Στο άρθρο με τίτλο «Για τον “αφορισμό” της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’» που φιλοξενήθηκε στη HuffPost Greece, ο δρ. χημείας Θανάσης Μπούνταλης καταπιάνεται με μια προσπάθεια να αποδείξει πως ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από το Πατριαρχείο δεν συνιστά τεκμήριο εναντίωσης του προς αυτήν.
Υποστηρίζει πως ο Πατριάρχης έβγαλε τον αφορισμό για να σώσει τους χριστιανούς της Πόλης, αλλά προκειμένου να μην επηρεάσει την Επανάσταση, επιχείρησε να σαμποτάρει την διάδοση του αφορισμού.
Επικαλείται διάφορες λεπτομέρειες που περισσότερο προσιδιάζουν σε μία ντετεκτιβίστικου τύπου διαχείριση του ζητήματος, όπως το ότι ο Πατριάρχης έστειλε τον αφορισμό όχι τυπωμένο αλλά χειρόγραφα, έτσι ώστε -όπως συνάγει- να καθυστερήσει η κοινοποίησή του στους πιστούς εξαιτίας της ανάγκης για αντιγραφή του, πως οι Φιλικοί της Οδησσού σε μια επιστολή τους προς τον Ξάνθο δεν αναφέρουν τον αφορισμό, πως στο κείμενο του αφορισμού πολλές Μητροπόλεις στις οποίες θα στέλνονταν καταγράφονται λανθασμένα και πως μια φράση ήταν γραμμένη στην ευκτική (να είναι αφορισμένοι) αντί της οριστικής (είναι αφορισμένοι).
Φυσικά, όλα αυτά είναι τα μόνα επιχειρήματα που μένουν όταν κανείς αρνείται να εξετάσει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και αγωνίζεται να προσαρμόσει το πραγματολογικό υλικό στις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Εκκλησία εναντίον Διαφωτισμού
Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδέες που ενέπνεαν και εμπνέονταν από τις επαναστάσεις που συντάραζαν τον κόσμο, την Αμερικάνικη και τη Γαλλική, κυκλοφορούσαν πια παντού.
Οι ιδέες της ελευθερίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ισότητας. Του ότι οι άνθρωποι είχαν και το δικαίωμα και την ικανότητα, να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν και να αμφισβητήσουν τις εξουσίες, κοσμικές και θρησκευτικές, που τους έλεγαν τα αντίθετα.
Ήταν οι ιδέες του Διαφωτισμού. Κομμάτι αυτών των νέων ιδεών ήταν και τα επιστημονικά πορίσματα που υποστήριζαν ότι η γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, σε αντίθεση με όσα δίδασκε η Εκκλησία, ορθόδοξη και καθολική.
Έτσι, το 1819 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε μια εγκύκλιο με την οποία καταδίκαζε τη διδασκαλία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών σε ελληνικά σχολεία (ναι, δεν υπήρχαν Κρυφά Σχολειά, αφού τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν νόμιμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) που διευθύνονταν από υποστηρικτές του Διαφωτισμού.
Έλεγε πως αυτό ήταν μια καινοτομία «τερατώδης» και «σατανική». Πως μέσα από τα μαθηματικά και τη φυσική οι νέοι διαφθείρονταν και ξεχνούσαν τις παραδοσιακές αξίες και γνώσεις.
Αναρωτιόταν, πολύ απαξιωτικά, τι οφελούνται οι νέοι «προσκολλώμενοι εις τας παραδόσεις αυτάς, να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα, και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς […] και άλλα τερατώδη».
Μάλιστα, υποστήριζε πως με τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών οι νέοι παραμελούσαν τις πατρογονικές κλασικές σπουδές κι έτσι γίνονταν «εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς», δηλαδή επικίνδυνοι για τα τότε καθεστώτα. Εδώ ο Πατριάρχης είχε δίκιο.
Έβλεπε πως οι νέες επιστημονικές ιδέες έκαναν τους ανθρώπους να αλλάζουν τις απόψεις τους. Δεν έβγαινε μόνο η γη από το κέντρο του κόσμου. Έβγαιναν και όσοι την είχαν τοποθετήσει εκεί. Γιατί φαινόταν πια πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα έλεγαν οι βασιλιάδες, οι αυτοκράτορες και οι ηγεσίες των εκκλησιών.
Δεν μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που το Πατριαρχείο το 1803 καταδίκασε τον Διαφωτιστή Βενιαμίν τον Λέσβιο, επειδή υποστήριζε πως στο κέντρο του σύμπαντος ήταν ο ήλιος και όχι η γη.
Ούτε το ότι σε πολλά Πατριαρχικά κείμενά αποδοκιμαζόταν σκληρά η ίδια η Γαλλική Επανάσταση των «αθέων Γάλλων», όπως τους ονόμαζαν. Αλλά το Πατριαρχείο δεν περιοριζόταν στους ξένους. Καταδίκαζε και τον Ρήγα Βελεστινλή, επειδή καλούσε σε επανάσταση.
Ακόμη και πέντε μήνες μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και των συντρόφων του το 1798, ο Γρηγόριος Ε΄ έβγαζε μία εγκύκλιο με την οποία ζητούσε να μην κυκλοφορούν μεταξύ των χριστιανών τα κείμενα του Ρήγα, καταγγέλοντάς τα ως «σαθρά» και αντίθετα στα δόγματα της χριστιανικής πίστης.
Η Άλωση ως Σωτηρία, η Επανάσταση ως εναντίωση στη Βούληση του Θεού
Όλα αυτά ίσως μας φαίνονται παράξενα. Αλλά μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε αν πάμε λίγο πίσω. Ή μάλλον, πολύ πίσω. Στο 1453. Το έτος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.
Εκείνες τις μέρες υπήρχε στην Πόλη μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο παρατάξεις. Στη μία πλευρά, ήταν όσοι υποστήριζαν πως για να αποφευχθεί η υποταγή στους Οθωμανούς, προτιμότερη ήταν η συμμαχία με τα δυτικά καθολικά κράτη και η υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Μάλιστα, για να προωθήσει αυτό το σχέδιο, έκανε στην Αγία Σοφία μια κοινή λειτουργία με καθολικούς ιερείς, απεσταλμένους του Πάπα.
Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν όσοι προτιμούσαν την υποταγή στους Οθωμανούς, αντί στον Πάπα.
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τόσο εχθρικά αισθήματα προς τον Πάπα, ώστε μετά από την κοινή λειτουργία στην Αγία Σοφία, θεωρούσε τον ναό μολυσμένο και δεν πατούσε σε αυτόν.
Μεταξύ των υποστηρικτών της υποταγής στους Οθωμανούς ήταν και ο Γεννάδιος Σχολάριος, αξιωματούχος της Εκκλησίας, τον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής έκανε Πατριάρχη.
Στη συνέχεια, το Πατριαρχείο απέκτησε την ευθύνη για την εκπροσώπηση των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου. Είχε ακόμη και την δικαστική εξουσία για τις υποθέσεις που τους αφορούσαν. Και κυρίως, την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή τους.
Η Εκκλησία είχε μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία για την Άλωση της Πόλης. Υποστήριζε πως η Άλωση ήταν μια συμφορά που ο θεός έριξε πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς για να τους τιμωρήσει, επειδή προσέγγιζαν επικίνδυνα τους καθολικούς.
Ταυτόχρονα, όμως, η Άλωση έγινε για να σώσει την ορθοδοξία. Γιατί η Οθωμανική κατάκτηση έβαλε ένα τέλος στις επαφές ορθοδοξίας και καθολικισμού.
Σαν να έφτιαξε έναν προστατευτικό κλοιό που κράτησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και τους πιστούς του απομονωμένους και άρα καθαρούς από τις επιρροές της Δύσης. Σκλαβωμένους, αλλά καθαρούς.
Το συμπέρασμα ήταν πως ο Σουλτάνος και η «Κραταιά Βασιλεία» του, όπως την έλεγε το Πατριαρχείο, ήταν εκπορευόμενοι εκ Θεού. Άρα, μόνο ο θεός θα μπορούσε να αποφασίσει πότε θα απήλλασσε τους πιστούς του από αυτήν. Και επομένως, κάθε ανθρώπινη προσπάθεια για να αποτιναχθεί ο οθωμανικός ζυγός ήταν παρέμβαση στο έργο του Θεού.
Όλα αυτά, μάλιστα, είχαν αποτυπωθεί και σε ένα επίσημο φυλλάδιο που είχε τυπωθεί το 1798 στο Πατριαρχείο, με τον τίτλο Πατρική Διδασκαλία και είχε κυκλοφορήσει σε όλη την χριστιανική επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Πολλοί μελετητές συγκλίνουν στο ότι ο συγγραφέας ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι θέσεις, προκάλεσαν την οργή του Αδαμάντιου Κοραή που με ένα δικό του κείμενο, την Αδελφική Διδασκαλία, κατήγγειλε το Πατριαρχείο ότι υπερασπιζόταν την Οθωμανική τυραννία. 23 χρόνια μετά είχε έρθει η ώρα της Επανάστασης.
Ο Πατριάρχης, πιστός στα όσα δίδασκε η Πατρική Διδασκαλία και ακολουθώντας τα καθήκοντά που του είχε ορίσει ο σουλτάνος, αφόρισε τους επαναστάτες. Και για αυτό, όταν λίγο αργότερα απαγχονίστηκε, ο Αδαμάντιος Κοραής έγραψε «Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει».
Θα αναρωτηθεί κανείς, αν ήταν αυτός ο ρόλος του Πατριαρχείου, τότε γιατί είχε αυτό το φριχτό τέλος ο Πατριάρχης Γρηγόριος; Γιατί απαγχονίστηκε και το σώμα του αφέθηκε να λιντσαριστεί από τον οργισμένο μουσουλμανικό όχλο; Είπαμε πως το Πατριαρχείο είχε την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή των χριστιανών στους Οθωμανούς.
Όταν με την Επανάσταση αποδείχτηκε πως ο Πατριάρχης είχε αποτύχει στην αποστολή του, τότε υπέστη την σχετική τιμωρία. Για τον σουλτάνο ο Πατριάρχης δεν ήταν κάτι περισσότερο από έναν υψηλού επιπέδου υπάλληλό του. Και στο πλαίσιο της σκληρής σουλτανικής εξουσίας, όσοι αποτύγχαναν σε ένα σημαντικό έργο που τους είχε ανατεθεί, πολύ συχνά δεν έχαναν απλώς τη θέση τους. Έχαναν και τη ζωή τους.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Πατριάρχη δεν ήταν η εξαίρεση. Ήταν ο κανόνας. Πριν από αυτόν, αλλά και μετά, εκατοντάδες Οθωμανοί αξιωματούχοι, ακόμη και πασάδες, θανατώθηκαν ως ανάξιοι της εμπιστοσύνης του σουλτάνου.
Το Πατριαρχείο ως στοιχείο του Οθωμανικού κράτους
Πέρα από τα θεολογικά ζητήματα, υπάρχει και η πρακτική διάσταση. Το Πατριαρχείο ήταν κομμάτι της δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν. Έτσι επιβίωνε. Ταυτόχρονα, ήταν κομμάτι του παραδοσιακού κόσμου. Με τις δικές του ιδέες, τις πριν από τον Διαφωτισμό.
Δεν πίστευε στη δημοκρατία, δεν πίστευε στις επαναστάσεις και τις νέες ιδέες. Επομένως, αφού ήξερε πως οι αρχές της Φιλικής Εταιρείας ήταν επηρεασμένες από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, το Πατριαρχείο σίγουρα θα ήταν αντίθετο σε κάθε εξέγερση βασισμένη σε αυτές τις αρχές. Από την άλλη, ίσως περίμενε την απελευθέρωση από τον τσάρο. Δεν θα εμπιστευόταν την ελευθερία της Ελλάδας σε αυτούς που έβλεπε ως επικίνδυνους άθεους επαναστάτες.
Κάποια επιπλέον στοιχεία, ίσως μας ξεδιαλύνουν την αλήθεια. Το 1828, ενώ ο Καποδίστριας ήταν Κυβερνήτης και ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ο νέος Πατριάρχης, Αγαθάγγελος Α’, έστειλε σε όλες τις Εκκλησίες ένα μήνυμα με το οποίο ζητούσε ξανά να υποταχθούν και πάλι οι χριστιανοί στον σουλτάνο. Παρόλες τις θυσίες και τις νίκες τους. Νωρίτερα, οι επαναστάτες είχαν κηρύξει την Εκκλησία της Ελλάδας διοικητικά ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο.
Και κάποια χρόνια αργότερα, το 1838, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλώντας για την Επανάσταση σε μαθητές, πάνω στο λόφο της Πνύκας, είπε για τον θεσμό του Πατριάρχη πως από την εποχή της Άλωσης «Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαναν ότι τους έλεγε ο σουλτάνος».
Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να πούμε πως το παράδοξο δεν ήταν ότι ο Πατριάρχης εξέδωσε τον αφορισμό το 1821. Το παράδοξο θα ήταν να μην τον εξέδιδε.
Όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να εκθέτουμε το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται και όχι να τα εκθέτουμε απομονωμένα. Αλλιώς, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα.
Δεν θα μείνω στο ότι ο κύριος Μπούνταλης δεν είναι ιστορικός, αλλά χημικός. Όπως για την οικονομία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι οικονομολόγοι, έτσι για την ιστορία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι ιστορικοί. Άλλωστε, η ιστορία είναι ωραίο και δημοφιλές σπορ. Αλλά όπως όλα τα σπορ, έχει κι αυτή τους κανόνες της. Που πρέπει να τηρούνται, ακόμη κι αν την έχουμε για χόμπι.