Το ταξί πλημμύρισε με αίμα. Ο οδηγός ανήμπορος κιτρίνισε από τον φόβο του, την πήγε σφαίρα στο Τζάννειο.
«Σου είπα να μην ξανάρθεις», της είπε ο γιατρός, που την προσπέρασε με νεύρα ενώ συνέχισε να ψέλνει, «άντε πέθανε πια. Να τελειώνουμε και με σένα».
Οι γυναίκες της Τρούμπας, του λιμανιού κάτω στον Πειραιά, δεν είχαν πρόσωπο, μόνο έναν κρυφό και μάλλον Άγιο ρόλο μέσα στην κοινωνία.
Μα έτσι δουλεύει το σύστημα ακόμη και σήμερα σε όλο τον πλανήτη. Ξάπλωνε λοιπόν με κατάρες, βρίζοντας τη μάνα που τη γέννησε και την εγκατέλειψε το 1930 σε κάποια κλινική της Καστέλλας. Είχε ξεκινήσει από τα Μεσόγεια, το Μαρκόπουλο, για να αμολήσει το μούλικο της κάπου στα κρυφά. Να το θάψει, όπως τον έρωτα. Ο αλήτης, αφού της άρπαξε πρώτα το μυαλό και την καρδιά, στο τέλος έβαλε και χέρι στη μικρή προικούλα της.
Την παράτησε προδομένη και διπλή.
Το μωρό ήρθε σε έναν κόσμο ξερό, στυφό και ανίκανο. Τόσο ανίκανο που βιάζει ψυχές και σώματα για να δείξει πως μπορεί, τα καταφέρνει με τα ζωώδη και δεν ξεχνά τα πάθη και τις λατρεμένες αδυναμίες του.
Το ζευγάρι που την κέρδισε είναι σαν φιγούρες του Ντοστογιέφσκι, μια γυναίκα ζητιάνα, ας πούμε μια Μαρία, και ένας άντρας δίχως όνομα, ένας ρουφιάνος και αλκοολικός γυρολόγος που ξεπουλά τα πάντα για τα χούγια του.
Κουκλί το θηλυκό, όμως το κρατούν μακριά από το σχολείο, του λένε πως δεν είναι για γράμματα, οι λέξεις λένε πως όταν γράφονται αλλάζουν, μεταμορφώνονται και κονταίνουν, και τότε το συναίσθημα το κάνουν να φαίνεται ψιλό και πεθαμένο.
Με τέτοιες λέξεις, από τις άγραφες, χαράξανε και στρίμωξαν την παιδική ψυχή. Από τη μια η πείνα που έβγαζε μικρές γλώσσες μέσα στα στεγνωμένα στόματα τους, από την άλλη η κρυφή πιθανότητα, η ελπίδα, αυτό το μωρό να τους βγάλει από το σκοτεινό αδιέξοδο. Έτσι το φυλάκισαν, και το δίδαξαν να φοβάται τους ανθρώπους και να μισεί, να έχει αληθινή σιχασιά, για τον ίδιο τον εαυτό του.
Στα οκτώ της την κατεβάζουν στην Τρούμπα, τότε βλέπεις ήταν ακόμη ψηλά τα καμπαρέ, ο αγοραίος έρωτας είχε φωτεινές ταμπέλες και η καύλα έκανε στάση και ξεβρακωνόταν στο λιμάνι. Ο θετός πατέρας, κάθε βράδυ την πουλούσε για ένα κιλό κρασί που κι αυτό ήταν νερωμένο. Το παρελθόν δε βρίσκει λέξεις να γραφτεί, είναι ποτισμένο μέσα στην ψυχή της, όμως δεν ξεμακραίνει από την αληθινή μάνα που έγινε ζωντανή σκιά, έρχεται μέσα στα κλάματα και στις κατάρες, κάθε νυχτιά, βγαίνει στον ύπνο και της ζητά συγγνώμη.
Σήμερα ξεπερνά τα 75 κι όμως όταν λέει «μανούλα» δακρύζει. Ψάχνει έναν κόσμο που δεν γνώρισε, πονά, όχι για τα ξένα σώματα που πίεσαν σώμα και ψυχή, μα για εκείνα που την αρνήθηκαν, έπνιξαν το όνειρο και κάμαν την ζωή της εφιάλτη.
Στα 11 μαθαίνει και μια τέχνη, γίνεται φραγκοραφτού, μαθαίνει τα μπαλώματα, την τέχνη της βελόνας. Τα ίδια κι εκεί. Ο δάσκαλος, ο ράφτης, άλλα ψάχνει, είναι που αγωνιά και αυτός με το υπερεγώ του, που κι αυτό κινείται, πότε ξεπετάζεται μια πιθαμή λίγο κάτω από την κοιλιά, και πότε κλαψουρίζει, σα γάτης, μέσα στο φουσκωμένο στομάχι.
Το κορούλι μεγαλώνει μέσα σε πολέμους. Στην αρχή οι Γερμανοί αρπάζουν ότι γυαλίζει και μοιράζουν για δώρο θάνατο.
Παρακάτω ο σκληρός εμφύλιος, μέσα στο σπίτι ο ρουφιάνος πα-τέρας, δίνει όλη την γειτονιά. Όπου σταθεί, καρφώνει.
Διάλεξε τον πιο σκληρό ρόλο, τσάκισε κόσμο και κοσμάκη. Μπορεί να βόλευε τον δικό του χρόνο, μα διέγραψε την ανθρώπινη φύση του και έκανε ανείπωτο κακό σε δεκάδες ανθρώπους. Όπως ο καρβουνιάρης, ένα χρόνο ήθελε ο έρημος για το πτυχίο της νομικής.
Ο ρουφιάνος του στέρησε όλα του τα χρόνια, τον έστειλε εξορία και του ρούφηξε όλο τον αέρα, όλη την πνοή.
Μα πόσους δεν έσβησε από την γειτονιά, πόσοι ξημέρωσαν σε μαύρη νύχτα.
Η θετή κόρη ένιωθε απέραντο μίσος για αυτόν τον πατέρα, πρώτα έβγαινε ο φόβος, έπειτα γινόταν τρόμος, μα κάθε που ονειρευόταν τον έβλεπε πεθαμένο, άλιωτο, νεκρό σε σταυροδρόμι, άθαφτο να μην τον θέλει κανείς.
Μα τον ρουφιάνο δεν τον θέλει κανένας.
Πέθανε μεγάλος, με τα κρίματα ξεχασμένα και κρυφά, μα περασμένα σαν την πιο ακριβή χρυσή καδένα στο λαιμό της θετής κόρης. Εκείνη βασανίζαν, την έγδεραν περισσότερο από τον ίδιο. Το φορτηγό που τον χτύπησε, χαράματα κάπου στην Πειραιώς, αυτό θα το έστειλε κατευθείαν δίπλα στις ψυχές των βασανισμένων που ταλαιπώρησε, έλεγε, με κάθε ευκαιρία το ξαναλέει. Σταυροκοπιέται και χαίρεται, γιατί το ταμείο, η πληρωμή είναι μέσα στο ταξίδι, πάνω στις τελικές στροφές της διαδρομής. Λίγο να μην προσέξεις και θα γίνεις κομμάτια.
Είναι άλλοτε η κεντρομόλος ή άραγε φυγόκεντρος; Που σε κάνουν σμπαράλια, αν μάλιστα κάποτε ένιωθες και φτερά στην πλάτη, αυτά στα παραχώνουν μέσα στους χειρότερους εφιάλτες σου.
Εδώ που κόψαμε το εισιτήριο, εδώ θα δούμε και την παράσταση μας να ανεβαίνει, δεν υπάρχει επόμενη.
Το έργο μας, που παίζεται σε πρεμιέρα, κατεβαίνει την ίδια στιγμή, αφού το πανί της προβολής το σκίζουμε με τα δόντια μαζί με τις σάρκες μας, αυτές που θαρραλέα τις σιγοτρώμε ωμές.
Τα δάχτυλα των χεριών της γυναίκας έγιναν σκληρά, μικρές στρογγυλεμένες πέτρες με αποτυπώματα ολότελα δικά της. Αφού έκαμε και τη λαντζέρισσα, σε εκείνα τα μαγαζιά του Τουρκολίμανου που οι τουρίστες φορούσαν χρωματιστά πουκάμισα και άφηναν τα λεφτά του τόπου τους λαδώνοντας τα χέρια τους από το μύθο του Έλληνα Ζορμπά.
Η μάνα της συνέχιζε να κάνει αυτό που είχε καλομάθει, έτσι κοντή, καχεκτική, καμπούρα και σχεδόν άπνοη, ζητιάνευε στους δρόμους του Πειραιά. Μάζευε το καθημερινό μα ήταν δουλειά, μια μπίζνα.
Ό,τι κι αν είναι η μάνα, ψεύτικη να 'ναι, μα είναι η μάνα. Όσο κι αν κυλιστεί στο βούρκο της ανηθικότητας και περάσει τα σύνορα που η κοινωνία χαράσσει με βία στις ψυχές μας, η μάνα στέκει, χαϊδεύει και χορεύει όλο το είναι της περασμένης νιότης μας.
Μέσα στη δικτατορία και με την Τρούμπα να γράφει το τέλος, όπως κάθε πράμα που αναπνέει, η γυναίκα κούρνιασε με μια σκούπα και ένα φαράσι στα χέρια, έγινε καθαρίστρια.
Είναι η εποχή που ο Σκυλίτσης, ο δήμαρχος της χούντας, φορά στολές και γάντια στους οδοκαθαριστές. Ήταν η εποχή που ήθελε να πετάξουμε τη μιζέρια και τη φτώχεια έξω από το μεγάλο λιμάνι. Είναι στιγμή που αρνιόμαστε τα κόκκινα φανάρια. Κρύβουμε τις πουτάνες, με άκαπνα συναισθήματα που τυλίγουν σαν το μελάνι της σουπιάς την ψυχή, έτσι θέλει να σωθεί από το μαρτύριο μια αδύναμη σάρκα που φλέγεται από πάθος, μα πάλι αλλάζει το πρώτο γράμμα της λέξης και κάνει λάθος, το πάθος.
«Αν ποτέ συναντήσεις καμιά παστρικιά, τότε να μη προσπεράσεις, να της δώσεις, να τη φροντίσεις, γιατί εσύ δεν ξέρεις, δεν μπορεί να ξέρεις τι περνά, γιατί λερώνει το κορμί της με την δικιά σου βρώμα».
Το λέει και κοιτά πέρα, το βλέμμα μοιάζει να ξετρυπά τον ουρανό. Έπειτα αγγίζει το χώμα απαλά και μιλά μετά για τα λουλούδια, για ένα κήπο που θα ήθελε να έχει, για μια αυλή που όμως δεν μπορεί να την φροντίσει.
Είναι που κρύβονται οι άνθρωποι, κρύβονται από την αλήθεια, και όπου την συναντούν στρίβουν μη τυχόν και πέσουν απάνω της.
Λερώνουν τα ρούχα τους, και καθαρίζουν βιαστικά τις λίγδες κι αν δεν βγαίνει η βρώμα κάνουν κορδέλες κουστούμια και φορέματα και τα στοιβάζουν βιαστικά με τα σκουπίδια, δίνοντας χαρά σε ένα τσούρμο από αντιήρωες ρακοσυλλέκτες που βουτούν, καταδύονται στους κάδους, σκαλίζοντας τις πεταμένες καλημέρες μας.
Λέρωσε το κορμί της, μα τίποτε δεν άγγιξε την ψυχή, την ψυχή της που ολόδροση στέκει και χαμογελά στον ταλαιπωρημένο άγνωστο.
Η γυναίκα συνεχίζει να μαζεύει ό,τι μπορεί, ρούχα, παπούτσια κι ότι θα μπορούσε να σταθεί χρήσιμο στον άγνωστο συνάνθρωπο.
Τα μοιράζει στους πιο φτωχούς από εκείνη, σα δίνει ένα κομμάτι από μια τσακισμένη καρδιά, ένα περίσσευμα που από φόβο και πόνο τώρα μεταμορφώνεται σε συμπόνια.
Δεν είναι καμιά οσία. Έκαμε και ένα γάμο, με έναν ξένο, του μάσησε χρήμα, έφαγε λεφτά μα για να γίνεις Ρωμιός ήθελε παραδάκι. Τότε ακόμη έλεγες: «Έλληνας» και οι τριγύρω έβλεπαν έναν άνθρωπο τυχερό, φωτισμένο, με πατρίδα λαμπερή, σπουδαία.
Σήμερα δίπλα στο λαμπερό παρελθόν στέκει ένα κακόμοιρο παρόν που δείχνει προς το άμοιρο μέλλον.
Εικοσιεφτά χρόνια αγκαλιά με μια σκούπα, πάει περάσαν κι αυτά, θυμάται και έναν αρραβωνιαστικό. Έναν τύπο που την παράτησε έπειτα από δεκαπέντε χρόνια για ένα διαμέρισμα, ένα διαμέρισμα που η γυναίκα δεν είχε!
Ίδια χρώματα έντυναν τα όνειρα, ίδια ρουχαλάκια φορούσαν στα θέλω τους οι άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που μοιάζουν εξωπραγματικοί στις φωτογραφίες τις εποχής, έφτιαχναν ράγες για μας, να βάλουμε το δικό μας τρενάκι να τρέξει, με φορτίο τα όμοια, τα κοινά σενάρια που αιώνες τώρα δουλεύουμε με ζήλο.
Πέντε γυναίκες τόσο όμορφες όσο εκείνη είχε ο Πειραιάς, με πόδια λαμπάδα και κορμί θεϊκό, να υπάρχει ακόμα εκείνη η ασπρόμαυρη φωτογραφία, καθημερινή, από αυτόματο εργαλείο, όχι εβδομαδιαία με ρετουσαρίσματα και τέτοια.
Φωτογραφία που την κοιτά και ψάχνει να σιγουρευτεί πως πρόκειται για κείνη! Όχι, δεν κάνει λάθος, υπήρξε, ξεπετάχτηκε μέσα από τον πόνο και το μάτωμα, είχε στιγμές που έκανε την πραγματική γυναίκα όχι το εργαλείο ή το μηχάνημα.
Τα λιγοστά της δόντια την κάνουν να καταπίνει αμάσητα την τροφή, βιαστικά, έτσι όπως της πέρασαν, της όρισαν τους κανόνες μιας ζωής.
Μα δεν στέκεται σε τίποτε, πουθενά δε σταματά.
Γυρνά τις γειτονιές σαν σβούρα, περπατά όλα τα στενά και κόβει, ξέρει να ξεχωρίζει τους ανθρώπους, βλέπει μέσα από τα πάθη που πετάνε τα μάτια όταν σε κοιτούν. Μα εκείνη έτσι σαν ερινύα, την αποφεύγει ο άγνωστος διπλανός, είναι μια σκιά που γίνεται παρελθόν και στοιχειώνει το μικρό μας μύθο.
Πάντοτε τα βράδια έρχεται η μάνα της, δεν είναι που ζητά μια συγνώμη, αυτό το καθαρίσαμε, είναι που σα να χτυπά το κινητό, την ψάχνει, αλλά εκείνη ποτέ δεν το προλαβαίνει, είναι αλλού, δεν προφταίνει, δεν έχει τρόπο, από τον άλλο τόπο να γυρίσει, να ενωθεί μαζί της.
Η κυρά είναι γύρω-τριγύρω μας, βαφτισμένη μέσα στην ανάγκη, στο χρώμα της ανέχειας και το χρέος της πληρώνεται μέρα και νύχτα.
Ο λογαριασμός θα σβήσει με το κόψιμο της ανάσας, μιας ανάσας που είναι ίδια για όλους. Στάθηκε λίγο στο ζευγάρι που στεφάνωσε και τα κατοπινά χρόνια την χαρακτήρισαν «γυναίκα του δρόμου», πέταξαν την καλοσύνη στο βόθρο του ακάλυπτου μαζί με τους πόθους, για να μην κάνουν σκληρές μνήμες τα βάρβαρά τους χρόνια.
Μα είναι οι περισσότεροι που στεκόμαστε άσκεφτα και αδειάζουμε, στεγνώνουμε το μυαλό από τα λογής υγρά του, προτιμάμε να αφήνουμε ένα δάκρυ στο μαξιλάρι της ντροπής μας, να κρίνουμε το διπλανό, να κάνουμε τα λάθη μας παντιέρα με οικόσημο το πρόσωπο του.
Στις γυναίκας το σπίτι δεν έχει εικόνες και θυμιατά, οι άγιοι μας δεν ταιριάζουν σε ένα κόσμο που κακοφόρμισε και ίσα που αναπνέει. Εκείνη συναντά στον περαστικό εξόριστο ζητιάνο τον σταυρωμένο γιο, που εγκαταλελειμμένος από πατέρα βασανίζεται μέσα στους ασύγχρονους καιρούς, στην εποχή μας.
Όπως πικρή είναι η αλήθεια της έτσι και η γλώσσα της, άγρια και άκομψη στέκει μέσα σε βρισιές, κατάρες και συγνώμες.
Μονολογεί κι αν τύχει και την ακούσεις, ντρέπεσαι, στην αρχή γίνεσαι κριτής και τη διαγράφεις από μια κοινωνία που θέλεις τις σκιές σιωπηλές, νεκρές, να προσπερνούν ντυμένες με μιαν άλλη διάσταση.
Μα αν σταθείς, αν αγγίξεις την αλήθεια από τα λόγια της, βλέπεις πως το άδικο έχει τόπο, το παράλογο έχει χρόνο.
Είναι οι δικές μας οι στιγμές οι ανθρώπινες που από τότε, τότε που είμαστε εμείς στο χάραγμα της μέρας, επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, στις ίδιες στροφές τραβάμε το χειρόφρενο, άσχετο με το μέσο που πορευόμαστε, έτσι μοιραία ντελαπάρουμε, γκρεμιζόμαστε μαζί με όλο το κόσμο μας, μα έτσι κι αλλιώς τελειώνει, πως αλλιώς. Ό,τι αναπνέει πεθαίνει.
Όλο το ξεχνάμε, μα όλο κάτι έρχεται, βγαίνει στον αφρό και μας το θυμίζει.