Ήδη από τα μέσα της πρώτης τετραετίας κυρίως μετά τη κρίση του 2020 είχε διαφανεί πως ο απώτερος στρατηγικός στόχος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η αποκλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά. Όπερ μεθερμηνευόμενον, η αποφυγή εντάσεων και δυνητικών κρίσεων με την αναθεωρητική Τουρκία. Η σημαντική διαφοροποίηση με τη πολιτική πρότερων κεντροδεξιών κυβερνήσεων ήταν μια διττή προσέγγιση που αποδεχόταν αφενός ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κόστους και τουρκικών τετελεσμένων και αφετέρου προτεραιοποιούσε με σαφή τρόπο την επίτευξη αποτελέσματος αντί της προώθησης του εθνικού συμφέροντος με τη στενή έννοια. Όπως και στη περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, το εθνικό συμφέρον προσδιορίστηκε από υποτιθέμενα ουτοπικά επιτεύγματα μιας δυνητικής συνεργασίας που θα καθιστούσαν τη διαμάχη των δύο χωρών αναχρονιστική.
Η στρατηγική της ελληνικής πλευράς για την επίτευξη των ”Ήρεμων Νερών” κινείται μεταξύ δύο τάσεων, της προώθησης ενός ήπιου κατευνασμού με στοιχεία αντιστάθμισης και μεταξύ ενός καθολικού παραδείγματος κατευνασμού μέσω του οποίου θεωρείται πρόσφορο το έδαφος για επίτευξη συμφωνίας με τη τουρκική πλευρά. Ο τρόπος διαπραγμάτευσης αφορά ένα πλαίσιο Back Channel Diplomacy όπου καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η προσωπική διπλωματία στο ανώτατο επίπεδο. Κατ αυτόν τον τρόπο χειραγωγείται το κανονιστικό πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως γενικά η Back Channel Diplomacy αντενδείκνυται γιατί εγγράφονται τοιουτοτρόπως διεκδικήσεις στο πλαίσιο των συνομιλιών. Η διαστρέβλωση της κανονιστικής διπλωματικής πρακτικής για να δικαιολογηθεί μια διαδικασία αποτελεί δυνητική υπέρβαση εντολής και δημιουργεί τετελεσμένα εναντίον του εθνικού συμφέροντος. Στη καίρια ερώτηση τι έχει παραχωρηθεί ως σήμερα με τη συγκεκριμένη διαδικασία η απάντηση είναι η εξής: Έχουν καταστεί de facto διεκδικήσιμες οι λεγόμενες κόκκινες γραμμές της εθνικής θέσης, καθώς στο παρασκήνιο συζητούνται και καθίστανται μέρος της διαπραγμάτευσης παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις ασχέτως αν η ελληνική πλευρά επισήμως το αρνείται. Agenda Setting Side Effects ονομάζεται αυτό. Ούτως ειπείν, όταν ένα αναθεωρητικό κράτος θέτει σε επίσημες συνομιλίες έστω και σε back channeling, ατζέντα διεκδικήσεων και το κράτος αποδέκτης συνεχίζει τις συνομιλίες τότε οι διεκδικήσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ατζέντας και μπαίνουν στο τραπέζι σε κάθε διαδικασία εφεξής. Όταν οι συνομιλίες δεν έχουν προκαθορισμένη ατζέντα τότε ευνοείται το κράτος που επιθυμεί να εγγράψει διεκδικήσεις. Και η ελληνική πλευρά επιτρέπει ξεκάθαρα την εγγραφή των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων στην ατζέντα των συνομιλιών.
Επιπρόσθετα χάριν της διαδικασίας η Ελλάδα απεμπολεί σκοπίμως τη χρήση ευνοϊκών διατάξεων της ΕΕ για να εμπεδωθεί η Εθνική Θέση δίνοντας τη πρωτοβουλία στη Τουρκία να παρέμβει στην Ε.Ε θέτοντας τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό ως αμιγώς διμερές θέμα Ελλάδας Τουρκίας. Είναι μια σαφής υποχώρηση από τη πάγια Εθνική Θέση της Στρατηγικής Διασύνδεσης των Ελληνοτουρκικών με την Ευρώπη προς επίρρωση του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Η ελληνική πλευρά μέσω της πολιτικής Ήρεμων Νερών τίθεται υπό καθεστώς άτυπης φινλανδοποίησης για να αποφύγει κρίσεις με τη Τουρκία.
Επιπρόσθετα ανοίγει τη πόρτα για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα και όπλα ενώ ξεπερνώνται ήδη οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στην Άγκυρα. Ακυρώνεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο και η αντισταθμιστική προσέγγιση που αφορά την ενίσχυση του ελληνικού οπλοστασίου και της αναβάθμισης των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς επιτρέπεται στη Τουρκία να κάνει matchup των ελληνικών προσπαθειών.
Η πολιτική των Ήρεμων Νερών” αποσυμπιέζει τη Τουρκία και δημιουργεί συνθήκες διαρκούς υπαναχώρησης της ελληνικής πλευράς προς συνέχιση του κλίματος. Αποτελεί ένα κλιμακούμενο σπιράλ διαρκούς ελληνικής διεργασίας μεταξύ αποδοχής τουρκικών θέσεων (όπως το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη ή η Τουρκία έχει δικαιώματα λόγω μεγάλης ακτογραμμής) και τετελεσμένων όπως στη περίπτωση της Κάσου. Εν τέλει η τουρκική αδιαλλαξία και επιθετικότητα δύναται να σταματήσει την όλη διεργασία λόγω υπερβολικής αύξησης του κόστους αποδοχής από την ελληνική κυβέρνηση. Όμως η Ελλάδα τότε θα βρεθεί ενώπιον ισχυρού στρατηγικού διλήμματος... Θα έχει απωλέσει πολύτιμο χρόνο καθώς η Πολιτική των Ήρεμων Νερών μειώνει την επιτακτική ανάγκη αντιστάθμισης των τουρκικών στρατιωτικών δυνατοτήτων η οποία θα μετατίθεται σε δεύτερο χρόνο καθώς οι πιέσεις στο Υπουργείο Άμυνας θα εντείνονται ολοένα και περισσότερο από τους θιασώτες του καθολικού κατευνασμού ενώ και η δυνατότητα αντιστάθμισης θα υπόκειται στη Δαμόκλειο Σπάθη της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η Ελλάδα για την αντιμετώπιση της αναθεωρητικής Τουρκίας ως το 2030 πρωτίστως πάσχει από έλλειμμα στρατηγικής κουλτούρας επιβίωσης το λεγόμενο survival culture και κυρίως από ταυτοτική σύγχυση των ελίτ αναφορικά με το κρατικό υπόδειγμα ήτοι δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη τι είδους κράτος είναι και τι ρόλο επιθυμεί να διαδραματίσει. Η αντίφαση έγκειται στη συνεχιζόμενη υιοθέτηση ενός παρωχημένου μοντέλου ευρωπαϊκής ταυτότητας των 90ς που επενδύει μόνο σε πολιτική-πολιτειακή διαχείριση κρίσεων (civilian crisis management) και μιας κανονικής δυνάμεως (normal power) η οποία υφίσταται εκτεταμένη απειλή και απαιτείται να κινηθεί βάσει του εθνικού συμφέροντος stricto sensu. Εξαιτίας αυτής της σύγχυσης, η Ελλάδα κινείται απολύτως αντιφατικά μεταξύ ενός επικίνδυνου κατευναστικού πλαισίου στο ανώτατο επίπεδο (επιτελικό κράτος) με ψήγματα αντιστάθμισης (Υπουργείο Άμυνας).