Πριν 11 χρόνια, τον Δεκέμβρη του 2006 είχα παρακολουθήσει μια εκδήλωση-παρουσίαση βιβλίου σχετικά με τον Παναγή Παπαληγούρα, υπουργό κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή και εν πάση περιπτώσει μια σημαντική πολιτική προσωπικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στην εκδήλωση λοιπόν, ο γιος του Παπαληγούρα, Αναστάσιος Παπαληγούρας είχε αναφέρει πως «υποψιαζόταν» ότι ο πατέρας του «θεωρούσε την οικονομία πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσει κανείς μόνο στους οικονομολόγους...».
Αν και τετριμμένο, δεν είναι λάθος. Αναλαμβάνοντας διαδοχικά τα σημαντικότερα υπουργεία εκείνου του Συντονισμού και Προγραμματισμού και αυτό των Εξωτερικών (1974-1978) άδραξε την ευκαιρία και επικαλέστηκε την οικονομία με τέτοιο τρόπο ώστε να εξηγήσει και να... επιλύσει -εν μέρει- τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Σε συνέντευξή του τον Σεπτέμβριο του 1976 στον δημοσιογράφο των Times, Mario Modiano, ο πρωτοκλασάτος υπουργός ανέφερε πως «...καμία από τις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι οικονομική ή κοινωνική. Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να ανταγωνίζεται την Τουρκία σε αυτούς τους τομείς καθότι το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι πολλαπλάσιο της Τουρκίας. Δεν θα προβάλλουμε ποτέ εμπόδια σε όποια μέτρα παρθούν από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και ευνοούν την Τουρκία. Συνέφερε την Ελλάδα να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο της Τουρκίας καθότι έτσι ίσως αμβλυνόταν η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα».
Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, ο ισχυρός άνδρας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τότε, σιγοντάριζε λέγοντας σε Eυρωπαίο αξιωματούχο πως «εάν οι Τούρκοι αποδείξουν ότι το πρόβλημα είναι οικονομικό και όχι εδαφικό, οι λύσεις είναι πάντοτε δυνατές». Οι Έλληνες ιθύνοντες σκαρφίστηκαν έναν πρωτότυπο τρόπο για να κάνουν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την κατεχόμενη Κύπρο (25.000 άνδρες περίπου τότε). Διαμήνυαν στους Ευρωπαίους να πείσουν τους Τούρκους πως θα βελτίωναν την οικονομική τους κατάσταση περιορίζοντας τις στρατιωτικές τους δαπάνες αποσύροντας τα κοστοβόρα κατοχικά στρατεύματα από τη Μεγαλόνησο. Το πρόβλημα όμως με αυτή την ιδέα ήταν πως πολύ απλά «κανείς στην ΕΟΚ δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα υπό αυτό το πρίσμα» όπως είπε σκωπτικά αξιωματούχος του γερμανικού Υπ. Εξωτερικών. Απεναντίας μάλιστα, οι Βρυξέλλες ομολογούσαν πως έσφαλλαν που δεν είχαν βοηθήσει οικονομικά την Τουρκία, όπως ξεστόμισε ο τότε Πρόεδρος της Commission François-Xavier Ortoli στον Παπαληγούρα. Πήγαμε για μαλλί και βγήκαμε κουρεμένοι με άλλα λόγια.
Και όσο ο Παπαληγούρας και οι Ευρωπαίοι συνομιλητές του προσπαθούσαν να εντοπίσουν φόρμουλες να «βοηθήσουν» την τουρκική οικονομία, ώστε να γίνει λιγότερο επιθετική η γειτονική χώρα κατά τον Έλληνα πολιτικό, η ιστορία συνεχιζόταν και οι θεωρίες διαμορφώνονταν από την πραγματικότητα. Η διασύνδεση επιθετικότητας -περισσότερο εσωτερικής- ενός κράτους και χαμηλού κατά κεφαλήν εισοδήματος -με άλλα λόγια φτωχού λαού- δεν είναι μια θεωρία δίχως βάση. Ωστόσο, στην Τουρκία δεν λειτουργεί μονοσήμαντα, ίσως και καθόλου. Και θα δούμε τον λόγο. Αν παντρέψουμε τα νούμερα με τους ανθρώπους βλέπουμε ότι το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων έχει βελτιωθεί από την δεκαετία του 1970.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα
Πηγή: worldbank.org
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η χώρα του κ. Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται στην 65η θέση στη λίστα με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ 195 χωρών (36η θέση για την Ελλάδα). Την δεκαετία του 1980 ο ένας στους δύο Τούρκους ήταν μακροχρόνια άνεργος ενώ σήμερα το ποσοστό έπεσε στο 21% (στοιχεία Ο.Ο.Σ.Α.). Σύμφωνα με έρευνα του Amikam Nachmani, την περίοδο 1965-1998 η Τουρκία κατατασσόταν ως η 7η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία ανάμεσα σε 30 χώρες με το ΑΕΠ της να τετραπλασιάζεται και το κατά κεφαλήν εισόδημα να τριπλασιάζεται από τα $1000 στα $3,224.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Το κατά κεφαλήν εθνικό προϊόν
Πηγή: worldbank.org
Λογικά θα έπρεπε να υπάρχει μια άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας. Εντούτοις τη δεκαετία του 1980 η Τουρκία δαπανούσε το 20,3 % του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες, ενώ η Ελλάδα το 10,5. Το 2014 κατρακύλησε στο 6,4% -4,8% για την Ελλάδα- σύμφωνα με στοιχεία του SIPRI. Άλλαξε κάτι; Μάλλον όχι. Οι δύο χώρες να θυμίσουμε βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου με την κρίση του 1987 και εκείνη του 1996. Πιο πρόσφατα, το διάστημα 2009-2015 καταγράφηκαν 1765 παραβιάσεις ελληνικών χωρικών υδάτων από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό/λιμενικό (στοιχεία ΓΕΕΘΑ) ενώ μόνο το 2014 η τουρκική πολεμική αεροπορία σημείωσε 2.224 παραβιάσεις ελληνικού εναέριου χώρου.
Όπως τονίζει υποστράτηγος ε.α. και Μέλος του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, Ιπποκράτης Δασκαλάκης «δυστυχώς η τάση αποφυγής πολεμικών περιπετειών εμφανίζεται σε υψηλά βιοτικά επίπεδα των λαών και όταν πλέον τα διαθέσιμα μέσα καθιστούν αντιπαραγωγική την καταφυγή σε συγκρούσεις ενώ τα εθνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα με άλλες μεθόδους. Η Τουρκία βρίσκεται εγγύτερα στο επεκτατικό εκείνο σημείο όπου μια ακμάζουσα νέα αστική τάξη με πλεόνασμα νεανικού πληθυσμού είναι ευάλωτη σε τυχοδιωκτισμούς. Μια παρατήρηση των σχετικών δεικτών της από το 1950 μέχρι σήμερα δεν επιβεβαιώνει την αρχικώς αναφερθείσα αντίληψη-παραπλήσια με τη διαψευσθείσα αντίληψη της μείωσης των τριβών με την απομάκρυνση του στρατιωτικού κατεστημένου και αποκατάσταση της δημοκρατίας- καθώς η άνοδος του κατά κεφαλή εισοδήματος συνοδεύεται με αύξηση των επιθετικών εμπλοκών και αναθεωρητικών βλέψεων».
Διάφορες ρομαντικές απόπειρες να αναδείξουν τον ρόλο των πολιτών στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν πέσει στο κενό. Κατά καιρούς μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας αντιστάθηκε στα αυταρχικά καθεστώτα (αναταραχές δεκαετίας 1970, Γκεζί 2013 κτλ.) αλλά δυστυχώς σημειώνεται μια διαχρονική κατίσχυση των κρατικών αξιών έναντι της κοινωνίας των πολιτών (civil society). Στο εσωτερικό της Τουρκίας, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 44% των Τούρκων υποστηρίζουν τον Ερντογάν στις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες μέσω του επερχόμενου δημοψηφίσματος (στο οποίο φαίνεται όμως να είναι μπροστά το «όχι»). Τα λόγια του κοινωνιολόγου Cihan Tuğal ηχούν ανησυχητικά κάνοντας λόγο για «προϊούσα φασιστικοποίηση» της τουρκικής κοινωνίας τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια (βλ. Έφη Κάννερ, περιοδικό Σύγχρονα Θέματα τ. 132-133).
Από την οικογένεια στο σχολείο και από τον στρατό στην πολιτική η αυταρχικότητα έχει αντέξει σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ακόμα και ο αείμνηστος Τούρκος δημοσιογράφος Mehmet Ali Birand το παραδεχόταν. Τη δεκαετία του 1950 ένας Ισραηλινός διπλωμάτης ανέφερε σε έκθεσή του πως «υπεράνω όλων οι Τούρκοι σέβονται τη δύναμη και με όσο μεγαλύτερη ωμότητα εκφράζεται τόσο περισσότερο τους αρέσει την εκτιμούν και την αντιλαμβάνονται» (βλ. Γεράσιμος Καραμπελιάς, «Ο Ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων στην Πολιτική Ζωή της Τουρκίας και της Ελλάδος», 2009).
Και φυσικά το πρόβλημα ξεκινάει όταν αυτή η αυταρχικότητα περνάει στην εξωτερική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το περασμένο καλοκαίρι τόσο η πλειοψηφία των Τούρκων που διαμένουν στην Ευρώπη όσο και στο εσωτερικό στήριξε τον «δυναμικό» Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Μολαταύτα, η Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ δημοκρατική χώρα διατηρώντας παράλληλα στεγανά μεταξύ κράτους και λαού. Η τουρκική κοινωνία ανέκαθεν ήταν στο περιθώριο χειραγωγούμενη από ένα ιδιότυπο στρατιωτικο-βιομηχανικό-πολιτικό σύμπλεγμα. Τώρα βέβαια υπάρχουν και πλούσιες σχετικά «υγιείς» συγκριτικά δημοκρατίες όπως οι ΗΠΑ που είναι εξίσου επιθετικές (βλ. έρευνα του Richard Ned Lebow), αλλά ας μην επεκταθούμε.
Σημασία έχει ότι η Τουρκία επιδεικνύει μια συνέχεια και συνέπεια στην εξωτερική της πολιτική ανεξαρτήτως της βελτίωσης της υλικής ζωής των πολιτών της. Σημειωτέον όμως πως όσο και καλύτερο εισόδημα και να έχει ο Τούρκος στην Άγκυρα ή στην Κιουτάχεια, αν δε συνδυαστεί με παιδεία και δημοκρατία οι απειλές θα παραμένουν και ίσως να αυξάνονται.