Η κυρία Άννα από τις Σέρρες, δεν είναι μόνο φτωχιά και μόνη. Είναι και κάτι χειρότερο. Υποφέρει από αυτό που ο καθένας απεύχεται να συμβεί και στο χειρότερο εχθρό του. Δεν μπορεί να μετακινηθεί. Στερείται κάθε δυνατότητας να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο αν ο κόσμος αυτός δεν νοιαστεί να της χτυπήσει την πόρτα. Έστω το παράθυρο. Έχοντας χάσει τη χαρά αυτής της επαφής και της δύναμης που αντλείται από την παρουσία του άλλου, έχοντας διαγράψει από την καθημερινότητα την επίσκεψη στο μάρκετ και τον φούρνο, αντικρίζει την πραγματικότητα μέσα από τον στρεβλό φακό της τηλεόρασης που της μεταφέρει τις εικόνες της αλλά όχι και το καλάθι με τα ψώνια. Τη διασκεδάζει τις ώρες της πλήξης αλλά δεν της κρατά το χέρι όταν φοβάται, δεν της μετράει την πίεση ούτε σβήνει το φως.
Για όλα αυτά φροντίζουν οι κοινωνικοί λειτουργοί που μέσα στα καθήκοντα τους, είναι και η κάλυψη αυτών των αναγκών που γεννάει η αδυναμία να φροντίσει κανείς μόνος τον εαυτό σου. Αν προσθέσεις το βάρος της απουσίας κάθε ζώντος φίλου ή συγγενούς, τότε η κυρία Άννα από τις Σέρρες βιώνει μια απόρριψη που δεν την αξίζει και δεν την επιδίωξε.
Ποιος είσαι, όταν δεν σε κοιτάει κανείς ;
Γιατί κάποτε η κυρία Άννα από τις Σέρρες ήταν κάποια. Μπορεί να ήταν μόνη αλλά ήταν αυτόνομη. Και μέσα στην αυτονομία της, σ’ αυτό το μικρό σύμπαν των δύο δωματίων, με τα παιδιά φευγάτα, το σύζυγο απόντα, τους συγγενείς αλλού, φανταζόμαστε την κυρία Άννα από τις Σέρρες να γυρνάει κουρασμένη από τη δουλειά, να ανοίγει ένα μπουκάλι κρασί και να πίνει στην υγειά της. Ύστερα να λούζεται, να κοιτάζει το σώμα της και να ανακαλύπτει το είδωλο της γυμνό και ακέραιο μέσα από τις ρωγμές του καθρέφτη της. Και να χαμογελά. Κρατώντας το ποτήρι της, κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα , ανάβει τσιγάρο και πιάνει το τηλέφωνο για να μιλήσει με κέφι και όρεξη με μια άλλη Άννα, όχι κατ’ ανάγκη από τις Σέρρες, που είναι κι αυτή ολομόναχη, που είναι κι αυτή αρτιμελής και εργαζόμενη για να πουν τα δικά τους, να κουτσομπολέψουν τους γείτονες, να αναπολήσουν νιάτα και χαμένους έρωτες και όνειρα που ξάσπρισαν πριν χαράξει, να μιλήσουν για λούσα και ταξίδια και παιδιά αχάριστα και τόσα μα τόσα άλλα, μέχρι που ανάμεσα σε δυο παύσεις η κυρία Άννα από τις Σέρρες μαζί με την άλλη Άννα, δεν μιλάνε πια στο τηλέφωνο αλλά στον ίδιο τον εαυτό τους που σκεβρώνει σε μια καρέκλα με το ποτήρι αδειανό.
Αλλά η άλλη μέρα ξημερώνει αλλιώς. Έρχεται με την υπόσχεση στον εαυτό της πως θα κλείσει τα παλιά τεφτέρια: θα καπνίζει λιγότερο, θ’ αρχίσει δίαιτα, θα κοιμάται νωρίς και κάποια στιγμή θα δει το γιατρό της για κείνο το παλιό πρόβλημα… Όμως το βράδυ που επιστρέφει κάθιδρη και ταλαιπωρημένη, έχει ξεχάσει πού ήθελε να πάει, έχει ξεχάσει τι είχε πει, έχει ξεχάσει να περάσει από το φαρμακείο, και το χειρότερο απ’ όλα , της διαφεύγει αυτό για το οποίο μιλούσε τόσο πολύ… Αυτός ο αέναος κύκλος της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης μέσα στην μονοτονία του, είναι ένας υπέροχος τρόπος απόδρασης από όλα αυτά που έκρυψε στη ντουλάπα, υπό μία προϋπόθεση: πως είναι αυτόνομη, οικονομικά ανεξάρτητη και υγιής.
Αλλά η κυρία Άννα από τις Σέρρες, δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Δεν είναι νέα πια,- τα χρόνια πέρασαν σα νερό.- δεν έχει τίποτα περισσότερο από μια μικρή σύνταξη για να προσπορίζεται τα απαραίτητα και ,- το χειρότερο.- είναι καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι γεγονός που την καθιστά απόλυτα εξηρτημένη από την κοινωνική λειτουργό η οποία όμως είναι κι αυτή άνθρωπος.
Δυο μέρες τώρα καθηλωμένη στο τετράτροχο άρμα της, άπλυτη, νηστική, διψασμένη, η κυρία Άννα από τις Σέρρες, αδυνατεί να αντέξει τα μαρτύρια του Ταντάλου για τρίτη μέρα. Σε τελευταία ανάλυση, ούτε βλάσφημη προς τους Θεούς υπήρξε, ούτε άπληστη, ούτε έκλεψε το νέκταρ και την αμβροσία για δική της χρήση. Ανεβασμένη στο Σταυρό της, αναγνωρίζει τις αδυναμίες της, ζητά συγχώρεση από όσους έβλαψε και καλεί το 100! Η κυρία Άννα από τις Σέρρες, καλεί την Άμεσο Δράση, η οποία αποδεικνύεται και άμεση και δραστική, και οι αστυνομικοί επιτελώντας κάτι που σπάνια τους ζητείται, προσφέρουν νεράκι κρύο στην ταλαιπωρημένη γυναίκα. Κι επειδή είναι καλοκαίρι, την κερνάνε και παγωτό. Ντοντουρμά Σερραίικο με μαστιχωτή υφή και ουράνια γεύση. Κι όλα καλά.
* Μητέρα Τερέζα