Το παρόν άρθρο δεν έχει ως στόχο την αποτίμηση του έργου του εκλιπόντος πρώην πρωθυπουργού, δεν αρμόζει αυτό ούτε στην ιδιότητα, ούτε στα ενδιαφέροντά μου. Αποτελεί έναν προβληματισμό σχετικό με τις αντιδράσεις και την πόλωση που υπήρξε σχετικά με την αποτίμηση του έργου του και το πρόσωπό του. Κι αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο σε εκείνον, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο γενικά βλέπουμε τα πολιτικά πρόσωπά και ειδικά όσους είναι σε αξιώματα, όπως αυτό του πρωθυπουργού.
Είναι σαφές ότι υπάρχουν εκείνοι που εγκωμιάζουν κι εκείνοι που υποτιμούν. Δεν είναι κακό φυσικά να έχουμε μια καλή ή μια αρνητική γνώμη για κάποιον. Προβληματικό γίνεται όταν αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με όρους άσπρου ή μαύρου. Είναι μόνο καλός ή είναι μόνο κακός. Σε αυτήν την περίπτωση το πολιτικό πρόσωπο δεν μπορεί ποτέ να έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Ενσαρκώνει κάτι το απόλυτα θαυμαστό ή ταυτίζεται με το απόλυτο κακό.
Λειτουργούμε δηλαδή με τους μηχανισμούς της εξιδανίκευσης ή της υποτίμησης. Αυτός είναι ένας ανώριμος και νηπιακός τρόπος σκέψης. Περιορίζει πάρα πολύ την αντίληψή μας για την πραγματικότητα αφού την ερμηνεύουμε πάντα με βάση την καλή ή την κακή εικόνα που έχουμε ήδη για το δεδομένο πρόσωπο. Αυτός ο τρόπος σκέψης στους ενήλικες οδηγεί συχνά σε φανατισμό, μίσος ή παράνοια. Θεωρητικά, η ενήλικη σκέψη χρειάζεται να κατανοεί ότι η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη και δεν μπορεί να εξαντλείται σε ένα απλό «ναι» ή «όχι».
Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι και το έργο τους είναι ανθρώπινο έργο. Είναι πολύ όμορφη αίσθηση να νιώθεις ότι αυτός που είναι στην εξουσία είναι υπέροχος και ξέρει τι κάνει και θα φροντίζει πάντα για να είσαι καλά. Αντίστοιχα, είναι πολύ ανακουφιστικό να έχεις κάποιον να βρίζεις για όλα τα κακά που συναντάς κάθε μέρα. Ένας πρωθυπουργός όμως δεν είναι μόνος του. Έχει ένα επιτελείο και είναι επίσης εκφραστής της εποχής του και των όσων τον ψήφισαν. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί είναι τόσο δύσκολο στην αποτίμηση ενός έργου να συνυπολογιστούν και τα καλά που άφησε κάποιος και τα προβλήματα που κληροδότησε. Κι όμως αυτό συμβαίνει γιατί η πολιτική λειτουργούσε επί πάρα πολύ καιρό με όρους γηπέδου. Δεν είχαμε συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους αλλά οπαδούς.
Οι εποχές με τα μπαλκόνια και τις λαοθάλασσες που ζητωκραύγαζαν όμως έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μαλώνουν πια όπως έκαναν στα καφενεία τη δεκαετία του ογδόντα παίζοντας τάβλι για να περνάνε την ώρα τους. Η αβεβαιότητα των καιρών μας, τα πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, η κλιματική κρίση, που ίσως απειλεί μακροχρόνια την επιβίωσή μας, απαιτούν πολίτες με ώριμη, ενήλικη πολιτική σκέψη που δεν ψάχνουν ούτε να χειροκροτήσουν, ούτε να λιθοβολήσουν. Χρειάζεται να μπορούμε να επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες και να βγάζουμε συμπεράσματα, που δεν θα είναι προκαθορισμένα από το τι ψήφιζαν οι γονείς μας ή από το ποιος θα μας βολέψει καλύτερα.
Πιο πιθανή βέβαια είναι η επικράτηση της πολιτικής απάθειας, που ήδη έχει δώσει το στίγμα της. Η σημερινή πολιτική απάθεια είναι απόλυτα δικαιολογημένη, δεδομένων των διαρκών απογοητεύσεων που ζούμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια από το πολιτικό σύστημα. Ψυχικά όμως η απάθεια είναι ένδειξη κατάθλιψης, άρνησης για ζωή και σκέψη, άρνησης για προσπάθεια και αποδοχή αδιαμαρτύρητα των όσων βιώνει κανείς.
Η μόνη ελπίδα είναι η συλλογικότητα που κάποτε περιστρεφόταν γύρω από έναν εξιδανικευμένο ηγέτη ή εναντίον κάποιου μισητού άλλου να γίνει μια συλλογικότητα που έχει ως στόχο το κοινό καλό. Κάτι καθόλου πιθανό φυσικά, αλλά ίσως αναγκαίο για την επιβίωσή μας τον υπόλοιπο 21ο αιώνα.