Δώδεκα χρόνια μετά την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, όπου η Γερμανία είχε διχαστεί ως προς τη διάσωση της χώρας του νότου, ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρωζώνης είναι η ίδια η Γερμανία.
Η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ έχει πληγεί όσο καμία από τον πόλεμο στην Ουκρανία με αποτέλεσμα να φρενάρει επικίνδυνα την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να σταματήσει την επιθετική πολιτική των επιτοκίων για να αποτρέψει την κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας όπως συνέβη το 2011 με την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Reuters, οι παράγοντες που η Γερμανία έχει βρεθεί στο κέντρο του προβλήματος είναι ένα τοξικό μείγμα αδύναμων συναλλαγών με τον βασικό εταίρο της την Κίνα, η ύφεση που παρατηρείται στον μεγάλο βιομηχανικό της τομέα και φυσικά η τεράστια ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, την οποία πληρώνει ακόμη πολύ ακριβά.
Κι αν η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας τυ 2011, ήταν ένας κόκκος άμμου στα παπούτσια της ΕΕ, το πρόβλημα με τη Γερμανία είναι πολύ πιο επικίνδυνο.
Περιορίζει την ανάπτυξη σε ολόκληρη της Ευρωζώνη και απειλεί να την οδηγήσει σε ύφεση, αντί για μια «ήπια ανάπτυξη» λόγω του πληθωρισμού, που η ΕΚΤ προσπαθεί να αντιμετωπίσει με τις συνεχιζόμενες αυξήσεις επιτοκίων εδώ και μήνες.
Κι ενώ αναμενόταν να συνεχίσει την επιθετική νομισματική πολιτική της έως ότου μειωθεί ο πληθωρισμός στο 2%, η ΕΚΤ αναμένεται σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters, να προχωρήσει το Σεπτέμβριο στην τελευταία αύξηση των επιτοκίων της.
Ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης
Η αγορά πιστεύει ωστόσο, ότι η κεντρική τράπεζα ίσως χρειαστεί να αναιρέσει ορισμένες από αυτές τις αυξήσεις επιτοκίων νωρίτερα απ′ ότι πίστευε, όπως ακριβώς έκανε την εποχή του τελευταίου κύκλου σύσφιξης το 2011, όταν συνοδευόταν από κρίσεις χρέους στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Κύπρο.
«Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ των συνθηκών του 2011 και τώρα», είπε ο Ρίτσαρντ Πόρτες, καθηγητής οικονομικών στο London Business School, λέγοντας, ότι «σήμερα ο όρος «ασθενής της Ευρώπης» - μια έκφραση που πιστεύετε ότι ανήκει στον αυτοκράτορα Νικόλαο Α′ της Ρωσίας για να περιγράψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα- αφορά τη Γερμανία».
Και η ειρωνεία είναι, σύμφωνα με τον Πόρτες, ότι ορισμένες από τις σημερινές κακοτυχίες της Γερμανίας προέρχονται από τη Ρωσία, καθώς το Βερολίνο βασιζόταν για το ένα τρίτο του ενεργειακού εφοδιασμού του στη Μόσχα έως πριν από τον πόλεμο.
«Εάν η κυβέρνηση δεν λάβει αποφασιστικά μέτρα, η Γερμανία είναι πιθανό να παραμείνει στον πάτο του αναπτυξιακού πίνακα της Ευρωζώνης» , δήλωσε ο Ralph Solveen, οικονομολόγος της Commerzbank.
Πως θα διασωθεί η Γερμανία
Η ΕΚΤ έχει συνειδητά περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα μέσω υψηλότερων επιτοκίων, σε μια προσπάθεια να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο 2% από τα διψήφια νούμερα που είχε αγγίξει περύσι.
Το υψηλότερο κόστος δανεισμού ωστόσο, βλάπτει ιδιαίτερα τον βιομηχανικό κλάδο επειδή εξαρτάται από επενδύσεις και καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχει μεγαλύτερο βιομηχανικό τομέα από τη Γερμανία.
«Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής επειδή η Γερμανία βρίσκεται σε δύσκολη θέση δεν θα ήταν συνετή, αλλά η αυστηροποίησή της θα προσθέσει μακροοικονομική πίεση στην οικονομία», πρόσθεσε ο Πόρτες λέγοντας ότι «αυτό ίσως αναγκάσει την ΕΚΤ να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων πριν την επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%».
Για τον Ricardo Reis, καθηγητή στο London School of Economics, η ΕΚΤ έπρεπε να αρχίσει να εξετάζει την αναμενόμενη πορεία του πληθωρισμού «σε 12 ή 18 μήνες από τώρα» - όπως παραδοσιακά έκανε- αντί για τις τρέχουσες μετρήσεις.
Το πρώτο σημάδι αλλαγής στην πολιτική της ΕΚΤ ξεκίνησε στην τελευταία συνεδρίαση της πριν από δύο περίπου εβδομάδες και αιφνιδίασε τις αγορές.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, αφού δήλωσε τον Ιούνιο ότι «δεν σκεφτόταν να σταματήσει» τις αυξήσεις των επιτοκίων, άλλαξε πορεία στην τελευταία της συνέντευξη Τύπου, φτάνοντας στο σημείο να πει ότι η κεντρική τράπεζα έχει φτάσει στο τέλος αυτής της πολιτικής.
Μέρες αργότερα ― και αφού τα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού είχε κολλήσει στο 5,5% ― η ΕΚΤ επέλεξε να τονίσει ότι τα μεγαλύτερο μέρος του πληθωρισμού παρουσιάζει σημεία μείωσης.
Όλα αυτά οδηγούν στο ενδεχόμενο μιας πιθανής παύσης στις αυξήσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο, με τους οικονομολόγους της ABN-AMRO, να αναφέρουν σε σημείωμα προς τους πελάτες τους, πως «αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα αλλάξει σημαντικά τους επόμενους μήνες της πολιτική της, χωρίς περαιτέρω αυξήσεις το 2023 ενώ τον Μάρτιο του 2024 θα ξεκινήσει μια σειρά από μειώσεις επιτοκίων».