Λίγο οι επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές για πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, λίγο η πρόσφατη δήλωση Φίλη για την γενοκτονία των Ποντίων, λίγο οι βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία και λίγο τα ερωτήματα για την Δύση και το Ισλάμ, μια συγκεκριμένη παρατήρηση καθίσταται εμμέσως επίκαιρη: η σημερινή Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα που αντιστοιχεί συνεπέστερα στο τουρκικό κεμαλικό κόμμα, το CHP (Cumhuriyet Halk Partisi), και στην κατάσταση στην οποία αυτό βρίσκεται. Η σημερινή ΝΔ είναι το ελλαδικό γενόσημο των Κεμαλιστών, και η σύγκριση μάς βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα και τα ελλαδικά και τα τουρκικά αντίστοιχα.
Η ομοιότητα εντοπίζεται στην θλιβερή κατάσταση και των δύο κομμάτων σήμερα, αλλά έχει νόημα να εξετάσουμε τα ιστορικά προηγούμενα:
Το CHP, με επικεφαλής τότε τον Κεμάλ Ατατούρκ, είναι το κόμμα που ηγήθηκε της μεγάλης Μεταπολίτευσης της Τουρκίας, δηλαδή της ιδρυτικής της στιγμής από τις στάχτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βασικό του θέσφατο αποτελεί η απόλυτη αναγκαιότητα του εκδυτικισμού ως αναγκαίας και ικανής προϋπόθεσης του εκσυγχρονισμού (ο ορισμός του Κεμαλισμού ως ιδεολογίας), δηλαδή το τουρκικό αντίστοιχο του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Το CHP ηγεμόνευσε για δεκαετίες, μέχρι την έλευση του Ερντογάν, στην πολιτική ζωή της γείτονος χώρας.
Η Νέα Δημοκρατία, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είναι το κόμμα που ηγήθηκε της Ελλάδας μετά την χούντα, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Παρά όμως τον καραμανλικό σχεδιασμό να κυβερνά κυρίως η ΝΔ, με διαλείμματα-τσόντες μιας κεντροαριστεράς όπως το ΠΑΣΟΚ σε έναν συμφέροντα γι' αυτήν δικομματισμό, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου την υπερκέρασε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σκληρού δικομματισμού. Οπότε το άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ήταν για δεκαετίες το ηγεμονεύον consensus. Είναι ο Καραμανλής που πρωτοδιατύπωσε το «ανήκομεν εις την Δύσιν» και κατ' επέκταση το ελλαδικό δόγμα του εκδυτικισμού ως προϋπόθεσης εκσυγχρονισμού, δηλαδή τον ελληνικό κεμαλισμό που συγκροτεί το παρακμιακό consensus της χώρας μας.
Το κεμαλικό CHP στην Τουρκία και η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι, συνεπώς, ακριβώς το ίδιο: ένα πρώην μεγάλο κόμμα διακυβέρνησης και νυν μεσαίο κόμμα αντιπολίτευσης, ο ιστορικός κύκλος του οποίου έχει κλείσει∙
Όμως, έφτασε μια στιγμή που το μοντέλο του CHP και του Κεμαλισμού ως το κυρίως πλειοψηφικό ιδεολογικό και κυβερνητικό όχημα της Τουρκίας (παρά τις ενίοτε ανταύγειες παντουρανισμού κλπ.) χρεωκόπησε, και ένα νέο ιδεολογικό σχήμα που ικανοποιούσε τις νέες ανάγκες του λαού (εν πολλοίς μιαν «άνοδο των μη προνομιούχων» θρήσκων της Ανατολίας), το AKP του Ερντογάν, ανήλθε και ηγεμονεύει, κερδίζοντας απανωτά τις εκλογές καθ' όλη τη διάρκεια της ήδη υπερδεκαετούς πορείας του. Μετά τη «Νέα Μεταπολίτευση στην Τουρκία», το CHP περιθωριοποιήθηκε με έναν ιδιότυπο τρόπο, με την έννοια ότι έχασε πλέον άπαξ και δια παντός την δυνατότητα να γίνει πλειοψηφικό, παραμένοντας όμως σε μια ζώνη του 20%-25%. Δηλαδή, έγινε «φύλακας μουσείου»: πολλοί ψηφοφόροι, διαφωνούντες με τη νέα κατάσταση, υποχρεώνονται δια της εις άτοπον να το ψηφίσουν, κρατώντας το σε μια κατάσταση ζωντανού-νεκρού, σε μια κατάσταση ζόμπι. Χωρίς όμως ποτέ να πρόκειται να του δώσουν τη δύναμη να κυβερνήσει ξανά. Έτσι όμως όχι μόνο έχασε για πάντα το CHP την δυνατότητα να κυβερνήσει, αλλά λειτουργεί και ανασταλτικά για οποιοδήποτε ενδεχόμενο εμφάνισης βιώσιμης αντιπολίτευσης: καπελώνοντας ένα 20%-25% το οποίο καθίσταται ανενεργό ελλείψει ενδεχομένου διακυβερνήσεως, αφαιρείται από την σύνολη αντιπολίτευση το ενδεχόμενο να απειλήσει ρεαλιστικά το AKP των Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Ενώ προηγουμένως εξετάσαμε τα ιστορικά προηγούμενα, είναι σε αυτό το σημείο που φανερώνεται η παραλληλία. Η σημερινή Νέα Δημοκρατία βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την κατάσταση: έχοντας κλείσει τον ιστορικό και εκλογικό της κύκλο, βρίσκεται--και θα βρίσκεται μέχρι να εμφανιστεί το σχήμα που θα την υποκαταστήσει πλήρως--παγιδευμένη σε ένα μεσαίο κομματικό μέγεθος της τάξεως του 20%-25% περίπου. Χωρίς να έχει τίποτα να προσφέρει και κανένα μοντέλο διακυβέρνησης να υπερασπιστεί, η Νέα Δημοκρατία καθίσταται απλώς αποδέκτης του μεγαλύτερου μέρους των ψήφων δυσθυμίας και αντίδρασης, των αρνητικών ψήφων απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Θετικά, προς διακυβέρνηση, την ψηφίζουν πλέον μόνο τα στελέχη της, η ίδια η χαμηλή ποιότητα των οποίων μαρτυρεί για την οριστική δύση του κόμματος. Με τις «σκέτες» αρνητικές ψήφους αντίδρασης όμως δεν δομείται εντολή διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα η φαντασίωση των υποψηφίων προέδρων της ΝΔ για επάνοδό της στο 40% να είναι ακριβώς αυτό: φαντασίωση, ή γλυκιά μνήμη που μπερδεύεται με την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει στους γέροντες με άνοια. Αυτό όμως δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας: απλώς και μόνο υπάρχοντας, αυτό το ζωντανό-νεκρό μεσαίου μεγέθους κόμμα αφαιρεί και ακυρώνει κάθε ενδεχόμενο πραγματικά απειλητικής αντιπολίτευσης. Καπελώνοντας ένα 20%-25%, καθιστά αδύνατη την εμφάνιση μιας άλλης αντιπολίτευσης, η οποία θα ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα σε όλα τα επίπεδα και θα ενδέχεται να λάβει εντολή διακυβέρνησης. Με την ημιθανή ζωή της, η ΝΔ σκοτώνει κάθε βιώσιμη αντιπολίτευση, και δίνει εισιτήριο διακυβέρνησης στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα ακόμα κι αν αυτός πράξει όλα τα πιθανά και ενδεχόμενα λάθη ή καταστροφές.
(Κατά βάθος, η Νέα Δημοκρατία το γνωρίζει αυτό. Εμμέσως, δεν σκοπεύει πλέον στην κατάληψη της εξουσίας: ως εταιρεία, αρκείται στο να διακονεί το φιλέταιρον των εταίρων της, στο παραγοντιλίκι και στις πελατειακές σχέσεις. Αυτή είναι η θεμελιωδέστερη λειτουργία του κόμματος αυτού, από τις νεολαίες του μέχρι το ανώτατο επίπεδο.)
Το κεμαλικό CHP στην Τουρκία και η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι, συνεπώς, ακριβώς το ίδιο: ένα πρώην μεγάλο κόμμα διακυβέρνησης και νυν μεσαίο κόμμα αντιπολίτευσης, ο ιστορικός κύκλος του οποίου έχει κλείσει∙ δε μπορεί να ανταποκριθεί στη νέα κατάσταση, δε μπορεί να πει κάτι πραγματικά καινούργιο και λόγω κεκτημένης ταχύτητας και αρνητικής ψήφου βρίσκεται μη αναστρέψιμα καθηλωμένο σε ένα 20%-25%, ποσοστό καταστροφικό σε δικομματικά συστήματα. Καθιστώντας έτσι αδύνατη τη δημιουργία πραγματικής («απειλητικής») αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έτσι, και το CHP και οι ΝΔ είναι οι καλύτεροι, οι πιο πιστοί φίλοι των κομμάτων που κυβερνούν στις χώρες τους: του AKP του Ερντογάν και του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα αντίστοιχα. Καθ' ότι εγγυώνται και διασφαλίζουν ότι, όσο υφίστανται ως αντιπολίτευση, τα κυβερνώντα κόμματα δεν θα απειληθούν από αντίρροπες και ελπιδοφόρες πολιτικές δυνάμεις. «Άμα έχεις τέτοιους εχθρούς, τί να τους κάνεις τους φίλους!»
Φυσικά, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε καμμία περίπτωση το ελλαδικό αντίστοχο του Ερντογάν και του ΑΚΡ, δεν έχουν καν ομοιότητες. Ενώ το AKP του Ερντογάν κάλυψε συγκεκριμένες ανάγκες νέας μεταπολίτευσης προ δεκαετίας, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστούν επ' ουδενί το νέο, την αφήγηση και πράξη που πλειονοτικά εκφράζει τις νέες ανάγκες του ελληνικού λαού, αλλά μάλλον το αρνητικό placeholder, δηλαδή αυτό-που-ψηφίστηκε-για-να-φύγουν-οι-προηγούμενοι-και-μέχρι-να-έρθουν-οι-επόμενοι. Η κυβερνητική του πρακτική, η αποξενωτική της εκλογικής του βάσης, το επιβεβαιώνει: το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι αβέβαιο, τα ψωμιά του μετρημένα. Το μόνο που σώζει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η έκλειψη κάθε ποθητής εναλλακτικής, δηλαδή η παραμονή του πιο πιστού του υπηρέτη, της εξ ορισμού, καταστατικά και μη αναστρέψιμα νεκροζώντανης ΝΔ, στον θώκο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Και οι τέσσερις υποψήφιοι πρόεδροι των Ελλήνων Κεμαλιστών γνωρίζουν καλά τη μοίρα της ΝΔ και την κατάστασή της, αλλά πωλούν στο κομματικό ακροατήριο την ονειροφαντασίωση της επανόδου στο 40% για να το κολακέψουν ψηφοθηρικά (εύλογο το ότι επιθυμούν την προεδρία ενός νεκροζώντανου κόμματος: εδώ η προεδρία του ΠΑΣΟΚ του μονοψήφιου ποσοστού και είχε πολλούς μνηστήρες). Και οι τέσσερις υποψήφιοι πρόεδροι της ΝΔ «παίζουν» στο στενά κομματικό, θλιβερά παρωχημένο επίπεδο, κρύβοντας την απόσυρση από την ιστορία κάτω από το χαλί. Και οι τέσσερις υποψήφιοι πρόεδροι της ΝΔ υπόσχονται στον Έλληνα ότι η καταστροφική διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα συνεχίσει να μην έχει αντίπαλο.
Εν όψει των εσωκομματικών της εκλογών, πρέπει να λεχθεί: η πλήρης απόσυρση και αυτοδιάλυση της ΝΔ είναι πλέον εθνική και δημοκρατική ανάγκη. Λειτουργίας του πολιτεύματος, λειτουργίας της χώρας.