Αν κοιτάξουμε γύρω μας τον τελευταίο καιρό, που έχει μπεί για τα καλά στη ζωή μας η συμφωνία των Πρεσπών, θα διαπιστώσουμε ότι ο μέσος πολίτης, που δεν ασχολείται με τη διεθνή πολιτική, είναι δύσκολο να σχηματίσει καθαρή άποψη, με βάση τις ανακοινώσεις των κομμάτων και να καταλάβει τι εξυπηρετεί η Συμφωνία και τι είναι εθνικά ωφέλιμο και τι όχι. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να κλείσει προσωρινά τα αυτιά του στις υστερικές εθνικιστικές κραυγές τόσο των βορείων γειτόνων μας, όσο και των ντόπιων ομοϊδεατών τους.
Ας ξαναθυμηθούμε τι έχουμε μπροστά μας σήμερα: Πρώτα –πρώτα έχουμε το δεδομένο της αναγνώρισης της ονομασίας των γειτόνων ως «Μακεδόνων» και της χώρας τους ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από περίπου 140 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ισχυρότερες και πιο σημαντικές. Ακόμα και το συμβιβαστικό προσωρινό όνομα FYROM, που αναγνωρίσαμε και εμείς, έχει μέσα το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και παριστάνουμε τάχα πως δεν το βλέπουμε, κάνοντας λόγο υποκριτικά για «Σκόπια». Έχουμε ακόμα το πρόβλημα με την λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα», που οι γείτονες ισχυρίζονται ότι την έχουν κατοχυρώσει από το 1977 στη διάσκεψη του ΟΗΕ, που έγινε στην Αθήνα. Ακόμα και εάν όντως στη διάσκεψη αυτή απλά έγινε κωδικοποίηση όρων από την κυριλλική γλώσσα, στη λατινική για λόγους διεθνοποίησης, ένα παραμένει δεδομένο: Όταν καθαρά αναφέρεται εκεί ο όρος «μακεδονική γλώσσα» ως μια από τις επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας και δεν αντιδράς, τότε ή είσαι επικίνδυνα αφελής ή πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό λάθος της εθνικής σου πολιτικής, που έρχεται να προστεθεί στα πολλά λάθη που άρχισαν από το 1949 με τον Τίτο.
Τι άλλο έχουμε; Έχουμε το δεδομένο ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μας από το 2008 και δώθε, έχει συμβιβασθεί με μια λύση σύνθετης ονομασίας, που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» αρκεί να ισχύει παντού, στο εσωτερικό, στο εξωτερικό και στους διεθνείς οργανισμούς. Τέλος σ’ όλα τα προηγούμενα θα πρέπει να προσθέσουμε ως δεδομένο και τη σταδιακή αποδυνάμωση των ελληνικών θέσεων, γιατί οι εταίροι μας δεν έχουν άλλη υπομονή να ανέχονται παλινδρομήσεις ως προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής μας. Όλον αυτό τον καιρό ήμασταν «στα μαχαίρια» με τους γείτονες, γιατί δεν δέχονταν καμιά από τις προτάσεις μας για τη λύση της σύνθετης ονομασίας και επί πλέον παραχάραζαν την ιστορία μας και γέμιζαν με αγάλματα και μακεδονικά σύμβολα τα δημόσια κτίρια και τις πλατείες τους υπό την καθοδήγηση του εθνικιστικο-υστερικού Γκρουέφσκι. Ευτυχώς τον τελευταίο καιρό είχαμε κυβερνητική μεταβολή στα Σκόπια και οι δύο Πρωθυπουργοί Ελλάδας και FYROM διαπραγματεύτηκαν, υπό την πίεση διεθνών παραγόντων –ναι, δεν πρέπει να το ξεχνάμε– και κατέληξαν στη Συνθήκη των Πρεσπών. Τι λέει, όμως, αυτή η Συνθήκη; Ας προσπαθήσουμε να δούμε ψύχραιμα και λογικά τα βασικά της σημεία:
1. Πώς λύνεται το ονοματολογικό; Λύνεται με την καθιέρωση του όρου «Βόρεια Μακεδονία» να ισχύει παντού, erga omnes, όπως συνηθίζεται να λέγεται στη διπλωματική γλώσσα (άρθρο 1 παρ. 3), όπως δηλαδή επιδιώκαμε όλα αυτά τα χρόνια «αναγκάζοντας» τους βόρειους γείτονες μας να εγκαταλείψουν ένα κεκτημένο τους στη διεθνή πολιτική σκηνή ακόμα και να υπαναχωρήσουν από ένα δικαίωμα που το έχουν όλοι οι Λαοί, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού.
2. Πώς λύνεται το πρόβλημα της γλώσσας; Αναγνωρίζεται μεν και από εμάς η ήδη αναγνωρισμένη «μακεδονική γλώσσα» από τον ΟΗΕ, ήδη από το 1977, αλλά με τη διευκρίνηση του άρθρου 7 παρ. 4 της Συμφωνίας, ότι δηλ. είναι νοτιοσλαβικής προέλευσης, πράγμα που είναι πάρα μα πάρα πολύ σημαντικό, γιατί έτσι χαρακτηρίζεται ως μη αυτοτελής γλώσσα, που δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα και την αρχαία ελληνική ιστορία.
3. Πώς διασφαλίζεται ότι τα παραπάνω και άλλα, που έχουν σχέση με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις, θα τηρηθούν και δεν θα αλλάξουν με την επόμενη κυβέρνηση της FYROM; Η Συνθήκη τους αναγκάζει να προβούν (πράγμα που έχουν ήδη κάνει) στις απαιτούμενες συνταγματικές μεταβολές, ώστε να μην υπάρχει πλέον οιαδήποτε αναφορά σε εθνική μειονότητα εκτός επικράτειας και να εξαλειφθεί κάθε υπόνοια αλυτρωτισμού. Ίσως η ισχυρότερη εγγύηση της Συμφωνίας.
4. Ακόμα στο θέμα της ιθαγένειας, όπως αυτή θα αναγράφεται πλέον στα ταξιδιωτικά έγγραφα, δηλ. ως «Μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», υπάρχει πλέον η νέα ρητή συνταγματική διάταξη ότι αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την εθνότητα του, δηλ δεν χαρακτηρίζει τον πολίτη ούτε ως «Μακεδόνα», ούτε ως Αλβανό, ούτε ως Σλάβο κλπ.(βλ. και άρθρο 1 παρ. 3, καθώς και άρθρο 7).
5. Αναγνωρίζεται το ισχυρό και απαραβίαστο των συνόρων και υποχρεώνονται τα δύο μέρη να μην υποστηρίζουν θέσεις άλλων κρατών που επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία τους (άρθρο 3). Έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος από την τουρκική επιρροή και τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό. Αυτονόητη πρόοδος στη συνεργασία και ασφάλεια.
6. Δεν θα χρησιμοποιούνται πλέον μνημεία, σύμβολα κλπ. που αποτελούν συστατικό της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του ελληνικού πολιτισμού (άρθρο 8). Για πολλούς από εμάς αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί περισσότερο απ’ όλα μας ενοχλούσε η καπηλεία, η διαστρέβλωση και η παραχάραξη της ιστορίας του ελληνικού και μακεδονικού πολιτισμού.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Όλα τα ανωτέρω ικανοποιούν πλήρως τα «θέλω» μας και τις προσδοκίες μας; Ασφαλώς και όχι, είναι η απάντηση. Οι συνειρμοί που αναδύονται από την εκφορά των ως άνω λέξεων είναι αυτόματοι και ενοχλητικοί και αυτό θα αργήσουμε κάπως να το ξεπεράσουμε. Όλοι έχουμε τις ίδιες ευαισθησίες στο σημαντικό αυτό ζήτημα. Σε όλους μας θυμίζει τον Μακεδονικό Αγώνα, το βουλγάρικο επεκτατισμό, τις σφαγές και τις λεηλασίες–κι όμως ξεπεράσαμε τις διαφορές και σήμερα συμβιώνουμε ειρηνικά με τη Βουλγαρία. Όπως ξεπεράσαμε σε ένα βαθμό και τις αγεφύρωτες και ιστορικές διαφορές μας με την Τουρκία, χωρίς να απολέσουμε την ιστορική μας μνήμη. Όλους μάς έχει πληγώσει η παραχάραξη της ιστορίας από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της FYROM. Όλους μας έχουν ενοχλήσει η υπεξαίρεση συμβόλων, οι αλυτρωτισμοί, τα σχολικά τους εγχειρίδια, οι σημαίες με τα κλεμμένα σύμβολα, οι κακόγουστες φιέστες, τα τεράστια αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου, οι χάρτες με τη «μεγάλη Μακεδονία», η έπαρση του πρώην πρωθυπουργού της γειτονικής χώρας Γκρουέφσκι και της ηγετικής νομενκλατούρας.
Και έτσι το δίλλημα τίθεται σαφέστερο: Είναι προτιμότερο να έχουμε στα βόρεια σύνορα μας μία χώρα, που όχι μόνο μάς εχθρεύεται, αλλά καπηλεύεται την ιστορία και τον πολιτισμό μας, κάνοντας χρήση των συμβόλων του ή μία χώρα που θα χρησιμοποιεί ορισμένους γεωγραφικής προέλευσης όρους, αναγνωρίζοντας ξεκάθαρα ότι ο λαός, η γλώσσα και ο πολιτισμός της, ουδεμία σχέση έχει με τον δικό μας; Και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι όντως αυτή η παραχώρηση του σημαίνοντος μόνο και όχι του σημαινομένου των όρων «Μακεδονία» και των παραγωγών του, είναι επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντας μας, αλήθεια, μπορεί κανείς να μας εγγυηθεί ότι η διαιώνιση του προβλήματος δεν θα είναι εις βάρος μας (όπως πράγματι συμβαίνει), αλλά προς όφελος μας; Εάν αφήσουμε την κατάσταση να εξελίσσεται και να εξακολουθεί η γειτονική χώρα να αναγνωρίζεται ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και οι βόρειοι γείτονες μας να θεωρούνται ως απόγονοι του Μ. Αλέξανδρου, τότε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στο μέλλον τα πράγματα θα είναι διαπραγματευτικά ευνοϊκότερα για εμάς; Ή μήπως τα τετελεσμένα εις βάρος μας θα ενισχυθούν και θα επεκταθούν, ιδίως όταν θα έχουμε απορρίψει την πρόταση του Πρωθυπουργού Ζάεφ για σύνθετη ονομασία;
Ας το διατυπώσουμε ευκρινώς: Αποδεχόμαστε τη συμφωνία όχι, γιατί μας εκφράζει, αλλά γιατί θέλουμε να μπει ένα τέλος στην καπηλεία της ιστορίας και του πολιτισμού μας από τους βόρειους γείτονες μας και γιατί όσο περνάει ο χρόνος, τόσο τα τετελεσμένα εις βάρος μας ενισχύονται.
Το συναισθηματικό κατακάθι, από το ιστορικό βάρος των ονομάτων, που μας αφήνει η συμφωνία των Πρεσπών, σε λίγα χρόνια θα έχει αποσβεσθεί, όταν θα βιώνουμε τα αναμφισβήτητα κέρδη από αυτήν. Η ιστορική εξέλιξη ευνοεί τα κράτη που ξεπερνούν τις εθνικές αγκυλώσεις και την μεμψιμοιρία και αναπτύσσονται σε κλίμα συνεννόησης και συνεργασίας με τους γείτονες και τον υπόλοιπο κόσμο.
Εν κατακλείδι, η συμφωνία δεν αποτελεί μια περιφανή, ίσως, διπλωματική μας νίκη, αλλά συνιστά έναν ορθολογικό και έντιμο συμβιβασμό, που κατά λογική ακολουθία συνεπάγεται ασφαλώς κάποιες υποχωρήσεις, ευτυχώς ανώδυνες σχετικά, αλλά που ταυτόχρονα διασφαλίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, που πρέπει να είναι και το ζητούμενο. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή και η ιστορική ευκαιρία ίσως μοναδική. Και ως γνωστόν, η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρη στις ευκαιρίες που παρέχει…