Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία που φέρνει στο φως της δημοσιότητας μια κυβερνητική έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην Ιρλανδία. Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτής, για δεκαετίες ολόκληρες ιδρύματα που είχαν αναλάβει τη φροντίδα ανύπαντρων γυναικών με τα μωρά τους και διοικούνταν από την εκκλησία έδιναν σε ιατρικές σχολές τις σορούς των βρεφών που πέθαιναν προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν οι φοιτητές στο μάθημα της ανατομίας.
Οι αντιδράσεις που έχουν προκληθεί είναι τεράστιες με τους πολίτες να θέτουν ερωτήματα για το κατά πόσο οι εν λόγω φορείς καταχράστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν τα σώματα των παιδιών.
Η αρμόδια επιτροπή, που όρισε η ιρλανδική κυβέρνηση το 2015 για την διερεύνηση του θέματος αποκάλυψε πως μόνο στο Δουβλίνο μερικά από τα ιδρύματα τα οποία είχε υπό την επίβλεψή της η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είχαν στείλει στις σχολές τουλάχιστον 950 σορούς, ενώ η πρακτική συνεχίστηκε μέχρι το 1977. Τα περισσότερα ιδρύματα στο μεταξύ, δεν κρατούσαν κάποιο αρχείο που να αναφέρει με λεπτομέρειες τι απέγιναν τα παιδιά που πέθαναν ενώ βρίσκονταν σε αυτά.
Χαρακτηριστικό είναι πως σε ένα από τα δεκατρία σπίτια που εξετάστηκαν, οι ερευνητές σημείωσαν πως δεν κατάφεραν να βρουν κανένα στοιχείο αναφορικά με τους χώρους ταφής των 800 παιδιών που πέθαναν εκεί. Συμπλήρωσαν επίσης πως οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων με δυσκολία συνεργάστηκαν και απάντησαν στα ερωτήματα που τους τέθηκαν.
Σε μια άλλη περίπτωση οι επικεφαλής της μελέτης διαπίστωσαν πως από τους 900 περίπου θανάτους παιδιών που συνέβησαν εκεί από το 1922 μέχρι το 1996 -που μπήκε και λουκέτο στο χώρο- μόνο 64 σοροί παιδιών βρέθηκαν τελικά θαμμένες εκεί.
Η ένορκη δήλωση που δόθηκε στους ερευνητές από τις καλόγριες, σύμφωνα με τις επισημάνσεις των Αρχών, ήταν ελλιπής, στερούνταν αποδεικτικών στοιχείων και ήταν παραπλανητική. Με δεδομένα όλα αυτά, τα «σπίτια της Ιρλανδίας», έτσι όπως συχνά ονομάζονταν τα ιδρύματα που χρηματοδοτούνταν από την εκκλησία, έγιναν έμβλημα μιας περιόδου κατά την οποία η εκκλησία έθεσε στο περιθώριο και καταδίκασε χιλιάδες ανθρώπους που δεν υιοθέτησαν τους αυστηρούς της προσανατολισμούς όσον αφορά τη σεξουαλική ζωή, την κοινωνική θέση κτλ.
Σημειώνεται ότι οι έρευνες ξεκίνησαν από την πόλη Τουάμ μετά από αίτημα της ιστορικού Κάθριν Κόρλες. Η ίδια συγκέντρωσε τα πιστοποιητικά θανάτου 796 παιδιών που είχαν πεθάνει μεταξύ του 1925 και 1961 και για τα οποία δεν υπήρχαν στοιχεία για την ταφή τους. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπη με την αλήθεια.
Άλλη μαρτυρία αναφέρει πως στην ίδια περιοχή και στην αυλή του ιδρύματος «St Mary’s Mother and Baby Home» εντοπίστηκε κάποτε ένας ομαδικός τάφος με 800 νεκρά παιδιά. Για πολλούς στην Ιρλανδία, η ανακάλυψη στο Τουάμ, αναθέρμανε οδυνηρές μνήμες για τον τρόπο συμπεριφοράς του κράτους απέναντι στις ανύπαντρες μητέρες, οι οποίες καταπατούσαν τα αυστηρά πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα μιας βαθύτατα συντηρητικής κοινωνίας.
Υπενθυμίζεται ότι τα σπίτια της Ιρλανδίας για τις ανύπαντρες μητέρες και τα παιδιά τους διοικούνταν από την Εκκλησία και χρηματοδοτούνταν από το κράτος. Οι γονείς πήγαιναν, συχνά εκεί, τις άγαμες έγκυες κόρες τους, που θα ήταν δακτυλοδεικτούμενες από την κοινότητα. Στα πιο βάναυσα χρόνια - που διήρκεσαν σχεδόν έναν αιώνα - χιλιάδες παιδιά έχασαν τη ζωή τους σε αυτά, λόγω της κακής διατροφής και της έλλειψης φροντίδας. Αυτά ρίχνονταν σε μαζικούς τάφους σε γη που άνηκε επίσης στην Καθολική Εκκλησία. Πολλές γυναίκες που εγγράφονταν ως ενήλικες ενώ δεν ήταν, αναγκάστηκαν να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία, βάζοντας την υπογραφή τους υπό το άγρυπνο βλέμμα και την πίεση των μοναχών και των κοινωνικών λειτουργών.
(Με πληροφορίες από New York Times)