«Πάντα γαρ ενδέχεται και άλλως έχειν»(Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια).
Πρόεδρος του Αρείου Πάγου η κ. Θάνου, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ο κ. Τσακυράκης, δηλαδή δύο άνθρωποι που από τη θέση τους διακονούν τη νομική επιστήμη που σημαίνει ότι διακονούν (και) τη Δικαιοσύνη. Ο πυρήνας της αντιδικίας τους αναφέρεται στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης της κ. Θάνου από σχόλιο σε βάρος της που ανάρτησε στο διαδίκτυο ο κ. Τσακυράκης και αφορούσε επιστολή της πρώτης προς τους συναδέλφους της δικαστές των χωρών της Ε.Ε. τον Ιούλιο του 2015 προκειμένου να εκφρασθούν θετικά υπέρ της χώρας μας στο ζήτημα του χρέους και γενικότερα της οικονομικής, και όχι μόνο, θέσης και πορείας της, ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων της χώρας με τους δανειστές.
Κατ' αρχήν στο ερώτημα αν είχε το δικαίωμα αυτό η κ. Θάνου αναμφίβολα η απάντηση είναι θετική, μάλιστα η ίδια δηλώνει ότι και δικαίωμα και επιτακτικό καθήκον είχε να απευθυνθεί στους ομολόγους της των ευρωπαϊκών χωρών, θεωρώντας ότι «η δικαιοσύνη δεν είναι μοναχική και ότι σε εποχές κρίσεων πρέπει να είναι σε εγρήγορση ιδίως όταν οι πολίτες βιώνουν απαξίωση και αμφισβήτηση αποτελεσματικότητας των θεσμών». Ο κ. Τσακυράκης εξέλαβε την πρωτοβουλία αυτή της κ. Θάνου ως «αφελή» και ότι «μιλά ως πολιτικάντης», ενώ καλούσε τους δικαστές να ζητήσουν την παραίτησή τους διότι με την επιστολή της «καταβαραθρώνει τη δικαιοσύνη και τους θεσμούς, εκθέτει τη χώρα μας και μας ευτελίζει πολιτισμικά».
Θεωρώ ότι η κ. Θάνου ενήργησε στα πλαίσια των δικαιωμάτων της, αφού σε συνθήκες ακραίας λιτότητας και κατάστασης ανάγκης (όπως την όρισαν οι ΄Ερνεστ Μπλόχ και Τζόρτζιο Αγκάμπεν), που περιορίζουν αφόρητα τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, ο Δικαστής, που βρίσκεται στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας της Δικαιοσύνης, έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει είτε για την άρση είτε για τον περιορισμό της προσβολής των δικαιωμάτων αυτών των πολιτών, που πράγματι προσβάλλονται, όπως ρητά αποδέχεται στις σχετικές της Εκθέσεις της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (που μόλις χθες παρουσιάστηκαν στη Βουλή των Ελλήνων).
Ο κ. Τσακυράκης εξέλαβε την πρωτοβουλία αυτή της κ. Θάνου σαν ενέργεια που εκφεύγει από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά της, μάλιστα θα προκαλούσε και αρνητικά σχόλια και για την ίδια, ίσως και για τη χώρα, από τους ομολόγους της των ευρωπαϊκών χωρών, και της άσκησε σφοδρή κριτική για τη σχετική επιστολή της.
Το ερώτημα, πρωτίστως νομικού χαρακτήρα, που γεννάται είναι αν οι κρίσεις και χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε ο κ. Τσακυράκης προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη της κ. Θάνου και αν στοιχειοθετούν τα αδικήματα της εξύβρισης και δυσφήμισης, αν δηλαδή έγιναν με σκοπό την καταφρόνηση του προσώπου της, στα πλαίσια της νομολογίας των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Εκ προοιμίου να τονισθεί το γεγονός ότι η αντιδικία αυτή γεννά έκπληξη σε όλους όσους διακονούν από διάφορες θέσεις τη δικαιοσύνη, γιατί στο χώρο της πρέπει να κυριαρχεί το αίσθημα καταλλαγής, συστολής, σεβασμού του ΑΛΛΟΥ και της διαφορετικής άποψης, και όλοι να κινούνται σ' αυτό που στη Ρωμαϊκή κοινωνία είχε ονομαστεί communis opinio (=κοινό αίσθημα). Ταυτόχρονα όμως στη νομική επιστήμη κυριαρχεί και πρέπει να γίνεται ανεκτό αυτό που έλεγε o Ηράκλειτος: «Γίγνεσθαι τε πάντας κατ' εναντιότητα...το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην» (=δηλαδή τα πάντα γίνονται από την αντιπαράθεση και η καλύτερη αρμονία από τη διαφορετικότητα και τα αντίθετα συμφέροντα), αφού στα ακροατήρια των δικαστηρίων καθημερινά υπάρχει μία ανηλεής σύγκρουση συμφερόντων, απόψεων και θέσεων. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της δικαιοσύνης, η ανοχή της αντιπαράθεσης, όσο σφοδρής και αν είναι, δεδομένου ότι υπάρχουν στα αντίδικα μέρη εκ διαμέτρου αντίθετα (δικαιολογημένα) συμφέροντα, αρκεί να αποφεύγονται οι ακραίες συμπεριφορές και προσβλητικές θέσεις και ισχυρισμοί.
Και αυτό διότι «...ότι εν πάσιν η μεσότης επαινετόν, τα δε άκρα ούτ' επαινετά, ούτε ορθά, αλλά ψεκτά...»(Αριστοτέλης). Η κ. Θάνου εκλαμβάνει τη σφοδρή κριτική του κ. Τσακυράκη σαν εξύβριση και «θέλει να την σβήσει» με τη μήνυσή της («Πιο πολύ και από την πυρκαγιά πρέπει κανείς να σβήνει την ύβρη», Ηράκλειτος), ενώ ο κ. Τσακυράκης τα όσα είπε τα θεωρεί σαν κριτική και αξιολογικές κρίσεις, που δε μπορούν να θεωρηθούν ότι στοιχειοθετούν τα ποινικά αδικήματα της εξύβρισης και της δυσφήμισης. Ποιος έχει δίκιο;
Να δεχθούμε σαν αρχή ότι ο καθένας που ασκεί εξουσία, στα πλαίσια της διάκρισης των εξουσιών βεβαίως, έχει το στυλ του, την προσωπικότητά του, τον «τύπο» του που τον χαρακτηρίζει σε όλες τις εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, ακόμα και στα γραπτά του, στις επιστολές του, στο λόγο του. Δε μπορεί να γίνει αποδεκτό το επιχείρημα της σιωπής (=argumentum e silentio) για κανένα από τους δύο αντιδίκους, έχουν και οι δύο το δικαίωμα να μη σιωπούν, ακόμα και όταν χρησιμοποιούν το στοιχείο της υπερβολής σαν μέσο πειθούς (αυτό άλλωστε ήταν ο κύριο χαρακτηριστικό των Σοφιστών και καθόλου αξιοκατάκριτο για τον γράφοντα), η κ. Θάνου έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιεί τις απόψεις της, και ο κ. Τσακυράκης, έστω και με υπερβολή που φθάνει στα όρια του ανεκτού, να ασκεί κριτική στις απόψεις αυτές, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι ακόμα και σκληροί όροι και χαρακτηρισμοί μπορούν να εκληφθούν ότι προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη της κ. Θάνου.
Και είναι πράγματι σκληροί, σκληρότατοι οι χαρακτηρισμοί της κ. Θάνου, Προέδρου ενός ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, από τον κ. Τσακυράκη, όμως τα δημόσια πρόσωπα, όσο υψηλό αξίωμα και αν κατέχουν, μάλιστα υπάρχει παραδοχή στη νομική επιστήμη ότι ακριβώς επειδή κατέχουν υψηλό αξίωμα, πρέπει να ανέχονται σφοδρή κριτική, αρκεί να μην υπάρχει σκοπός καταφρόνησης της προσωπικότητας του κρινόμενου, δηλαδή να μην υπάρχει σκοπός προσβολής της τιμής και της υπόληψής του. Και αυτό διότι δε μπορεί να γίνει ανεκτό το επιχείρημα της μίας άποψης, της μίας -έστω κυρίαρχης-θέσης, της μίας γνώμης, γιατί αυτό αποκρούεται στη νομική επιστήμη γιατί αντιστρατεύεται την ίδια την ουσία της, που είναι η διαπάλη των ιδεών, η αντιδικία και η αντιπαράθεση, όπως παραπάνω εκτέθηκε (Timeo hominem enius libri=να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου-άποψης).
Στην αντιδικία αυτή που ενέσκηψε σε ώρες κρίσιμες για τη χώρα μας θεωρώ ότι το communis opinio (=κοινό αίσθημα ) είναι μάλλον με την πλευρά της κ. Θάνου (αφού είναι αδύνατο να να δεχθεί ότι η πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου που επέλεξε αρμοδίως η Πολιτεία μπορεί να είναι «αφελής και πολιτικάντης, που καταθαραρθρώνει τη δικαιοσύνη...»), ενώ η νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων με την πλευρά του κ. Τσακυράκη. Τα οποία δέχονται ότι, «είναι επιτρεπτά δημοσιεύματα για την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, συνοδευόμενα και από οξεία ακόμη κριτική, δυσμενείς ή σκωπτικούς χαρακτηρισμούς των προσώπων, στα οποία αφορούν».
Όμως σαν πολίτης και πολιτικός μόνο άβολα αισθάνομαι από την αντιδικία αυτή, γιατί στις μέρες μας, που βιώνουμε συνθήκες και συνέπειες ανθρωπιστικής κρίσης και κατάρρευσης δομών, υπηρεσιών και ανθρωπιστικών ιδεωδών, θα ανέμενα από τους πνευματικούς και επιστημονικούς ταγούς ιδιαίτερη περισυλλογή, αποφυγή υπερβολών και, κυρίως, αποφυγή εμμονής στο «απόλυτο», αυτό δεν το ανέχεται ούτε η νομική επιστήμη ούτε η κοινή γνώμη, το είπε άλλωστε ο μέγιστος Ανδρέ Ζίντ: «Πιστεύω εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια, αμφισβητώ εκείνους που δηλώνουν ότι τη βρήκαν».