Ε.Ε., Τουρκία και Οικονομικές Κυρώσεις: Η ματαίωση των προσδοκιών

Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να ζητήσουν μέτρα πραγματικής πίεσης στην Τουρκία και να μην αρκεστούν σε μη αποδοτικά μέτρα συμβολικού χαρακτήρα.
Open Image Modal
People are seen behind a European Union and a Turkish flag, as they attend an gastronomy event in Mardin, southern Turkey, Wednesday, July 11, 2018.(AP Photo/Emrah Gurel)
ASSOCIATED PRESS

Οι έως τώρα επιστημονικές έρευνες σχετικά με τη χρήση των οικονομικών κυρώσεων δείχνουν ότι ως μέτρο δεν έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα αλλά προτιμώνται ως εναλλακτική σε σχέση με μια στρατιωτική επέμβαση, που είναι η τελευταία λύση. Το ιστορικό των οικονομικών κυρώσεων δεν δείχνει ιδιαίτερα επιτυχημένο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτυχίας αποτελούν εκείνες που επιβλήθηκαν στην Ιταλία το 1935 εξαιτίας της εισβολής στην Αιθιοπία, των ΗΠΑ και των συμμάχων του ΝΑΤΟ στην ΕΣΣΔ κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, των Αραβικών χωρών έναντι του Ισραήλ καθώς και των ΗΠΑ εναντίον της Κούβας του Κάστρο.

Τι είναι αυτό που κάνει τις οικονομικές κυρώσεις αναποτελεσματικές; Πρώτον, τα αντίμετρα. Δεδομένου ότι οι οικονομικές κυρώσεις χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης προκειμένου να αλλάξουν μια πολιτική συμπεριφορά ή να επιφέρουν «ρωγμές» στην πολιτική σταθερότητα ενός κράτους, τότε υπάρχει η περίπτωση το κράτος στο οποίο επιβάλλονται οι κυρώσεις να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο έναντι εκείνων που λαμβάνουν τα μέτρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κυρώσεις που επέβαλε η Ρωσία στην Ε.Ε. ως απάντηση για το θέμα της Ουκρανίας. Δεύτερον, οι εναλλακτικές επιλογές. Το κράτος στο οποίο επιβάλλονται κυρώσεις σαφώς και δεν θα μείνει αδρανές. Αντίθετα, θα ψάξει να «καλύψει» το κόστος των κυρώσεων επεκτείνοντας συνεργασίες με τις «πρόθυμους» συμμάχους. Για παράδειγμα, η Κούβα μετά το εμπάργκο των ΗΠΑ στράφηκε ακόμα περισσότερο στην ΕΣΣΔ ενώ η Γιουγκοσλαβία απάντησε στις Σοβιετικές κυρώσεις αυξάνοντας τις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση. Τρίτον, το αντίθετο αποτέλεσμα. Η επιβολή κυρώσεων είναι πιθανότερο να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ελπίζει η πλευρά που σκέφτεται να τις χρησιμοποιήσει. Δεδομένου ότι οι κυρώσεις επιβάλλονται από έναν εξωτερικό παράγοντα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σύμπλευση του πολιτικού συστήματος μιας χώρας απέναντι σε μια «εξωτερική επίθεση».

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, έχει διαπιστωθεί ότι οι κυρώσεις έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη μείωση του διμερούς εμπορίου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών αλλά όχι στο συνολικό όγκο των εμπορικών συναλλαγών της χώρας-στόχου με τρίτα μέρη.

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι οικονομικές κυρώσεις καθίστανται αποτελεσματικές έχουν να κάνουν τόσο με το χρόνο επιβολής τους όσο και με τα οικονομικά μεγέθη των κρατών που αφορούν. Θα πρέπει να εφαρμοσθούν άμεσα και αποφασιστικά, ο στόχος να είναι μέτριος και η χώρα-στόχος να είναι μικρότερης ισχύος σε σχέση με τη χώρα που επιβάλλει τις κυρώσεις.

Η Τουρκία σαν χώρα-στόχος δεν καλύπτει αυτές τις προϋποθέσεις για τους εξής λόγους:

Πρώτον, έχει χαθεί η αμεσότητα και η αποφασιστικότητα από μέρους της Ε.Ε. Το γεγονός ότι έχει περάσει αρκετά μεγάλο διάστημα από την περίοδο κλιμάκωσης της έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που διέπουν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας μειώνουν τη δυναμική των κυρώσεων που θα μπορούσε να αναπτυχθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Δεύτερον, ο στόχος είναι πολύ φιλόδοξος. Η χρήση των οικονομικών κυρώσεων δεν αφορά σε ζητήματα δημοκρατίας, κράτους δικαίου ή παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά σε πιο κρίσιμα όπως η αποφυγή πολεμικής σύγκρουσης και η αποκλιμάκωση σε κυριαρχικά ζητήματα. Με βάση στοιχεία του Τμήματος Πολιτικής για τις Εξωτερικές Σχέσεις (2020), τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας των κυρώσεων σχετίζονται με θέματα που έχουν να κάνουν με ζητήματα δημοκρατίας (47%) ενώ τα χαμηλότερα αφορούν ζητήματα ασφάλειας, όπως εδαφικές διενέξεις (28%) ή αποφυγή πολέμου (21%).

Τρίτον, η Τουρκία είναι σημαντική οικονομική δύναμη καθώς είναι η 19η μεγαλύτερη οικονομία μετά τη Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με μετρήσεις του 2019, με μεγάλη βιομηχανία και τομέα παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά στις διμερείς σχέσεις της με την Ε.Ε. παρατηρεί κανείς ότι είναι σημαντικός παίκτης για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2019, η Τουρκία ήταν ο 5ος μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος ενώ η ΕΕ είναι μακράν ο πρώτος εταίρος εισαγωγών και εξαγωγών της Τουρκίας, καθώς και πηγή επενδύσεων.

Οι βασικές εισαγωγές στην Τουρκία προέρχονται κατά 32,3% από την Ε.Ε. τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδία. Τη δεκαετία 2009-2019 τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές αυξήθηκαν με θετικό ισοζύγιο για την Ε.Ε. ο όγκος των συναλλαγών ενισχύεται επιπλέον από την τελωνειακή ένωση μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, που τέθηκε σε ισχύ το 1995, η οποία καλύπτει τα βιομηχανικά αγαθά αλλά όχι τη γεωργία, ενώ το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε περαιτέρω ενίσχυση των διμερών εμπορικών σχέσεων, όπως οι υπηρεσίες και η αειφόρος ανάπτυξη. Επιπλέον η Τουρκία συμβάλει στην οικονομική ολοκλήρωση της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου ως μέλος της Euromed με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, που στο μέλλον ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερο βαθμό ολοκλήρωσης. Επιπλέον, ενδεικτικό των καλών εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας αποτελεί το γεγονός ότι στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (2020) εκκρεμεί μόλις μια υπόθεση επίλυσης μεταξύ τους για φαρμακευτικά προϊόντα, αν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι με άλλες εμπορικές δυνάμεις η Ε.Ε. έχει καταφύγει στον μηχανισμό επίλυσης διαφορών για συνολικά 123 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 35 αφορούν τις ΗΠΑ, 9 την Κίνα και 6 την Ιαπωνία.

Ωστόσο οι οικονομικές κυρώσεις εξακολουθούν να θεωρούνται χρήσιμο εργαλείο από τις κυβερνήσεις όταν αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής. Αυτό που καθιστά τις κυρώσεις περισσότερο αποτελεσματικές ή τουλάχιστον συμβάλλουν ως ένα βαθμό στην επίτευξη του στόχου είναι οι «έξυπνες», δηλαδή οι στοχευμένες κυρώσεις, κυρίως όταν λειτουργούν συνδυαστικά για να διευκολύνουν μια ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 1990.

’Έως σήμερα, οι οικονομικές κυρώσεις που έχει επιβάλλει η Ε.Ε. στη Β. Κορέα, στο Ιράν, στη Ρωσία και στη Λευκορωσία δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει, με την έννοια ότι τα πράγματα δεν έχουν επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση. Συνεπώς, σε οικονομικό επίπεδο η επιβολή κυρώσεων δεν φαίνεται πιθανή και αν πραγματοποιηθεί θα είναι περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα χωρίς ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στην τουρκική οικονομία, γιατί θα ερχόταν σε αντίθεση με την οικονομική βοήθεια ύψους 6 δις ευρώ που παρείχε η Ε.Ε. στην Τουρκία για τη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος. Από την άλλη, οι οικονομικές κυρώσεις δεν αποτελούν μέρος ενός σχεδίου ευρύτερης στρατηγικής ή τουλάχιστον δεν θα εκληφθούν ως προμήνυμα στρατιωτικής επέμβασης, καθώς η Ε.Ε. δεν έχει τα επιχειρησιακά εργαλεία για να το πράξει, ακόμα κι αν πετύχει την ομοφωνία.

Συνεπώς, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να ζητήσουν μέτρα πραγματικής πίεσης στην Τουρκία προκειμένου να αξιοποιήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και να μην αρκεστούν σε μη αποδοτικά μέτρα συμβολικού χαρακτήρα.