Πρώτον, στις ευνομούμενες πολιτείες και τις δημοκρατίες δεν υπάρχει καλή και κακή βία. Η απόπειρα διάκρισης στο όνομα της αγανάκτησης, της τιμωρίας, του αισθήματος αδικίας, ακόμη και της απόδοσης δικαιοσύνης (βλ. περίπτωση Ρόδου) ή/και οι καταδίκες με αστερίσκους και «αλλά» καταλήγουν να δίνουν άλλοθι ανάλογα την πρόελευσή της και τους λόγους που επικαλείται αυτός που τη διαπράττει. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Δεύτερον, έχουμε αρχίσει όχι απλώς να ανεχόμαστε αλλά και να εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με τη βία. Στους δρόμους, στα πανεπιστήμια, στα γήπεδα και αλλού.
Τρίτον, η πόλωση και η συνεπακόλουθα νοσηρή ατμόσφαιρα, που συνοδεύεται από ακραία φρασεολογία και δαιμονοποίηση της αντίθετης φωνής δεν παράγει απαραίτητα τρομοκρατία, ωστόσο, διαμορφώνει εύφορο κλίμα για τη στρατολόγηση νέων στελεχών και δίνει χώρο σε ακραίες και αφοριστικές ιδεολογίες (αλλά και παρακρατικούς μηχανισμούς) για να ευδοκιμήσουν. Οι πολιτικοί και οι εκάστοτε ελίτ έχουν (και) διαπαιδαγωγικό ρόλο έναντι της κοινωνίας και για αυτό πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις τοποθετήσεις τους.
Τέταρτον, υπάρχουν προφανώς πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αιτίες για την εδραίωση του εξτρεμισμού (σε διάφορες εκφάνσεις), εντούτοις, είναι πρόδηλο ότι βρισκόμαστε σε μία παρατεταμένη πολιτισμική κρίση, η οποία, μάλιστα προηγήθηκε της οικονομικής.
Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε συνολική επανεκκίνηση πριν να είναι πολύ αργά…
Αναδημοσίευση από το Facebook του κ. Κωνσταντίνου Φίλη (με την άδεια του συγγραφέα)