Κάθε πολίτης με πίστη στη Δημοκρατία ένιωσε λύτρωση όταν την 7η Οκτωβρίου 2020 ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση της Χρυσής Αυγής. Πλέον και επίσημα δεν μιλάμε για πολιτικό κόμμα, αλλά για εγκληματική οργάνωση με παραστρατιωτική δομή, ιεραρχία και δράση.
Αρκετοί επιστήμονες των πολιτικών και κοινωνικών σπουδών, αλλά και δημοσιογράφοι αναλύουν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της και τη δράση της.
Ένα όμως από τα βασικότερα κομμάτια αυτού του κεφαλαίου, είναι η απήχηση στο εκλογικό σώμα στα χρόνια της κρίσης.
Από το περιθώριο στη Βουλή
Η Χρυσή Αυγή δημιουργήθηκε ως οργάνωση το 1980 από τον Νίκο Μιχαλολιάκο και εξέδιδε έντυπα ναζιστικού ιδεολογικού περιεχομένου.
Από μία περιθωριακή παραστρατιωτική ακροδεξιά ομάδα σταδιακά μεταμορφώθηκε σε κόμμα που ανέπτυξε αυτόνομη και ολοκληρωμένη ιδεολογία, λαμβάνοντας αποστάσεις από το ναζισμό στο δημόσιο λόγο, όμως διατηρώντας την αισθητική του.
Η μεταμόρφωση σε «εθνικιστικό» κόμμα, οι δράσεις κοινωνικού περιεχομένου, ο έντονος λαϊκίστικός και ξενοφοβικός λόγος και η περίοδος της οικονομικής κρίσης, ήταν οι παράγοντες που βοήθησαν τη Χρυσή Αυγή να γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό.
Τα πογκρόμ, ο έλεγχος περιοχών της Αθήνας και οι παροχές «μόνο για Έλληνες» πρόσφεραν στη Χρυσή Αυγή την πρώτη έδρα στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων το 2010, ενώ δύο χρόνια αργότερα, έγινε κοινοβουλευτικό κόμμα με ποσοστό 6,97%.
Η βουλευτική ασυλία του αρχηγού και των μελών της, ήταν αυτή που προσέφερε την ψευδαίσθηση της δύναμης και σταδιακά η Χρυσή Αυγή αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της και έβαλε σε εφαρμογή το όραμα της επιβολής δια της βίας.
Από τους τραμπουκισμούς, τις ρατσιστικές επιθέσεις και τον καταγγελτικό λόγο του ίδιου του πολιτεύματος, πέρασαν στην επόμενη φάση, τις πράξεις δολοφονίας. Ο Παύλος Φύσσας ήταν το πρώτο τους θύμα στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 το οποίο αποτέλεσε και αιτία ολίσθησης της ανοδικής πορείας.
Η συστημική αποδοχή
Πρόκειται για μία άποψη που κυριαρχεί στον χώρο της Αριστεράς, όμως επικοινωνιακά έχει βάση. Η Χρυσή Αυγή ουσιαστικά στηρίχτηκε σε διάφορες φάσεις από τα ΜΜΕ και τα δημόσια πρόσωπα.
Η προβολή από διάφορα μεγάλα κανάλια και εφημερίδες της έντονης κοινωνικής δράσης της μέσα από τη διανομή τροφίμων, εθελοντικών αιμοδοσιών και βοήθειας «μόνο σε Έλληνες πολίτες» που έχουν ανάγκη δημιούργησε ένα αφήγημα που συγκάλυπτε τα ναζιστικά ιδεώδη.
Οι συνεντεύξεις των μελών της και τα διάφορα δημοσιεύματα για την προσωπική ζωή τους και τις ενδυματολογικές επιλογές τους, δημιουργούσε την αίσθηση της οικειότητας. Οι χρυσαυγίτες πλαισιώθηκαν σταδιακά ως αγανακτισμένοι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που απλά διάλεξαν έναν διαφορετικό τρόπο διεκδίκησης.
Ο υποστηρικτικός λόγος πολιτικών, ιερέων, καλλιτεχνών και άλλων προσωπικοτήτων, για την τόλμη, την ιδεολογική συγγένεια και τις εθνικιστικές ιδέες τους, συνέβαλε στη νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής και την ενίσχυση του καλού προφίλ της στα μάτια των πολιτών.
Όμως ο ίδιος μηχανισμός σταδιακά απέβαλε τη Χρυσή Αυγή όταν αυτή πλέον χειραφετήθηκε και έδειξε τι πραγματικά είναι ο αγνός φασισμός.
Η Χρυσή Αυγή δεν θα πεθάνει
Για να μπορέσει κάποιος να καταλάβει σε βάθος την παραπάνω φράση και την ουσία αυτού του κειμένου, πρέπει να αντιληφθεί τη Χρυσή Αυγή ως μία διάχυτη ιδεολογία της κοινωνίας.
Η Χρυσή Αυγή ήταν η έκφραση του μίσους και των λοιπών αρνητικών συναισθημάτων, αλλά και η πολιτική κουλτούρα της βίας.
Το σχεδόν 7% των Ελλήνων δεν γνωρίζουν τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και τον Ιούλιο Εβόλα.
Οι ίδιοι ψηφοφόροι πιθανότατα δεν γνωρίζουν το μοντέλο της βιομηχανικής εξόντωσης στα στρατόπεδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα ανθρώπινα πειράματα του Γιόζεφ Μένγκελε, την υπαγωγή των Βαλκανίων στους μη Άριους σύμφωνα με τη ρατσιστική θεωρία, την αιτία του λιμού στην κατοχική Αθήνα και πολλές άλλες πράξεις θαυμασμού της «σποράς των ηττημένων».
Αντιθέτως γνωρίζουν πως ο μετανάστης είναι άνθρωπος με μειωμένα δικαιώματα και όταν ζητά τα δεδουλευμένα του πρέπει να δένεται σε ένα δέντρο και να βασανίζεται ή να απειλείται και να χτυπιέται από τους «συνέλληνες» με τα μαύρα μπλουζάκια.
Πως το μόνο αποδεχτό μοντέλο είναι η ετεροκανονική πυρηνική οικογένεια με τα πατριαρχικά ιδεώδη και η μετανάστρια σεξεργάτρια που πρέπει να προσφέρετε οικονομικά ή και δωρεάν στον Έλληνα, καθώς το trafficking την «έσωσε» από το δύσμοιρο μέλλον της σε κάποια άλλη χώρα.
Πως υπάρχει ένας γνωστός σε κάποια δημόσια υπηρεσία που με ένα οικονομικό αντάλλαγμα προσφέρει εξυπηρετήσεις και νομικές διευκολύνσεις στον συγχωριανό του ή έστω στον συμπατριώτη του.
Πως οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανς είναι ανώμαλοι και διασπείρουν τις ασθένειες και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ενώ σε κάθε ευκαιρία μπορούν να ξεγυμνώνονται στο δρόμο και να επιδέχονται την κριτική των διάφορων ένστολων υπαλλήλων που υπάγονται στο υπουργείο «Προστασίας του Πολίτη».
Πως οι Έλληνες είναι άνεργοι γιατί οι ξένοι τους έχουν πάρει τις δουλειές και πως μόνοι αυτοί πρέπει να έχουν δικαίωμα στην κατανάλωση, ενώ οι άλλοι θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι με όσα έχουν γιατί «και πολύ τους είναι».
Πως είμαστε οι δημιουργοί του πολιτισμού, της φιλοσοφίας και της τεχνολογίας και μας φθονούν όλοι οι άλλοι σε αυτό τον πλανήτη, ενώ προσπαθούν να μας καταστρέψουν μέσα από διάφορες συνωμοσίες γιατί «μας φοβούνται».
Η Χρυσή Αυγή δεν έχει πεθάνει συνεχίζει να ζει στον καθημερινό βίο.
Ανεξάρτητα από την υλική υπόσταση της, αποτελεί αντανάκλαση όλων αυτών των αντιδημοκρατικών απόψεων και εντοπίζεται σε κάθε πράξη ανισότητας.
Μπορεί σήμερα να μην καταγράφει 7% στις δημοσκοπήσεις και να θεωρείται εγκληματική οργάνωση, όμως οι ιδεολογικές θέσεις της, ο τρόπος αντίληψης του κόσμου και ο λόγος (discourse) της κυριαρχεί σε κάθε στιγμή που ο πολίτης νιώθει ευάλωτος ή δυσαρεστημένος από τη Δημοκρατία και το υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Το τέλος μπορεί να δοθεί μέσα από τους ίδιους τους θεσμούς, ενισχύοντας την εκπαίδευση, προσφέροντας διαφάνεια, καταπολεμώντας τη διαφθορά και εξαλείφοντας τις ανισότητες.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ιστορική, όμως η ιστορία είναι μία διαρκής διαδικασία.
Για να μπορέσουμε να απαλλαγούμε ολοκληρωτικά από τη Χρυσή Αυγή, θα πρέπει να καταδιώκουμε τα κατάλοιπα της ατομικά, συλλογικά και θεσμικά.