Ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα, διαπιστώνοντας ότι επειδή οι ελίτ ζουν σε φούσκα και απέτυχαν να διαγνώσουν το μέγεθος της οργής των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, έγινε ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ. Ενώ η παρατήρηση αυτή έχει μεγάλη δόση αλήθειας, διαιωνίζει διάφορες αναλυτικές παρερμηνείες και κακοτοπιές, όπως τον χονδροειδή διαχωρισμό ανάμεσα στην ελίτ και στον λαό εν γένει. Δεύτερη παρανόηση, η απλουστευτική εξίσωση που υπονοεί ότι οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν τα συμφέροντα της ελίτ, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι είναι περισσότερο συντονισμένοι με την μικρομεσαία μάζα του αμερικανικού λαού.
Η ελίτ στις ΗΠΑ -και αλλού- δεν αποτελούν ενιαίο και ομοιογενές σώμα. Συναντάμε εξαιρετικά μεγάλες διαφοροποιήσεις στα μέλη της ως προς την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική, θρησκευτική και γεωγραφική προέλευση και αφετηρία τους. Περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, από υψηλόβαθμους αξιωματούχους που εργάζονται σε κυβερνητικούς (και μη) οργανισμούς, επιχειρηματίες της Σίλικον Βάλλεϊ, στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες με αστικό υπόβαθρο, νέους επιχειρηματίες με κοσμοπολιτικά και νομαδικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, τα μαζικά λαϊκά στρώματα στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν από μαύρους που είναι οικονομικά αποκλεισμένοι και ψήφισαν Κλίντον και ισπανόφωνους στη Φλόριντα που λόγω θρησκείας και συντηρητικής ιδεολογίας ψήφισαν Τραμπ.
Όσο εύκολο είναι, όμως, να υποβαθμίσουμε τα σύνθετα χαρακτηριστικά που έχουν οι ελίτ, άλλο τόσο δύσκολό είναι να αρνηθούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικά λάθη για τα οποία υπεύθυνες είναι οι ελίτ που κυβερνούν. Σε πολλές και συστηματικές μελέτες που πραγματοποίησαν οι ερευνητές John Higley και Jan Pakulski, ξαναδιαβάζοντας την επιδραστική «θεωρία των Ελίτ» του Βιλφρέντο Παρέτο τεκμηρίωσαν (άλλοτε πειστικά, άλλοτε διαισθητικά) το γιατί πρέπει να αναλύσουμε τον ρόλο των ελίτ, εφαρμόζοντας θεωρίες, όπως αυτή του Παρέτο, που ενδεχομένως θεωρούνταν ανεπαρκής ή παρεξηγημένες.
Ο σινιόρε Παρέτο (1848-1923) ήταν ένας από τους εκπροσώπους του κλασικού ελιτισμού, ο οποίος υποστήριζε ότι η κυβερνώσα ελίτ συνιστά αποφασιστικό συστατικό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ότι η δημοκρατία (τουλάχιστον στην αμεσοδημοκρατική εκδοχή της) είναι ψευδαίσθηση και μυθολογική κατασκευή που δεν ανταποκρίνεται στην οικονομική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Η θεωρία του Παρέτο έχει αφετηρία τον συντηρητικό φιλελευθερισμό που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα ως κριτική απέναντι στις σοσιαλιστικές θεωρίες της ισότητας αλλά και ως έκφραση ρεαλιστικού κυνισμού:
H πολιτική δύναμη ασκείται πάντα από μια προνομιούχα μειοψηφία, μια ελίτ, η οποία μπορεί να ελέγχει και να καθοδηγεί τις μάζες ακόμη και στα πλαίσια μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο Παρέτο πίστευε ότι η ελευθερία επιλογής των ψηφοφόρων μηδενίζεται, όταν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δυο υποψηφίους, καθώς εκείνοι υποστηρίζονται από οργανωμένες μειοψηφίες. Από την πλευρά του Παρέτο, το γεγονός της κυριαρχίας των ελίτ δεν θεωρούνταν αναγκαίο κακό αλλά αναπόφευκτο στοιχείο της πραγματικότητας, μια και η μάζα δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί. Tι συμβαίνει, όμως, άραγε, όταν οι ίδιες οι ελίτ αποτυχγάνουν να αυτοκυβερνηθούν και να κυβερνήσουν τις μάζες;
Οι Higley και Pakulski υποστηρίζουν ότι μετά το 1980 οι πολιτικές, οικονομικές και λοιπές κρίσιμες ελιτ ζούν σταδιακά σε μια δική τους πραγματικότητα, στην οποία άνισες ροές κεφαλαίων δεν ελέγχονται, κρατικά και ιδιωτικά χρέη συσωρεύονται, η αποταμίευση θεωρείται κουσούρι και η «οικονομική ανάπτυξη» είναι πανάκεια για την χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων αλλά και θεσμών κοινωνικής πρόνοιας. Αντί για τις -πολιτικά δυσάρεστες- εφαρμογές μέτρων, όπως η αύξηση φόρων, τα χαμηλά επιτόκια και ο περιορισμός των κρατικών δαπανών, οι ελίτ επιμένουν στις θεωρίες που ήταν τότε της μόδας: η νομισματική πολιτική με θεραπευτικές δυνάμεις, η αυτορυθμιζόμενη αγορά, οι τράπεζες και επενδυτικές εταιρίες που είναι «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν», το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα δίχως πολιτική ολοκλήρωση...Καταλήγουν μάλιστα ότι μόνο αν κοιτάξουμε στο παρελθόν με βάση τα σημερινά δεδομένα, συνειδητοποιούμε το έλειμμα σύνεσης που χαρακτήριζε εκείνες τις ελίτ και τους πολιτικούς ηγέτες που αυτοεξαπατήθηκαν και εξαπάτησαν τους ψηφοφόρους τους κατά συρροή.
Το ερώτημα, λοιπόν, στο γιατί απέτυχαν οι ελίτ αυτές, μπορεί να απαντηθεί μέσα από μια νηφάλια απάντηση που μας προσφέρει η θεωρία της «κυκλοφορίας των Ελίτ», της συνεχούς δηλαδής εναλλαγής των κοινωνικών ομάδων που συναποτελούν την εκάστοτε κυβερνητική ελίτ.
-Πως εξηγείται η αποτυχία των ελίτ;
Ο Παρέτο υποστήριζε ότι περιοδικά, μια ιδιαίτερη ψυχολογική δέσμη ιδιοτήτων (που εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένα στοιχεία της προσωπικότητας, νοοτροπίες, πεποιθήσεις και πράξεις) χαρακτηρίζει τις ελίτ που κυβερνούν. Aυτό το ψυχολογικό προφίλ καθιστά τους ηγέτες των ελίτ επιρρεπείς σε προκαταλήψεις, ακαμψία, δογματισμό και συσωρευμένα σφάλματα. Το αποτέλεσμα είναι η βαθμιαία διαδικασία υποχώρησης και εκφυλισμού που οδηγεί σε βαθιές κρίσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων, ομάδες και άτομα που διαθέτουν την ψυχολογική δέσμη ιδιοτήτων στον αντίποδα του προφίλ της παραπαίουσας ελίτ διεκδικούν την αντικατάσταση της. Για να οδηγηθούν με τη σειρά τους και αυτοί στην υποχώρηση και τον εκφυλισμό. Η θεωρία του Παρέτο, τουλάχιστον σε διαισθητική βάση, ταιριάζει στα περισσότερα από τα σπουδαιότερα πολιτικά γεγονότα του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με την θεωρία του Παρέτο, αν και οι σύγχρονες κυβερνώσες ελίτ περιλαμβάνουν στις τάξεις τους άτομα από διάφορες κοινωνικές τάξεις και οικονομικά στρώματα, η τάξη και τα ερείσματα κύρους δεν είναι τόσο κρίσιμα όσο τα ψυχολογικά προφίλ τους. Γιατί αυτό καθορίζει το βασικό στυλ διακυβέρνησης καθώς και το ποιες συμμαχίες συμφερόντων είναι πιθανότερο να συνάψουν. Άρα, αν και τα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν τις προτιμήσεις και τις επιλογές των εκάστοτε ελίτ, ο Παρέτο προτάσσει τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις προκαταλήψεις, τα πάθη και τις αξίες, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά δικαιολογούνται στο πλαίσιο άσκησης πολιτικής ως καθοριστικοί διαμορφωτές των εξελίξεων μακροπόθεσμα. Πίστευε, επίσης, ότι οι ελίτ δεν είναι μονοδιάστατες, ότι η σύνθεση τους είναι προϊόν σύνθετων συναθροίσεων διάφορων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, αλλά ότι διαμορφώνουν και εφαρμόζουν ένα ενιαίο στυλ ηγεσίας και realpolitik.
Όπως και ο Weber (ή ακόμη και μεταγενέστερα ο Νίκος Πουλαντζάς), ο Παρέτο πίστευε ότι οι ελίτ αποκτούν μια σχετική και υπολογίσιμη αυτονομία απέναντι στα συμφέροντα των αστών και -συχνά- καταλήγουν να λεηλατούν τα συμφέροντα τους, σπαταλώντας τον πλούτο τους! Οι ηγετικοί πυρήνες των ελίτ που κυβερνούν ευνοούν ορισμένα μόνο οικονομικά συμφέροντα, ορισμένους κατόχους και δημιουργούς πλούτου, και αυτό το επιλεκτικό πατρονάρισμα συνήθως σπαταλάει οικονομικούς πόρους και αποδυναμώνει οικονομίες.
-Από την εποχή των αλεπούδων στην εποχή των λεόντων
Ο Παρέτο εξέλιξε την μακιαβελική παρομοίωση των ελίτ σε «αλεπούδες» (οι ελίτ που συνθέτουν τα δεδομένα συνδυαστικά και με καινοτόμους τρόπους και αγαπούν το ρίσκο) και «λιοντάρια» (οι ελίτ που επιθυμούν να διατηρούν ή να επαναφέρουν τα πράγματα σε παραδοσιακές μορφές και αντιλήψεις). Η κατηγοριοποίηση αυτή δίνει έμφαση στην επιρροή που παίζουν τα ψυχολογικά προφίλ και οι παράλογες αντιλήψεις στην διαμόρφωση και την άσκηση της εξουσίας: οι «αλεπούδες» κυβερνούν πανούργα, επιχειρώντας να εξασφαλίσουν ευρείες συναινέσεις και είναι απρόθυμες να καταφύγουν στη βία, αλλά λειτουργούν με άκρως χειριστικές μεθόδους. Συχνά, η προσήλωση τους σε ανθρωπιστικές αξίες και στην μετριοπαθή διαχείριση κρίσεων οδηγούν σε συμβιβαστικές και πασιφιστικές επιλογές, οι οποίες εξασθενούν τις κυβερνήσεις και διάφορα συστημικά τμήματα υποστήριξης.
Στον αντίποδα, οι ελίτ «λιοντάρια» ενεργούν με κίνητρο τον ιδεαλισμό και την μισαλλοδοξία. Είναι πρόθυμοι να καταφύγουν στη βία για την επιβολή και την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιστρατεύονται υπέρ της δημόσιας τάξης, της θρησκείας, του έθνους και κάθε λογής ορθοδοξίας και «φυσικής» ρύθμισης.
Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των δυο τύπων ελίτ είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα και η ιστορία διαμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία κυκλοφορίας μεταξύ αυτών των δύο τύπων ελίτ. Η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στους δυο τυπους ελίτ σπάνια εξασφαλίζεται και συνήθως κλωνίζεται, όταν δημιουργούνται κρίσεις, ως αποτέλεσμα της μακράς παραμονής του ενός ή του άλλου τύπου ελίτ στην εξουσία. Έτσι, πολιτικές συνθήκες και οικονομικά συμφέροντα οδηγούν αποσπασματικά ή απότομα σε ανανέωση της σύνθεσης και του τύπου της ελίτ που βρίσκεται στο τιμόνι. Αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο μηχανισμός της διάρκειας κυκλοφορίας των ελίτ, αξίζει να γνωρίζουμε τις μεταβλητές που οδηγούν στην πτώση και την αλλαγή της μίας ή της άλλης ελίτ.
Οι ελίτ αποτυγχάνουν όταν:
- Η διαδικασία κυκλοφορίας ανάμεσα στους δύο τύπους ελίτ επιβραδύνεται με αποτέλεσμα η κυβερνώσα ελίτ να καθίσταται όλο και πιο κλειστό σύστημα, με αποτέλεσμα υποψήφια νέα μέλη της να αποκλείονται, επειδή δεν ταιριάζουν με το ψυχολογικό προφίλ και το στυλ εξουσίας που έχει διαμορφωθεί. Στην πράξη αυτό αποσταθεροποιεί την σύνθεση της ελίτ και την αποστερεί από νέα αίμα, με αποτέλεσμα όσοι αποκλείονται να διαμορφώνουν ή να εντάσονται σε αντιπολιτευτικά μπλοκ (με αντίθετα ψυχολογικά προφίλ).
- Οι νοησιακές και πολιτικές ιδιότητες μιας ελίτ φθίνουν, όταν όλο και πιο συχνά, οι θέσεις-κλειδιά καταλαμβάνονται από μέτριους, οι οποίοι βρίσκονται εκεί λόγω ευνοιοκρατίας, οικογενειοκρατίας και ψευδοκολακείας. Τα μέλη της επαφίονται σε ανθρώπους που δεν διαθέτουν ούτε τις γνώσεις ούτε το σθένος για αποφασιστικές και αποτελεσματικές δράσεις.
- Όταν η κυβερνώσα ελίτ γίνεται όλο και πιο προκατειλημμένη, δογματική, άκαμπτη και εν τέλει ανίκανη να προσαρμόσει τις πολιτικές και την ρητορική της στις τρέχουσες (και συχνά ρευστές) συνθήκες της πραγματικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, όταν οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί απαιτούν εφαρμογή πιο πειστικών και ισχυρότερων πολιτικών (ή αντίστοιχα καταναγκαστικών αλλά πιο έμμεσων και πονηρών) αλλά ο εσωτερικός πυρήνας της ηγεσίας των ελίτ εξακολουθεί να προβάλει ως αναγκαία τα αφηγήματα που εκείνος αντιλαμβάνεται ως ρεαλιστικά, τότε οι λανθασμένοι υπολογισμοί αυξάνονται και τα σφάλματα οδηγούν σε υποχώρηση.
Σήμερα, αρκετοί πολιτικοί επιστήμονες, επανεκτιμούν το έργο του Παρέτο, το οποίο είναι αρκετά παρεξηγημένο, αφού η θεωρία του για τις ελίτ θεωρήθηκε ως πρωτο-φασιστική. Πράγματι η κατανόηση του κύκλου εναλλαγής των ελίτ είναι χρήσιμη και εντάσσεται στην παράδοση του σκεπτόμενου φιλελευθερισμού, ο οποίος αποφεύγει τις μεταφυσικές αφαιρετικές έννοιες και υιοθετεί μια ρεαλιστική ματιά στην εφαρμοσμένη πολιτική. Λέγεται ότι επειδή ο Παρέτο ταύτισε το φασιστικό κίνημα στην Ιταλία και την άνοδο του Μουσολίνι με τις ιδιότητες λεονταρισμού των ελίτ ως απάντηση στην προγενέστερη «πλουτοκρατική» ελίτ με τις αλεπουδίσιες αρετές, προέβλεψε ορθά την άνοδο του φασισμού (ακόμη και ο Μουσολίνι παρερμήνευσε την θεωρία του Παρέτο ως πολιτική στήριξη).
-Γιατί συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις συνδέονται με τον τύπο της ελίτ που βρίσκεται στο τιμόνι
Σύμφωνα με τους μελετητές, για την αιτιολόγηση ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενων μέτρων οικονομικής πολιτικής και δαπανηρών στρατιωτικών επιχειρήσεων απαιτούνται ελίτ με λιονταρίσια χαρακτηριστικά. Ενώ για την διαχείριση καταστάσεων, όπου ο εκτροχιασμός του δημόσιου χρέους αποδυναμώνει την οικονομία και προκαλεί σοβαρή κρίση, απαιτούνται «αλεπουδίσιες» ιδιότητες, δηλαδή ταλέντο σε ευκαιριακούς συμβιβασμούς, περίπλοκες συμφωνίες, δημαγωγία και παραπλανητικούς ελιγμούς με σκοπό τον εξορθολογισμό δαπανηρών εξοφλήσεων που μοιραία προκαλούν δημοσιονομική αφερεγγυότητα. Η κατάχρηση της «αλεπουδίσιας» νοοτροπίας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε νέα, πιο σοβαρή κρίση. Η κυκλική ροή των ελίτ σπάνια εκφράζεται μέσα από κάποια ανθεκτική ισορροπία. Άλλωστε, όπως πίστευε ο Παρέτο, ο μήνας του μέλλιτος ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους ελίτ διαρκεί για λίγο, αφού οι ψυχολογικές ανισορροπίες στη σχέση ανάμεσα στις ελίτ και τις μάζες (και όχι όπως πίστευε ο Μαρξ στη διαλεκτική πάλη των τάξεων που οδηγεί στον αταξικό σοσιαλισμό) διαμορφώνουν την ιστορία και την άνοδο και την πτώση κυβερνήσεων και καθεστώτων.
Εφαρμόζοντας την θεωρία του Παρέτο οι μελετητές κατέληξαν ότι:
- Οι ελίτ που άρπαξαν και άσκησαν την εξουσία μετά τον μεσοπόλεμο (δηλ. οι φασιστικές και ναζιστικές ελίτ) παρουσίαζαν τις -κατά Παρέτο- λεονταρίσιες ιδιότητες (επιθετικός εθνικισμός, ρατσισμός και ακραία βία) και εκμεταλλεύτηκαν την αποτυχία των ελίτ που άσκησαν εξουσία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις αυταπάτες τους και την αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης του 1929.
- Η τεχνολογική πρόοοδος, το νέο εργατικό δυναμικό, η διαμόρφωση της καταναλωτικής κοινωνίας και οι ελίτ που άσκησαν εξουσία μεταξύ 1945-1980 αξιοποίησαν την υιοθέτηση «κεϋνσιανών» πολιτικών κρατικού παρεμβατισμού ως στρατηγική απέναντι στην απειλή των διεθνών σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της ΕΣΣΔ. Επομένως, η διαχειριστική ικανότητα των ελίτ υπήρξε σχετικά εύκολη, καθώς τόσο τα μέτρα για δημοσιονομική ώθηση όσο και η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας διαμόρφωσαν ένα κοινό και σχετικά ισορροπημένο μείγμα πολιτικής σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία. Ακόμη και οι Ρεπουμπλικάνοι αποδέχθηκαν την περιορισμένη εκδοχή του κράτους πρόνοιας που θέσπισαν οι Δημοκρατικοί την εποχή του πολέμου. Οι αναλυτές, μάλιστα, θεωρούν ότι η μεταπολεμική περίοδος 1950-1965 ξεχωρίζει για την σχετική ισορροπία ανάμεσα στις ελίτ με αντιθετικά χαρακτηριστικά. Μετά το 1965, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και, λίγο αργότερα, ο εξεγερσιακός Μάης του 1968 και η άνοδος του Νίξον, σπρώχνει τις ελίτ σε σειρά λανθασμένων εκτιμήσεων, σφαλμάτων και σκανδάλων.
- Η άφιξη του Ρόναλντ Ρίγκαν στον Λευκό Οίκο το 1980 είχε αποτέλεσμα την ανανέωση πολλών θέσεων εξουσίας με εκπροσώπους από ελίτ με κοινές ιδιότητες, ψυχολογικό προφίλ και μείγμα πολιτικής με κοινό παρανομαστή την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Αντίστοιχα, η άνοδος της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979 στη Μεγάλη Βρετανία σηματοδοτεί την επεισοδιακή λήξη μιας περιόδου πολιτικής ειρήνης ανάμεσα στις ελίτ και τις μάζες, αφού οι κυβερνητικές δαπάνες και οι συναινέσεις που εκείνες εξασφάλιζαν τελειώνουν με χαρακτηριστικούς λεονταρισμούς δογματισμού, εθνικισμού, καταστολής και βίας.
Μπορεί η αναθεωρητική εφαρμογή της θεωρίας του Παρέτο για τις ελίτ να είναι αρκετά αόριστη και ελαστική, επιτρέπει, όμως, να οριοθετήσουμε με τολμηρό τρόπο την ανάλυση μας για την σχέση τους με την realpolitik. Για την δημοκρατία και τις ελίτ. Το πέρασμα στην εποχή Τραμπ επικαιροποιεί την ανάγκη για μια ολιστική θεώρηση του ρόλου των ελίτ στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου το άγχος και η ενδοσκόπηση για το μέλλον της χώρας φλερτάρει συχνά με την απόγνωση, έχουμε ανάγκη να επανεξετάσουμε συνολικά τον ρόλο, την σύνθεση και το ψυχολογικό προφίλ των ελίτ που επηρεάζουν τις εξελίξεις.