Πρωτοπόρος, πολυταξιδεμένος, με εφηβική πάντα ερευνητική διάθεση, ο γραφίστας, ζωγράφος και γλύπτης Μιχάλης Κατζουράκης αποκαλύπτει πτυχές του πολύπλευρου καλλιτεχνικού του έργου μέσα από δύο παράλληλες χρονικά εκθέσεις στο κέντρο της Αθήνας. Το Μπενάκη της Πειραιώς φιλοξενεί εν είδει αφιερώματος τις «Παραλλαγές», ιχνηλατώντας την ενασχόληση του καλλιτέχνη με την παρουσία του ανθρώπου στο αστικό τοπίο και τη στενή του σχέση με τη φωτογραφία. Πολύ κοντά, Ερμού και Αθηνάς, στην ευρύχωρη αίθουσα Καππάτου, παρουσιάζονται άγνωστα στο κοινό έργα μιας εξπρεσιονιστικής περιόδου του δημιουργού, φιλοτεχνημένα στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Βλέποντας την έκθεση με τον Μιχάλη Κατζουράκη, τον ρωτώ πως νιώθει με τρεις αναδρομικές εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο του, ένας σπάνιος φόρος-τιμής για εν ζωή καλλιτέχνη (η πρώτη στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, Μάιος – Ιούλιος 2001, η δεύτερη στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ, Απρίλιος-Ιούνιος 2002).
Θυμάμαι ότι ήθελα να κάνω μια αναδρομική το 2013, έτσι à la légère όπως λένε και οι Γάλλοι, διότι θα γινόμουν 80 ετών. Είχα αρχίσει να το συζητώ με τον Χριστόφορο Μαρίνο (επιμελητής της έκθεσης στο Μπενάκη) και σκεφτόμουν τι νόημα έχει μια αναδρομική μέσα σε 10 χρόνια. Επειδή του είχα πει ότι ζωγραφίζω κι έχω αρκετά carousels με slides εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενδιαφέρθηκε να τα δει. Από εκεί βγήκε η ιδέα στο Μπενάκη, που είναι βασισμένη στο αρχειακό φωτογραφικό υλικό. Και στην πρώτη έκθεση που έκανα στο Μακεδονικό, είχα αναφορά στις φωτογραφίες, αλλά δεν ήταν το βασικό θέμα. Η δεύτερη που αναφέρατε ήταν μια μεταφορά της έκθεσης στην Αθήνα, με τον ίδιο κατάλογο, αλλά καθώς το Εργαστήριο της ΑΣΚΤ είχε μεγαλύτερη χωρητικότητα, προστέθηκαν έργα.
Κι εδώ, στην γκαλερί Καππάτου;
Είναι συμπληρωματική κάπως της έκθεσης που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη, αλλά και διαφορετική κιόλας, με χειρονομιακά έργα του ’60 και χαρακτήρα εμφανώς εξπρεσιονιστικό. Αλλά, ενώ στήθηκε μόλις σε δύο ημέρες, το αποτέλεσμά της μ’ ευχαριστεί πολύ.
Ξεκινήσατε από το Παρίσι…
Στο Παρίσι πήγα σε ηλικία 18 χρονών κι έμεινα τέσσερα χρόνια. Μ’ έστειλαν να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Ο πατέρας μου ούτε λόγος για να γίνω ζωγράφος, παρόλο που ο ίδιος ζωγράφιζε. Είχε μάλιστα τέτοια ικανότητα, που αντέγραφε έργα του Ρούμπενς με φοβερή ευχέρεια. Το όνειρό του όμως για εμένα ήταν να σταδιοδρομήσω σε μια Τράπεζα ή σε μια μεγάλη εταιρεία, όπως η Mobil εκείνη την εποχή. Είχε αγωνία μη γίνω ζωγράφος και πεινάσω.
Τον διαψεύσατε όμως και μετατρέψατε το έντυπο διαφημιστικό υλικό σε εικαστική τέχνη.
Η περίοδος του 60 ήταν εξαιρετικά γόνιμη για την Ελλάδα. Εγώ τότε για βιοποριστικούς λόγους έκανα graphic design. Όταν ήρθα στην Ελλάδα κι έδειξα σχέδιά μου στον Φρέντυ Κάραμποτ - ήταν μεγαλύτερός μου δέκα χρόνια τότε -, μου πρότεινε αμέσως να γίνουμε συνεταίροι, ενώ δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει αυτό. Κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία του γραφείου («Κ+Κ - Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών») , όπου κάναμε αφίσες για τον Τουρισμό κι ήταν μια πραγματικά όμορφη, δημιουργική περίοδος.
Το παράδοξο είναι ότι δηλώνετε τεμπέλης.
Δεν ήθελα να κάνω πράγματα για να αρέσουν, οπότε έκανα κάτι άλλο για να επιζήσω. Έτυχε για καθαρά βιοποριστικούς λόγους ν’ ασχοληθώ με διάφορες δουλειές, όπως με τις γραφικές τέχνες, αλλά πάντοτε είχα την ευελιξία και την περιέργεια ν’ ασχοληθώ με διάφορα πράγματα.Γύρω στο 70, έκανα μια έκθεση στο Χίλτον με κατασκευές διαφόρων γεωμετρικών γλυπτών και τα φώτισα με black light. Ήταν κάτι πολύ θεαματικό, το οποίο όμως απέρριψε το κοινό. Αλλά εντυπωσίασε αρχιτέκτονες, όπως ο Θύμιος Παπαγιάννης, ο Αλέξανδρος Τομπάζης, ο Νίκος Βαλσαμάκης και μου ζήτησαν συνεργασία σε έργα τους. Τότε προέκυψε και η συνεργασία μου με τον εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλο, ο οποίος ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό. Ο Παναγόπουλος τότε ήταν στο ξεκίνημα του, διευθυντής σε μία ναυτιλιακή εταιρεία κι αποφάσισε να ξεκινήσει μόνος του με ένα πλοίο που στοίχιζε τότε 19 εκ. δολάρια, καθόλου μικρό ποσό για την εποχή. Ήρθε το πλοίο από Δανία και του πρότεινα να κάνουμε ένα vernissage με τα έργα που είχα. Του άρεσε η ιδέα και προχωρήσαμε. Έκτοτε έκανα πάρα πολλά πλοία και ταξίδεψα παντού.
Ο Άγγελος Δεληβοριάς, μιλώντας για το έργο σας, σας χαρακτήρισε από τους τελευταίους υπερασπιστές της αφαιρετικής προσέγγισης.
Μια φορά στο Βερολίνο ένας Γερμανός με ρώτησε «Αυτό τι παριστάνει;» «Τον εαυτό του», απάντησα.
Για μένα η ζωγραφική είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη, γιατί οι αφορμές μου είναι πάντα από το περιβάλλον. Δεν είμαι αφηρημένος με την έννοια τη γεωμετρική, τη θεωρητική. Η πιο “αφηρημένη” δουλειά που έκανα ίσως ήταν στο Γκαίτε το ’69, όπου ξεκινούσα με ένα τετράγωνο κι έναν κύβο, αλλά μήπως κι αυτά δεν είναι “συγκεκριμένα”;
Είστε ένας «σκαπανέας» της πόλης κι αυτό διατρέχει τη δουλειά σας από το ξεκίνημά σας.
Από τις καμινάδες στο Παρίσι όπου σπούδαζα ως τους ενδιάμεσους χώρους, που περνούν συνήθως απαρατήρητοι, όπως οι μεσοτοιχίες και οι πλινθόκτιστες μάντρες, με ενδιαφέρουν ως αποτυπώσεις της ζωής. Τα ίχνη που αφήνει ο άνθρωπος με τις επεμβάσεις του στην πόλη είναι ένα θέμα που με απασχολεί, κι επανέρχομαι σε αυτό.
Στα εγκαίνια της έκθεσης στο Μπενάκη επιφύλαξαν μια έκπληξη για τον καλλιτέχνη: μια τούρτα με κεράκι για τα γενέθλιά του. Ο Κατζουράκης, όταν τον ρώτησαν για την ηλικία του, θυμήθηκε τον παιδικό φίλο του, κορυφαίο γλύπτη, Γιώργο Ζογγολόπουλο: «Όταν έγινε 98 του ευχήθηκαν να τα εκατοστίσει. Κι εκείνος τους απάντησε: «Μόνο; τι σας έκανα;».
info: Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς,Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου I 210 3453111
Αίθουσα Τέχνης Καππάτος, οδός Αθηνάς 12, Μοναστηράκι, Αθήνα, εως τις 28 Φεβρουαρίου