Ναι στην οικονομία της γνώσης, Όχι στη «φτηνή ανάπτυξη»

Tο μοντέλο μιας ανεπτυγμένης οικονομίας της γνώσης πάει μαζί με την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.
Getty creative

Στις εκλογές που έρχονται η Ελλάδα επιλέγει το πολιτικό σχέδιο με το οποίο θα πορευθεί τα επόμενα χρόνια, κάνοντας τα πρώτα της βήματα στην εποχή μετά τα μνημόνια και τη δημοσιονομική εποπτεία αλλά και σε μια εποχή απαλλαγμένη από τις παθογένειες του παρελθόντος που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το δικό μας όραμα για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας απέχει πολύ τόσο από την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», που έπληξε τη χώρα και τους ανθρώπους της στα χρόνια της κρίσης, όσο και από τα αποτυχημένα όπως αποδείχθηκε μοντέλα των προηγούμενων δεκαετιών.

Η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο παρελθόν αντιμέτωπη με το δίλημμα αν πρέπει και μπορεί να ανταγωνιστεί τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, που βασίζονται σε μια οικονομία υψηλών απαιτήσεων και έντασης γνώσης, ή με τις λιγότερο ανεπτυγμένες, που βασίζουν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα στους χαμηλούς μισθούς, στην ευελιξία, στους περιορισμένους δημόσιους πόρους για την ενίσχυση επενδύσεων, στην απουσία ρύθμισης και κοινωνικής πρόνοιας. Δυστυχώς, κατά κανόνα δεν μπόρεσε να βρει μια επαρκή απάντηση ή έτεινε προς το δεύτερο μονοπάτι μιας «φτηνής ανάπτυξης».

Η δική μας απάντηση είναι ακριβώς η αντίθετη. Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα πρέπει και μπορεί πλέον, έχοντας εξυγιάνει τα δημοσιονομικά της, να κάνει το άλμα προς τα εμπρός. Προς μια οικονομία της γνώσης, αξιοποιώντας το πλούσιο και εξαιρετικά υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της, που θα μπορεί να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό, παράγοντας προϊόντα και υπηρεσίες με εξωστρέφεια, καινοτομία, αυτοπεποίθηση. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε, εκμεταλλευόμενοι τα σταθερά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια, να προκαλέσουμε ένα «σοκ πρωτοπορίας» στην οικονομία μας, που θα μας επιτρέψει να συμμετάσχουμε κι εμείς με τις δικές μας δυνάμεις στην διεθνώς εξελισσόμενη Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση. Απορρίπτοντας οριστικά το μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης» και επιλέγοντας ένα μοντέλο έξυπνης ανάπτυξης, με επαρκείς πόρους και ώθηση από τον δημόσιο τομέα αλλά και με την στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Ταυτόχρονα, για εμάς το μοντέλο μιας ανεπτυγμένης οικονομίας της γνώσης πάει μαζί με την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη (inclusive growth). Που σημαίνει ότι η εξωστρεφής και καινοτόμα οικονομία που οραματιζόμαστε όχι μόνο αξιοποιεί τις ικανότητες των Ελλήνων αλλά και δεν αφήνει κανέναν πίσω. Συνδυάζεται με τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας στην εργασία, ιδίως για τους νέους (επιστήμονες και μη), με την ισότιμη κατανομή των αναγκαίων βαρών (και την ελάφρυνση όπου είναι δυνατό και απαραίτητο, όπως στη μεσαία τάξη), με τη μείωση των κάθε είδους κοινωνικών αλλά και περιφερειακών ανισοτήτων. Η οικονομία της γνώσης είναι για εμάς ταυτόχρονα μια οικονομία που δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους. Είναι μια οικονομία που καλλιεργεί την κουλτούρα της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, που απαιτεί και διαμορφώνει συνειδητοποιημένους πολίτες, που έχει τελικά στη βάση της μια κοινωνία αλληλεγγύης.

Πρέπει να είναι σαφές λοιπόν για τους πολίτες ότι στις εκλογές συγκρούονται δύο ριζικά διαφορετικά σχέδια για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ – πράγμα «νόμιμο» και απολύτως απαραίτητο σε μια σύγχρονη δημοκρατία που συζητά πολιτικά το μέλλον της. Το σχέδιο της ΝΔ φαίνεται να εντάσσεται στη μήτρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που όμως έχει οδηγήσει παγκοσμίως και στην ευρώπη σε τεράστιες ανισότητες, στρώνοντας το έδαφος και για φαινόμενα αυταρχισμού, ακροδεξιάς, σωβινισμού.

Η τυχόν εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου, με τις «εύκολες» υποσχέσεις που εμπεριέχει για αυτόματη μείωση φόρων αλλά και για μια εκ νέου ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και περιορισμό του (κοινωνικού) κράτους, θα σημάνει την αποδοχή των αποτελεσμάτων και τετελεσμένων των μνημονίων, ακριβώς σε μια φάση που η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της βήματα στην μετά το μνημόνιο εποχή. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να προχωρήσουμε στο δρόμο που έχει ήδη ανοίξει.

Το εναλλακτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι η όποια ελάφρυνση και στήριξη προκύψει μέσα από τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας στην Ευρώπη για τον περιορισμό των πλεονασμάτων, θα διοχετευθεί κατά προτεραιότητα στους φτωχότερους Έλληνες, όπως έγινε με συνέπεια κατά τα 4,5 αυτά χρόνια. Ο λόγος ήταν διπλός: αφενός έπρεπε να διαχειρισθούμε τα μνημόνια, εντοπίζοντας περιθώρια ελευθερίας για μια πιο δίκαιη οικονομική και κοινωνική πολιτική, και αφετέρου να κατανείμουμε με μεγαλύτερη δικαιοσύνη τα βάρη, με αποτέλεσμα όμως να πιεστεί η μεσαία τάξη. Αν κάτι πρέπει να μας καταλογιστεί είναι ότι δεν καταφέραμε να καταπολεμήσουμε πλήρως τη φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα να γίνει αναγκαστική επιλογή η μεγαλύτερη φορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων (κυρίως υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα). Η επιλογή αυτή όμως επέτρεψε να υπάρξει κοινωνική ειρήνη, και χάριν αυτής ανακάμψαμε ως οικονομία, έστω δύσκολα και αργά αλλά σταθερά. Εάν δεν στηρίζαμε τα φτωχότερα στρώματα, θα οδηγούμασταν σε μια κοινωνία των 2/3, οι κοινωνικές αντιθέσεις θα έπαιρναν εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς τα περιθώρια των φτωχότερων στρωμάτων για περαιτέρω μειώσεις ήταν απλώς ανύπαρκτα.

Αυτή ήταν η βασική επιλογή της κυβέρνησης, καθώς μια κοινωνία οξύτατων αντιθέσεων, όχι μόνο είναι μια καθημαγμένη κοινωνία αλλά και δεν είναι σε θέση να προσελκύσει σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις, δεν μπορεί να έχει ένα παραγωγικό προφίλ υψηλών απαιτήσεων τόσο ως προς την προηγμένη τεχνολογική σύνθεση των προϊόντων της, όσο και ως προς το πλήθος και την πολυπλοκότητά τους. Μπορεί μόνο να στηρίζεται ανταγωνιστικά μέσω χαμηλών εργατικών αμοιβών και χαμηλής φορολογίας.

Ο ισχυρισμός της ΝΔ πως μέσω φορολογικών εκπτώσεων θα μπορέσει να ελαφρύνει την μεσαία τάξη χωρίς να επιβαρύνει τα φτωχότερα στρώματα αποτελεί προεκλογική εξαγγελία χωρίς αντίκρισμα. Βασίζεται στην υποτιθέμενη δυνατότητα να αυξήσει σημαντικά το ΑΕΠ χάρις στην μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και στην ιδιαίτερη ικανότητα των στελεχών της να προσελκύσουν επενδύσεις. Πρόκειται για έναν δίδυμο μύθο, που εδράζεται στις βεβαιότητες των οικονομικών της προσφοράς της δεκαετίας του 1980, οι οποίες ειδικά με την κρίση του 2008 καταρρίφθηκαν δραματικά. Εκτός των άλλων, οι ισχνές επιδόσεις του μεταπολιτευτικού δικομματισμού στην προσέλκυση επενδύσεων δεν πείθουν ότι οι ίδιες δυνάμεις μπορούν να το καταφέρουν σήμερα.

Η δική μας αντίληψη υποδεικνύει ότι η προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα πρέπει να στηριχθεί σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική προσέλκυσης προς την κατεύθυνση της αναπτυγμένης οικονομίας της γνώσης, που θα καθίσταται δυνατή από το υψηλό επίπεδο του ανθρωπίνου κεφαλαίου της χώρας (που το αναβαθμίσαμε περαιτέρω π.χ. μέσω δράσεων τύπου ΕΛΙΔΕΚ), την υψηλή ποιότητα των υποδομών, την ύπαρξη ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, τη γεωπολιτική σταθερότητα κ.λπ.

Αντίθετα, η ίδια η πραγματικότητα θα διαψεύσει τις εύκολες υποσχέσεις της αντιπολίτευσης για φοροελαφρύνσεις, καθώς η αφαίρεση πόρων θα περιορίσει δραστικά τις παροχές προς τις φτωχότερες τάξεις κυρίως μέσα από την μείωση του κοινωνικού κράτους. Ιδίως στους καθοριστικής σημασίας τομείς της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της εκπαίδευσης, εν μέρει και της αστυνόμευσης. Μια τέτοια στρατηγική επιλογή το μόνο που θα πετύχει θα είναι να διευρύνει την κοινωνική ανισότητα και αναταραχή, να εντείνει την τάση εγκατάλειψης της χώρας ιδίως από τους νέους και μορφωμένους (brain drain), να εντείνει τη αδυναμία παραγωγικής αναβάθμισης με χρήση υψηλότερου ανθρώπινου και κοινωνικού κεφαλαίου, να επιδεινώσει το δημογραφικό πρόβλημα κ.λπ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση έκανε μια σαφή επιλογή: να διασωθεί η κοινωνική συνοχή της χώρας, να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι πολίτες της, κάτι που σήμαινε όχι οριζόντιες φοροελαφρύνσεις, αλλά περισσότερο εστιασμένες στις φτωχές τάξεις, όχι φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις, ακόμα και κάποιες αυξήσεις φόρων όπου ήταν δυνατό και ανεκτό. Η πολιτική αυτή δεν αντανακλούσε κάποιο δήθεν αντιεπιχειρηματικό μένος αλλά προέκυψε στο πλαίσιο υποχρεωτικών συμβιβασμών με την γερμανικής έμπνευσης λιτότητα και με την ελπίδα ότι αυτή κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί σε αναθεώρηση, για να προστατευθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή. Ταυτόχρονα, στα περιθώρια που επέτρεπε η δημοσιονομική εποπτεία, έγινε μια δύσκολη και οπωσδήποτε ημιτελής προσπάθεια να οικοδομηθεί μια νέα οικονομική πολιτική, όχι στη βάση εύκολων αλλά ανεδαφικών και μη κοστολογημένων υποσχέσεων για φοροαπαλλαγές ή της περαιτέρω συμπίεσης του εργατικού κόστους και των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά στη βάση της ουσιαστικής βελτίωσης της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό και της συμμετοχής της στην αναπτυγμένη οικονομία της γνώσης, με όρους εργασιακής αξιοπρέπειας, κοινωνικής δικαιοσύνης, πρόνοιας και συνοχής.

Δημοφιλή