Έντονες συζητήσεις στους βρετανικούς αρχαιολογικούς κύκλους αναμένεται να πυροδοτήσει η ανακάλυψη των ερειπίων ενός εντυπωσιακού ανακτόρου που χρονολογείται στη «σκοτεινή» περίοδο του πρώιμου Μεσαίωνα (μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας- για την ακρίβεια, του δυτικού μέρους της) στο Τιντάγκελ του Κόρνγουολ, περιοχή που συνδέεται με τον θρύλο του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Independent, θεωρείται πως οι τοίχοι, πάχους ενός μέτρου, που ανασκάπτονται, ανήκουν στην κατοικία των ηγεμόνων ενός αρχαίου βρετανικού βασιλείου, της Dumnonia (ή Domnonee).
Το αν ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου κρύβει πίσω του κάποια πραγματικά και συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα ή αν πρόκειται εξολοκλήρου για αποκύημα φαντασίας – ψηφιδωτό που συντέθηκε από μια σειρά ιστορικών γεγονότων και μύθων, είναι ένα πολύ παλιό ερώτημα στους αρχαιολογικούς, ιστορικούς, φιλολογικούς κ.α. κύκλους.
Ωστόσο, η ανακάλυψη ενός τέτοιου ανακτόρου στο Τιντάγκελ από αρχαιολόγους σίγουρα θα αναζωπυρώσει τη συζήτηση στους κύκλους μελέτης του θρύλου, καθώς, σύμφωνα με τη μεσαιωνική παράδοση, η σύλληψη του Αρθούρου ήταν καρπός της ερωτικής συνεύρεσης ενός Βρετανού βασιλιά και της όμορφης συζύγου ενός τοπικού άρχοντα- του Ούθερ Πέντραγκον και της Λαίδης Ιγκρέιν, συζύγου του Γκορλουά, δούκα του Τιντάγκελ στην Κορνουάλη.
Η παράδοση αυτή, που πιθανότατα έχει της ρίζες της σε παλαιότερο θρύλο, βασίζεται στη δουλειά ενός κληρικού, του Τζέφρι του Μονμάουθ. Η αναφορά αυτά εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της Historia Regum Britanniae, ενός από τα πιο σημαντικά έργα του Μεσαίωνα. Θεωρείται πως είχε ολοκληρωθεί κατά το 1138, όταν το Τιντάγκελ ήταν ακατοίκητο. Το μεσαιωνικό κάστρο, τα ερείπια του οποίου συνεχίζουν να στέκονται σήμερα, χτίστηκε περίπου έναν αιώνα μετά. Η εκτίμηση του Τζέφρι του Μονμάουθ ότι η σύλληψη του βασιλιά Αρθούρου έγινε σε ένα παλαιότερο, ξεχασμένο μεγάλο κάστρο στην περιοχή, οπότε, πρέπει να προήλθε από θρύλους, φήμες ή ομιχλώδεις ιστορικές αναφορές.
Το ανάκτορο που βρήκαν οι αρχαιολόγοι φαίνεται να χρονολογείται στον 5ο με 6ο αιώνα μ.Χ, περίοδο κατά την οποία τοποθετείται σε γενικές γραμμές η δράση του Αρθουριανού Κύκλου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα, ανεξαρτήτως του αν υπάρχει σύνδεση με τον Αρθουριανό Κύκλο ή όχι, καθώς είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται στη Βρετανία πραγματικά μεγάλο κτιριακό συγκρότημα που ανάγεται στον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ. Οι ανασκαφές μέχρι τώρα έχουν δείξει χοντρούς τοίχους, σκάλες καλοφτιαγμένα πατώματα, ενώ κάποια από τα κτίρια είναι πραγματικά μεγάλα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι ένοικοι ανήκαν σε ανώτερη τάξη, καθώς φαίνεται ότι έπιναν κρασί από τη δυτική Ανατολία και χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο από το Αιγαίο και τη σημερινή Τυνησία. Επίσης, έτρωγαν σε σκεύη που προέρχονταν από την Ανατολία και τη βόρεια Αφρική, και έπιναν σε ποτήρια από τη Γαλλία.
Το ανάκτορο φαίνεται – προφανώς- ότι ήταν το πιο πολυτελές μέρος του συγκροτήματος. Όπως φαίνεται, στα άλλα κτίρια διέμεναν τεχνίτες, στρατιώτες και άλλοι άνθρωποι που δούλευαν για τον ηγεμόνα που ζούσε εκεί- πιθανότατα τον βασιλιά της Dumnonia. Θεωρείται πως το κάστρο και το όλο συγκρότημα χτίστηκαν κατά τον 5ο με 6ο μ.Χ αιώνα, αλλά ήταν μάλλον σε παρακμή κατά τις αρχές του 7ου μ.Χ. Δεν έχουν βρεθεί ενδείξεις κάποιας ξαφνικής βίαιης καταστροφής, ωστόσο, κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα θεωρείται πως την Ευρώπη θέρισε μια φοβερή επιδημία πανώλης- μάλλον μια πρώιμη εκδοχή του μετέπειτα «Μαύρου Θανάτου»- που σίγουρα έπληξε με τη Βρετανία, αφού πρώτα σκότωσε εκατομμύρια στην περιοχή της Μεσογείου. Οπότε, το Τιντάγκελ ίσως παράκμασε και ερήμωσε λόγω της βουβωνικής πανώλης και όχι λόγω κάποιας πολιτικής αντιπαράθεσης ή πολεμικής σύγκρουσης.