Το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) ή και της εισαγωγής στη χώρα ενός παράλληλου νομίσματος εντός της Ευρωζώνης συζητήθηκε στο παρελθόν κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για ένα πρόγραμμα διάσωσης βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Οι αιτίες για αυτή την ανακυκλώμενη συζήτηση είναι πολλές. Η χώρα απέτυχε επανειλημμένα (2011-12, 2014-2015) να εφαρμόσει τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, στα οποία είχε συμφωνήσει για να εξασφαλίσει χρηματοδοτική συνδρομή και να αποφύγει άτακτη χρεοκοπία, αλλά και για να απεξαρτηθεί από τη βοήθεια της ΕΕ, των κρατών μελών της και του ΔΝΤ. Η αποτυχία αυτή με τη σειρά της οφείλεται στη δυναμική του πολιτικού-οικονομικού συστήματος της χώρας. Όμως, άλλοι παράγοντες που εξηγούν την κρίση και την αποτυχία της προσαρμογής ήταν η ίδια η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης (πριν από την κρίση) και κρίσιμα ελαττώματα των προγραμμάτων διάσωσης - ιδίως του πρώτου που δεν προέβλεψε έγκαιρη αναδιάρθρωση του συσσωρευμένου χρέους.
Σήμερα η έξοδος από την Ευρωζώνη εμφανίζεται μεν αποτρέψιμη αλλά, αλλά παραμένει πιθανή. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες και κυρίως από τη δυναμική του πολιτικού-οικονομικού συστήματος.
Μια πρώτη εικόνα (και προειδοποίηση) για τις επιπτώσεις μιας εξόδου και πτώχευσης έδωσε η κρίση του Ιουνίου 2015. Τότε η Ελλάδα βρέθηκε εκτός (του προηγούμενου) προγράμματος προσαρμογής και εκτός χρηματοπιστωτικής ομπρέλας, διέκοψε την πληρωμή ληξιπρόθεσμης δόσης προς το ΔΝΤ, αναγκάσθηκε να κλείσει προσωρινά τις τράπεζες και να εισάγει μονιμότερους κεφαλαιακούς ελέγχους (συμπεριλαμβανομένων και των ορίων άντλησης μισθών και συντάξεων κάθε μέρα και εβδομάδα από τις τράπεζες), ανέβαλε τις εξοφλήσεις νέων οφειλών του Δημοσίου σε προμηθευτές. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία και η χώρα να περιέλθει εκ νέου σε ύφεση.
Με βάση τη διεθνή εμπειρία, αλλά και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού-οικονομικού συστήματος σήμερα, εκτιμήσαμε τις πιθανές επιπτώσεις της εξόδου από την Ευρωζώνη ως εξής: Κατ' αρχάς το νέο νόμισμα (η δραχμή) θα υποτιμηθεί πολύ και θα μείνει ασταθές στη συνέχεια. Σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. ένταση αναδιανεμητικών διεκδικήσεων) η χώρα θα βυθισθεί σε νέα βαθιά ύφεση, όπως δείχνουν όλες οι προβλέψεις και οι ελπίδες για επιστροφή στην ανάπτυξη θα μετατεθούν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα μπορεί να προκαλέσει έναν φαύλο κύκλο υποτιμήσεων-πληθωρισμού-υποτιμήσεων και να καταστήσει αδύνατο τον έλεγχο της δημόσιας οικονομίας λόγω της δυναμικής του πολιτικού οικονομικού συστήματος.
Οι εμπειρίες του 1953-1963, 1993-99 και 2012-2014 έδειξαν (και η θεωρία επιβεβαιώνει) ότι η καθιέρωση και υποτίμηση του (νέου) νομίσματος θα πρέπει να συνοδεύσει σφικτή εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (και σοβαρές μεταρρυθμίσεις) προκειμένου να αποφευχθεί το σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που καταλήγει σε πλήρη αποδιοργάνωση της οικονομίας. Όμως αυτό ακριβώς δεν είναι βέβαιο στις σημερινές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Την έξοδο από την Ευρωζώνη (ή και την ΕΕ) θα ακολουθούσε μεγαλύτερη απόκλιση της οικονομικής πολιτικής από τις τάσεις στην Ευρώπη και ακόμα μεγαλύτερη (και παραλυτική) εσωστρέφεια του πολιτικού συστήματος. Οι δυνατότητες πρόσβασης σε δημόσιους πόρους θα περιορισθούν δραματικά: Χωρίς τις χρηματοδοτήσεις αυτές, χωρίς δυνατότητες δανεισμού από τις αγορές και με μια άστατη γενική οικονομική πολιτική, θα είναι αδύνατη η επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη ή η υπεσχημένη παραγωγική ανασυγκρότηση.
Κατά πάσα πιθανότητα επίσης θα διαψευσθούν οι υπερβολικές προσδοκίες για αύξηση των εξαγωγών με μια γενναία υποτίμηση, ενώ θα γίνουν δυσκολότερες και θα τροφοδοτούν τον πληθωρισμό οι εισαγωγές ζωτικών προϊόντων (και οι αναπόφευκτοι έλεγχοί τους), η ενέργεια δεν θα γίνει φθηνότερη, το τραπεζικό σύστημα θα αποσταθεροποιηθεί, η χώρα θα αδυνατεί να αντλήσει δάνεια από τις διεθνείς αγορές ή άλλα κράτη και θα επιχειρήσει τη διευθέτηση του χρέους σε συνθήκες χάους και νομικών εμπλοκών (βλέπε προηγούμενο Αργεντινής).
Η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα δυσκόλευε περισσότερο την εξυπηρέτηση του χρέους. Η ήδη προβληματική σχέση ενός τμήματος της κοινωνίας και της πολιτικής με το κράτος δικαίου (rule of law) θα επιδεινωθεί. Mια νέα απότομη πτώση των εισοδημάτων μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και η αύξηση της ανεργίας και της αβεβαιότητας θα οδηγούσαν σε ένα νέο κύμα απεργιών, σκληρών διεκδικήσεων, αντιθεσμικών πρακτικών, ενδεχομένως σε έναν φαύλο κύκλο βίας και αντίμετρων της εξουσίας και, εν τέλει σε πολιτική αστάθεια. Το πολιτικό σύστημα τουλάχιστον για ένα διάστημα θα αδυνατεί να διαχειρισθεί την κρίση. Οι ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις αφορούν την κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα.
Η έξοδος, όπως και να μεθοδευθεί, δεν θα δώσει λύση στις μεγάλες εκκρεμότητες της χώρας, δηλαδή δεν θα λύσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα. Συναφώς, τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν την ανάκαμψη για πολύ καιρό. Το πιθανότερο είναι ότι η ελληνική πολιτική θα κινείται χωρίς πυξίδα και χωρίς τη δυνατότητα να επικαλείται τον περιορισμό του υπέρτερου στόχου της παραμονής στον πυρήνα της Ευρώπης, που λειτούργησε εν τινι μέτρω ως «εξωτερικός περιορισμός». Επομένως, θα προσκρούει σε ένα υψηλότερο τείχος αναξιοπιστίας. Όλα αυτά θα απειλήσουν πολλές από τις εναπομείνασες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και, κατά προέκταση, τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους.
Το πρακτικό συμπέρασμα της ανάλυσής μας συνοψίζεται ως εξής: Αντί του Grexit είναι προτιμότερο να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα προσαρμογής εντός της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με τη διευθέτηση του χρέους η οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί καθώς θα προχωρεί η εφαρμογή του.
Εναλλακτικά, υπάρχει ο κίνδυνος με την έξοδο από το Ευρώ να κάνουμε έναν κύκλο με τεράστιο κόστος για να επιστρέψουμε με χειρότερες προϋποθέσεις κάτω από την ευρωπαϊκή ή διεθνή ομπρέλα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Πάνου Καζάκου «Η δραχμή δεν (θα) είναι λύση. Οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit)», εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016.