«Κι αν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε εφεύρουμε έναν». Πόση αλήθεια μπορούμε να βρούμε στη φράση του Βολταίρου όσων αφορά επενδύσεις χαρτοφυλακίου; Η σύγχρονη χρηματοοικονομική θεωρία, από την οποία πήγαζει η συμπεριφορική χρηματοοικονομική, στηρίζεται σε μια σειρά από «απλές» αρχές:
Ως επί το πλείστoν:
1. Οι επενδυτές είναι ορθολογικοί: Ανάμεσα σε δυο επενδύσεις με ίδιο ρίσκο, θα επιλέξουν την επένδυση με την μεγαλύτερη απόδοση. Ανάμεσα σε δυο επενδύσεις με την ιδια απόδοση, θα επιλέξουν την επένδυση με το μικρότερο ρίσκο.
2. Η αναφορά σε μια απόδοση έχει νόημα μόνο αν αναφέρεται σε σχέση με το ρίσκο της απόδοσης και το αντίστροφο. Επένδυση χωρίς ρίσκο δεν έχει απόδοση.
3. Η μελλοντική απόδοση μιας επένδυσης είναι θετικά συσχετισμένη με το ρίσκο που περιέχει: Οι επενδύσεις σε μετοχές εμπεριέχουν μεγαλύτερο ρίσκο από τις επενδύσεις σε ομόλογα δημοσίου (ίσως όχι του Ελληνικού δημοσίου άλλα αυτό είναι άλλη ιστορία!), οπότε και έχουν μεγαλύτερη απόδοση.
4. «Μη βάζεις όλα τα αυγά σε ένα καλάθι»: οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για μεγιστοποίηση της απόδοσης μιας επένδυσης σε σχέση πάντα με το ρίσκο αυτής της επένδυσης. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται σε αυτήν την τελευταία διαπίστωση.
Ακούγεται απλό: για έναν πωλητή ρούχων, μεγιστοποίηση απόδοσης σημαίνει να πουλάει πουλόβερ τον χειμώνα και μαγιό το καλοκαίρι. Ο επενδυτής, όπως και ο πωλητής, ελαχιστοποιεί το ρίσκο της επένδυσης του όταν επενδύει σε προϊόντα που είναι αρνητικά συσχετισμένα μεταξύ τους.
Τι γίνεται όμως όταν οι πωλήσεις των δύο προϊόντων ή οι αποδόσεις των επενδυτικών προϊόντων δεν είναι αρνητικά συσχετισμένες; Το ρίσκο δεν ελαχιστοποιείται. Έπεται ότι αν δεν υπάρχουν επενδυτικά προϊόντα που είναι αρνητικά συσχετισμένα μεταξύ τους, πρέπει να εφεύρουμε μερικά. Στην αρχή είχαμε τις μετοχές με τα ομόλογα, μετά τις αγορές του εξωτερικού με τις εγχώριες αγορές, αργότερα τις αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών και τώρα έχουμε τις εναλλακτικές επενδύσεις όπως επενδύσεις σε κρασί, πολυτελή αυτοκίνητα και έργα τέχνης. Όπως διαπιστώνει ο Markowitz, ο πρωτεργάτης της σύγχρονης χρηματοοικονομικής θεωρίας, «ένα χαρτοφυλάκιο με επενδύσεις σε μετοχές εκατό διαφορετικών εταιρειών των οποίων οι αποδόσεις είναι απόλυτα και θετικά συσχετισμένες, προσφέρει τόση προστασία από το επενδυτικό ρίσκο, όσο μια επένδυση σε μια εταιρεία μόνο».
Είναι όμως δυνατό (ή θεμιτό) να εξαλείψουμε το ρίσκο ενός χαρτοφυλακίου; Ουσιαστικά, όχι. Όταν το 1990 ο Harry Markowitz παραλάμβανε το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας από τη Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας, σημείωνε "it seems to me that the theory of rational behavior under uncertainty can continue to provide insights as to which practicable procedures provide near optimum results". Ο Markowitz διατύπωνε ότι αυξάνοντας τον αριθμό των επενδύσεων σε ένα χαρτοφυλάκιο, ο επενδυτής μπορεί να εξαλείψει το μη-συστηματικό κίνδυνο μιας επένδυσης, δηλαδή το κίνδυνο που επηρεάζει την εταιρεία μόνο και όχι όλη την αγορά. Αυτό που απομένει είναι το συστηματικό ρίσκο, δηλαδή το ρίσκο που επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία και την αγορά και είναι επομένως μη-διαφοροποιήσιμο.
Δύο αλήθειες:
1. Όπως αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια της χρηματιστηριακής φούσκας του 1999, όπως επίσης και σε κάθε χρηματιστηριακή κρίση, το συστηματικό ρίσκο είναι αναπόφευκτο. Επενδυτές που επιδεικνύουν συμπεριφορά αγέλης (herding) τροφοδοτούν και είναι επιρρεπείς σε χρηματιστηριακές κρίσεις.
2. Η εξάλειψη του μη-συστηματικού κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου δεν είναι πανάκεια και μπορεί να προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες. Το Brexit προσφέρει μια από αυτές τις επενδυτικές ευκαιρίες αφού επιδεικνύει την διαφορά του μη-συστηματικού κινδύνου μεταξύ των εταιριών που έχουν μεγάλη έκθεση στις Ευρωπαϊκές αγορές όπως οι αεροπορικές εταιρίες και των εταιριών με μικρότερη έκθεση στις Ευρωπαϊκές αγορές όπως οι καπνοβιομηχανίες και οι μεταλλουργικές εταιρείες.
Η Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική διανύει ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής της και η ανάπτυξη της συνέπεσε με το άνοιγμα των χρηματιστηριακών αγορών και την αύξηση των μικροεπενδυτών. Το σίγουρο είναι ότι η Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική θα εξακολουθήσει να επιδεικνύει ότι η ανθρώπινη φύση είναι προβλέψιμα μη-ορθολογική.