Επί δεκαετίες, τουλάχιστον, όλα έμοιαζαν να λειτουργούν θετικά για την Τουρκία. Η ενίσχυση του ισλαμισμού διεθνώς, η ισχυρή δημογραφία, η αυξανόμενη ισχύς των τουρκικών μειονοτήτων στη Δύση, η υποχώρηση του κουρδικού κινήματος, μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, ο πακτωλός των χρημάτων από τις χώρες του Κόλπου, η βιομηχανία υποκατάστασης εισαγωγών αλλά και οι μεγάλες εξαγωγές οχημάτων –πάνω από 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο–, η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου, η κατάρρευση όλων των ισχυρών γειτονικών χωρών, αρχίζοντας από το Ιράν, το 1979, και καταλήγοντας στη Συρία, το 2012, ενώ στο μεταξύ θα έχει διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση, θα έχει αποσυντεθεί το Ιράκ, στα Βαλκάνια θα εκλείψει ο ισχυρός γιουγκοσλαβικός πόλος και η Ελλάδα θα εισέλθει στη μακρόχρονη μνημονιακή κρίση.
“Όσο και να φαίνεται παράδοξο σε όσους αντιπαραθέτουν την κοσμική Τουρκία του Κεμάλ με την ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν, υπάρχει απόλυτη συνέχεια ανάμεσά τους.”
Αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η ενίσχυση του Ισλάμ, που αγκάλιασε το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου δίνοντας συχνά την αίσθηση και την ψευδαίσθηση ενός ενιαίου μουσουλμανικού στρατοπέδου ως γεωπολιτικού bloc, ιδιαίτερα στην εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Αποφασιστική σημασία για την μεταβολή της μουσουλμανικής θρησκείας σε πολιτική ιδεολογία, θα διαδραματίσουν ένα σύνολο από γεγονότα –η εγκατάσταση του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, οι αλλεπάλληλοι ισραηλινο-αραβικοί πόλεμοι, η απόρριψη της εκδυτικισμού του Σάχη στο Ιράν, η επέμβαση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν η εισβολή των Αμερικανών σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Η Τουρκία υπήρξε η τελευταία δύναμη, μετά το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία, που θα επιχειρήσει να μεταβάλει το κύμα του ισλαμισμού σε όπλο γεωπολιτικής ισχύος: εκπρόσωπος της τελευταίας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας, σημαντική γεωπολιτικά, με πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη, και στενές σχέσεις με τη Δύση.
Στα πλαίσια της κατάρρευσης του μονοπολικού δυτικού κόσμου, η Τουρκία πίστεψε πως είχε τις δυνατότητες να αποτελέσει τον πυρήνα ενός παγκόσμιου ισλαμικού πόλου, καθώς ο αραβικός κόσμος είχε υποστεί καθίζηση και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε «απελευθερώσει» τα δεκάδες εκατομμύρια των τουρκόφωνων της Κεντρικής Ασίας. Το τουρκικό πολιτικό ισλάμ, με εκπροσώπους τον Ερμπακάν, τον Γκιούλ, τον Νταβούτογλου και κατεξοχήν τον Ερντογάν και τον Φετουλάχ Γκιουλέν ως ιδεολογικό του μέντορα, θα επιχειρήσει να εκπροσωπήσει όλους τους μουσουλμάνους. Ο παραδοσιακός εθνοκρατικός κεμαλισμός, αναγκαίος για την ανασυγκρότηση του τουρκισμού, θα δώσει τη θέση του σε μια νέα σύνθεση τουρκισμού, παντουρανισμού, οθωμανισμού και ισλαμισμού, δηλαδή του νεο-οθωμανικού ισλαμοκεμαλισμού.
Εξάλλου, όσο και να φαίνεται παράδοξο σε όσους αντιπαραθέτουν την κοσμική Τουρκία του Κεμάλ με την ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν, υπάρχει απόλυτη συνέχεια ανάμεσά τους. Απλώς εκπροσωπούν διαφορετικές φάσεις της νεότερης τουρκικής ιστορίας. Η Τουρκία του Κεμάλ επιχείρησε, –μετά την εθνοκάθαρση και την εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών, Ελλήνων και Αρμενίων–, να ενσωματώσει σε ένα τουρκικό εθνικό κράτος όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, Λαζούς τσερκέζους, Άραβες και προπαντός τους Κούρδους. Και εν μέρει το πέτυχε, καθώς πληθυσμοί χωρίς ισχυρή εθνική συνείδηση ενσωματώθηκαν στον τουρκισμό. Όμως αυτό το εγχείρημα απέτυχε ως προς τη σημαντικότερη ομάδα, τους Κούρδους, οι οποίοι ξεκίνησαν και ένοπλο αγώνα υπό τον Οτσαλάν και το ΡΚΚ. Τότε, το κεμαλικό τουρκικό πολιτικό σύστημα –μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980– θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το ισλάμ σε μια έσχατη απόπειρα ενσωμάτωσης των Κούρδων και θα δημιουργηθούν μαζικά τα πρώτα ισλαμικά σχολεία. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσει και ο Οζάλ και θα τον ολοκληρώσουν ο Ερμπακάν και ο Ερντογάν που θα μεταβάλουν το πολιτικό ισλάμ σε κυρίαρχη δύναμη της Τουρκίας. Καθώς λοιπόν ο ισλαμισμός θα καταστεί παγκόσμιο κίνημα, η τουρκική εκδοχή του Ισλάμ, στηριγμένη στα διεθνή δίκτυα του Φετουλάχ Γκιουλέν, θα καταστεί και «εξαγώγιμο» προϊόν. Και ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να μεταβληθεί στον νέο Καλίφη μετά τον σουλτάνο.
“(Η Τουρκία) Σταδιακώς, μεταβάλλεται σε μία δύναμη του «ενδιάμεσου χώρου» που χρησιμοποιεί τη στρατηγική γεωπολιτική της θέση για να καθίσταται απαραίτητη σε όλους – μήπως όμως και να τους δυσαρεστεί όλους, μια και μάλλον δεν διαθέτει τα απαραίτητα μεγέθη ώστε να καταστεί η μεγάλη δύναμη που ονειρεύεται;”
Αυτή η νέα πορεία, μετά το 2010 και το Μαβί Μαρμαρά, θα οδηγήσει σε μία σειρά από μετατοπίσεις μεγάλης κλίμακας. Κατ’ αρχάς, θα διαρραγεί η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ ενώ, με την εμπλοκή του στην αραβική Άνοιξη και τη συμμαχία με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, θα έλθει σε αντιπαράθεση με τις σημαντικότερες αραβικές χώρες, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Συρία. Την ίδια περίπου εποχή, θα πραγματοποιηθεί η ρήξη με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος δεν επεδίωκε την αντιπαράθεση με τη Δύση αλλά τη μεταβολή της Τουρκίας στον προνομιακό συνομιλητή της. Ρήξη που θα οδηγήσει στο πραξικόπημα του 2016, όταν ο Ερντογάν, μαζί με τους Γκρίζους Λύκους και τους ευρασιανιστές στρατηγούς, θα έρθει σε σύγκρουση με τους γκιουλενιστές, τους κεμαλικούς και τις υπηρεσίες… των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Εν συνεχεία, με αφετηρία το κουρδικό ζήτημα στη Συρία και το Ιράκ, θα προσεγγίσει εκών ή άκων τη Ρωσία και το… Ιράν, και την Κίνα στο οικονομικό πεδίο. Απομακρύνεται έτσι όλο και περισσότερο από τη Δύση αναπτύσσοντας μία ευρα σιατική στρατηγική, ενώ συγκρούεται και με τη Γαλλία στην Αφρική. Σταδιακώς, μεταβάλλεται σε μία δύναμη του «ενδιάμεσου χώρου» που χρησιμοποιεί τη στρατηγική γεωπολιτική της θέση για να καθίσταται απαραίτητη σε όλους – μήπως όμως και να τους δυσαρεστεί όλους, μια και μάλλον δεν διαθέτει τα απαραίτητα μεγέθη ώστε να καταστεί η μεγάλη δύναμη που ονειρεύεται;
Η λυδία λίθος που θα καθορίσει το εάν η Τουρκία θα βαδίσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση είναι η στάση της απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Διότι μία Τουρκία σε ένοπλη αντιπαράθεση με την Ελλάδα, την Κύπρο, και εμμέσως ή ανοικτά με τη Γαλλία και το Ισραήλ, θα οδηγηθεί σε ρήξη με το δυτικό στρατόπεδο. Όσο και εάν η Γερμανία και η ΗΠΑ, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, δεν επιθυμούν μία ρήξη με την Τουρκία, θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση.
Εάν δε η Ευρώπη, σπρωγμένη και από μια τέτοια σύγκρουση, αποκτήσει μία κατ’ ελάχιστον ενιαία στρατιωτική και πολιτική υπόσταση, είναι πιθανό και η Ρωσία να εγκαταλείψει τις ευρασιανικές ονειρώξεις του Ντούγκιν και να στραφεί προς τον φυσικό της ευρωπαϊκό χώρο. Εξάλλου, η ενεργός ανάμιξη της Τουρκίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στο πλευρό των τουρκόφωνων σιιτών Αζέρων, απειλεί να πλήξει τη Ρωσία στο μαλακό της υπογάστριο, του Καυκάσου και των τουρκόφωνων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας.
Ο χρόνος για πρώτη φορά μετράει αντίστροφα
Παράλληλα, ο χρόνος μοιάζει να δουλεύει, ίσως για πρώτη φορά, εναντίον της. Η οικονομική επέκταση αγκομαχά, το κύμα του ισλαμισμού χάνει την ισχύ του και πληθαίνουν οι αντίπαλοι και οι ανταγωνιστές.
Στο εσωτερικό συρρικνώνεται η βάση του καθεστώτος: σύγκρουση με τον δημιουργό του τουρκικού ισλαμισμού, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, και με τον θεωρητικό του νεο-οθωμανισμού Ντραβούτογλου﮲ αποξένωση από τα δυτικόστροφα μεσαία στρώματα, μετά την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί, το 2013﮲ κατάρρευση της τουρκικής λίρας που συρρικνώνει δραματικά τα εισοδήματα﮲ αυξανόμενη αποξένωση των κουρδικών πληθυσμών. Τέλος στερεύουν οι εισροές κεφαλαίων.
Η χρήση του ισλαμισμού καθίσταται μάλλον αντιπαραγωγική, στον βαθμό που η ίδια η πατρίδα του Προφήτη, η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη αραβική χώρα, η Αίγυπτος, καθώς και τα υπερεξοπλισμένα Εμιράτα, μεταβάλλονται στον ανοιχτό αντίπαλο της Τουρκίας στο εσωτερικό του μουσουλμανικού κόσμου.
Η αραβοϊσραηλινή προσέγγιση και η άνοδος του Μπάιντεν στον προεδρικό θώκο μπορεί να οδηγήσει τουλάχιστον άμεσα, σε ρεαλιστικότερη πολιτική απέναντι στους Παλαιστίνιους, οπότε θα μειωθεί έτι περαιτέρω η σημασία του πολιτικού ισλάμ.
Καθώς ο αραβικός εθνικισμός επιστρέφει, ο τουρκικός ισλαμισμός οδηγείται σε μια παρά φύση συμμαχία με το... σιιτικό Ιράν προκειμένου να αντιμετωπίσει την κοινή κουρδική απειλή. Με συνέπεια μεγαλύτερες αντίθεσεις με το Ισραήλ, τα Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ. Ενώ και στο Αζερμπαϊτζάν η συμμαχία με τους σιίτες Αζέρους εδράζεται αποκλειστικά στην εθνοτική-γλωσσική κοινότητα, καθώς το σιιτικό Ιράν στηρίζει την Αρμενία! Τέλος, η συμμαχία με τη Ρωσία παραπαίει καθώς συγκρούεται μαζί της στη Συρία, τη Λιβύη, ίσως και τον Καύκασο!
Εν τέλει, το ισλάμ της Τουρκίας γίνεται κατεξοχήν τουρκικό, και αντί για στοιχείο ενοποίησης των μουσουλμάνων μετατρέπεται σε στοιχείο διαίρεσης.
Η Τουρκία διατηρεί ακόμα σημαντικές προσβάσεις στους παραδοσιακούς της συμμάχους, το Πακιστάν, τη Μαλαισία, τη μουσουλμανική μειονότητα της Ινδίας, το Μπαγκλαντές, πολλές μουσουλμανικές χώρες της Μαύρης Αφρικής καθώς και στους μουσουλμάνους της Δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας, δημιουργώντας νέους εχθρούς στην Ινδία και τη Γαλλία σε μια φρενιτιώδη υπερεπέκταση.
Γενικότερα, η Τουρκία του Ερντογάν έχει υπερεπεκταθεί σε όλα τα πεδία, στην οικονομία, στις στρατιωτικές δαπάνες, στον ιδεολογικό μπιζιμποντισμό, πολύ περισσότερο από όσο αντέχουν τα πραγματικά μεγέθη και οι δυνατότητές της.
“Και αν κάποιοι θωρήσουν υπερβολή την ανάδειξη της Ελλάδας ως τη λυδία λίθο που θα κρίνει την εξέλιξη της τουρκικής πολιτικής έναντι της Δύσης αλλά και του μέλλοντος της Τουρκίας, ας αναλογιστούν τι συνέβη… διακόσια χρόνια πριν”
Πολλοί Τούρκοι εθνικιστές αλλά και δυτικοί, ή και Έλληνες «κατευναστές», αυτό ακριβώς προσάπτουν στον Ερντογάν. Ότι δηλαδή, κρίνει την ταχύτητα επέκτασης της τουρκικής επιρροής με βάση το δικό του προσωπικό «ρολόι» και όχι εκείνο των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της Τουρκίας.
Εντούτοις, ο Ερντογάν οδηγήθηκε στη στρατηγική της υπερεπέκτασης σπρωγμένος από μια αδήριτη αλληλουχία γεγονότων. Η κατάρρευση του Ιράκ και της Συρίας ενίσχυσε τα κουρδικά αυτονομιστικά κινήματα ενώ παράλληλα ενισχύθηκε το HDP στο εσωτερικό της Τουρκίας. Σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας ενίσχυσης του ισλαμισμού η Τουρκία θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει άμεσα όσες ευνοϊκές συγκυρίες διέθετε, ώστε να προλάβει τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές εξελίξεις. Πάνω από όλα, τη συγκρότηση σε κράτος του κουρδικού έθνους, που ξεπερνάει ήδη τα 35 εκατομμύρια πληθυσμό, την αυξανόμενη ισχύ του αραβικού κόσμου, την ενίσχυση των αντι-ισλαμικών ρευμάτων σε όλη την Ευρώπη, την πιθανή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά από 10 χρόνια κρίσης. Συνεπώς, η φυγή προς τα μπρος και η επέκταση έμοιαζαν αναπόφευκτες και όχι απλά μία επιλογή ανάμεσα σε άλλες. Αυτό εξάλλου κάνει τόσο επικίνδυνη την Τουρκία, το ότι η επέκταση είναι όρος επιβίωσης γι’ αυτήν. Είτε θα μεταβληθεί σε μεγάλη δύναμη, εδώ και τώρα, είτε θα οδηγηθεί σε κρίση και συρρίκνωση.
Εάν η Τουρκία είχε δεν είχε παρέμβει στις εξελίξεις, τότε οι Κούρδοι θα είχαν δημιουργήσει απειλητικές κρατικές ή ημικρατικές οντότητες σε Συρία και Ιράκ, τη στιγμή που σε 10 ή 20 χρόνια ο κουρδικός πληθυσμός της Τουρκίας και του άμεσου περίγυρού της θα ξεπερνά τον τουρκικό πληθυσμό. [Ήδη ο τουρκικός πληθυσμός αποτελεί μόλις το 70% του πληθυσμού ενώ ένα 20%, τουλάχιστον, δηλαδή οι Κούρδοι, έχουν δική τους αυτόνομη εθνική συνείδηση]. Παράλληλα, ο αραβικός κόσμος της Μέσης Ανατολής θα έχει μεταβληθεί σε μία, πληθυσμιακή υπερδύναμη. (Ήδη, η Αίγυπτος αριθμεί 110 εκατομμύρια πληθυσμό, και διαθέτει ισχυρότατο στρατό, η άλλοτε έρημη Αραβική Χερσόνησος φθάνει τα 90 εκατομμυρία, ενώ οι χώρες του Μαγκρέμπ θα φτάσουν σύντομα τα 100 εκατομμύρια, ένας ακόμα λόγος που καθιστούσε «υποχρεωτική» την επέμβαση στη Λιβύη. ) Παράλληλα, ο ενοποιητικός ο ρόλος του πολιτικού ισλάμ υποχωρεί –και οι Κούρδοι εξάλλου μουσουλμάνοι είναι.
Κατά συνέπεια, η Τουρκία είτε θα μεταβληθεί σε μία μεγάλη δύναμη που θα ενσωματώσει πληθυσμούς, εδάφη και θάλασσες, είτε θα υποχρεωθεί να μεταβληθεί σε εθνικό κράτος έχοντας απωλέσει σημαντικό κομμάτι εδαφών και κάθε μεγαλοϊδεατικό όνειρο. Εφόσον η προσπάθεια της ένταξης των Κούρδων σε ένα δημοκρατικό ισλαμικό κράτος, που επιχειρήθηκε στη δεκαετία του 2000, θα αποδειχθεί φενάκη, δεν έμενε άλλος δρόμος από τη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης και τη μεταβολή του τουρκικού ισλάμ σε όπλο μιας sui generis τουρκικής «τζιχάντ».
Και μια και τα πράγματα έφτασαν εκεί, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά η εμμονή σε αυτόν. Διαφορετικά, η Τουρκία θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον ισλαμισμό, αποδεχόμενη τον αυξανόμενο ρόλο των αλεβιτών και των κοσμικών τουρκικών πληθυσμών των παραλίων, καθώς και μια μορφή τουρκο-κουρδικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα στη συγκρότηση ενός ενιαίου κουρδικού κράτους. [Άλλωστε, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι μονο-εθνικό κράτος καταδεικνύεται από τον υστερικό και ανασφαλή εθνικισμό της και από την επιστράτευση του ισλάμ ως εσωτερικού ενοποιητικού στοιχείου.]
Μόνο μία τέτοια Τουρκία, εντελώς απίθανη σήμερα, θα μπορούσε να εδραιώσει ειρηνικές σχέσεις με όλους τους γείτονές της, και κατεξοχήν τους Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου. Προοπτική που μοιάζει σήμερα με σενάριο επιστημονικής φαντασίας και η πραγματοποίησή του προϋποθέτει την κατάρρευση του ισλαμοφασισμού και του Ερντογάν που συνδέθηκε άρρηκτα μαζί του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η στάση του Ερντογάν ήταν τόσο παρανοϊκά επιθετική έναντι των Ελλήνων· γι’ αυτό και η ισλαμοποίηση της Αγίας Σοφίας, γι’ αυτό και η ανάμειξη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, ως μία στρατιωτική φυγή προς τα μπρος, γι’ αυτό εντέλει και a contrario η… πρόσκαιρη διπλωματική αναδίπλωση του Ερντογάν μετά τη σθεναρή ελληνική στάση!
ΥΓ. Και αν κάποιοι θωρήσουν υπερβολή την ανάδειξη της Ελλάδας ως τη λυδία λίθο που θα κρίνει την εξέλιξη της τουρκικής πολιτικής έναντι της Δύσης αλλά και του μέλλοντος της Τουρκίας, ας αναλογιστούν τι συνέβη… διακόσια χρόνια πριν. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 όλες οι μεγάλες δυνάμεις την είχαν καταδικάσει και η Αγγλία και η Αυστρία βοηθούσαν ανοιχτά τους Τούρκους. Και επειδή οι Έλληνες συνέχισαν να αντιστέκονται, το 1827 καταβύθισαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο ενώ το 1828-29 η Ρωσία συνέτριψε τις τουρκικές δυνάμεις υποχρεώνοντας την Τουρκία να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Και έκτοτε άρχισε η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας το σκεφτούν καλά τόσο οι Τούρκοι, όσο και εκείνοι οι Έλληνες που εξακολουθούν ακόμα να θεωρούν ανέφικτη την αντίσταση έναντι της Τουρκίας. Εξάλλου οι τελευταίοι μήνες, από τον Έβρο μέχρι την κρίση στο Ανατολικό Αιγαίο και τη συνέχειά της μάλλον δείχνει κατά που φυσάει ο άνεμος. (Πόσο μάλλον που οι… Αιγύπτιοι κληρονόμοι του Ιμπραήμ θα είναι μάλλον σύμμαχοί μας απέναντι στον φαντασιόπληκτο νεοσουλτάνο.)