτικό «φως που σιγοκαίει», εκπέμποντας «ελευθερία πνεύματος» αντί να αυτοπαγιδεύεται σε αναμηρυκασμούς, δεισιδαιμονίες και ιδεοληψίες.

Δημοφιλή