Ψήφος: μικρή λεία πέτρα (από εδώ και το ψηφιδωτό) την οποία έριχνε ο ψηφοφόρος σ′ ένα δοχείο. Τις μετρούσαν και έβγαινε το αποτέλεσμα.
Αργότερα, η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που εξωτερικά αντιστοιχούσαν, σε δύο χρώματα, το άσπρο (θετική ψήφος) και το μαύρο (αρνητική ψήφος). Από εδώ και η φράση “τον μαύρισαν”.
Για να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό των θετικά ψηφισάντων και για να αποφύγουν λαθροχειρίες, η θετική ψήφος ήταν, συνήθως, δαγκωμένη, για ν′ αναγνωρίζεται στην καταμέτρηση. Από εδώ και η φράση: ”ψήφισα δαγκωτό”. ( το σφαιρίδιο./ψήφος, ήταν από μολύβι και ευκολοδάγκωτο )!
Κάλπη ή ψηφοδόχος: Προέρχεται από το αρχαίο κάλπις/καλπίς, που σήμαινε αγγείον στάμνα, κούπα ή και δοχείο για τέφρα νεκρού! Υπήρχε ήδη στους Ομηρικούς χρόνους, ενώ με τη σημερινή σημασία της Κάλπης εμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Όμως, η λέξη κάλπικος δεν έχει σχέση με την κάλπη, αφού προέρχεται από την τουρκική λέξη kalp που σημαίνει ψεύτης, υποκριτής!