«Καθοριστικό χτύπημα» στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, με «ανεπανόρθωτο αντίκτυπο» και στις κοινότητες της Ίμβρου και της Τενέδου χαρακτήρισε τις απελάσεις των Ελλήνων το 1964 ο Άρχων Παντελής Βίγκας, τέως αιρετός εκπρόσωπος των Μειονοτικών Ιδρυμάτων στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων, σε εκδήλωση για την επέτειο των πενήντα χρόνων από την εκπατρισμό, το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου στην αίθουσα τελετών του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
«Τα αισθήματα “φόβου”, “πικρίας”, ”αδικίας” και “ταπείνωσης” με τα οποία εκείνα τα γεγονότα καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη, συνόδευσαν για δεκαετίες όχι μόνο όσους ξεριζώθηκαν βίαια από τον τόπο τους αλλά και όσους παρέμειναν πίσω στην γνώριμη μεν Πόλη, το πληθυσμιακό τοπίο της οποίας όμως είχε πλέον δραστικά μεταβληθεί» είπε ο κ. Βίγκας.
Το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης τέθηκε σε εφαρμογή από την κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού τον Μάρτιο του 1964, με προηγούμενα σχέδια αφανισμού (απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων με τον νόμο 2007/1932, επιστράτευση στα τάγματα εργασίας το 1941, Φόρος Ευμάρειας καθώς και η Νύχτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955) να μην έχουν επιτύχει απόλυτα τον σκοπό τους. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι το σχέδιο μαζικής απέλασης Ελλήνων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί» είχε καταστρωθεί από το 1957.
Με αποκορύφωμα τα επεισόδια των απελάσεων, η βιαιότητα των μηχανισμών που χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση της ελληνικής μειονότητας, προκαλούν συγκίνηση αλλά και οργή, ενώ ξαναζωντανεύουν σε όλους μνήμες από παλαιότερα τραύματα που ακόμα δεν είχαν επουλωθεί και που «ίσως δεν θα καταφέρουμε να επουλώσουμε ποτέ», πρόσθεσε ο κ. Βίγκας.
«Το αποτύπωμα που άφησαν οι απελάσεις στην ελληνική μειονότητα αντανακλάται με τον πιο αμείλικτο τρόπο στους αριθμούς της εποχής» τόνισε. «Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία μεταξύ 1960 και 1970, από μια κοινότητα που αριθμούσε 80.000 μέλη έμειναν λιγότερα από 20.000 άτομα. Το ίδιο αποτυπώνεται και αν ρίξουμε μια ματιά στις βαπτίσεις της εποχής το 1964 είχαμε 413 ενώ το 1974 μόλις 99 και το 2004 στις 9, ενώ αντίστοιχα οι κηδείες το ’64 ήταν 706, το ’74 404 και το 2004 88. Μονάχα την τελευταία πενταετία ίσως να παρατηρείται μια ελάχιστη αύξηση των αριθμών αυτών. Αυτή η κατακόρυφη πληθυσμιακή πτώση είναι χαρακτηριστική του πως τα γεγονότα αυτά λειτούργησαν σαν χιονοστιβάδα διαπερνώντας κάθε φάσμα του κοινοτικού πλέγματος και επιφέροντας εν τέλει καθοριστικά πλήγματα για την ίδια τη δομή της μειονότητας» υπογράμμισε.
Κατά την ομιλία του ο κ. Βίγκας επεσήμανε ότι οι ιστορίες αυτές γίνονται αντικείμενο μελέτης από μεγάλο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο αναζητεί τη δική του ταυτότητα, «μέσα από την ψηλάφηση της αλήθειας από εναλλακτικά κανάλια ενημέρωσης και τη συμφιλίωση με το παρελθόν».
«Παρόλα αυτά ο δρόμος για μια περισσότερο αντικειμενική προσέγγιση της ιστορίας είναι μακρύς» τόνισε.
Όσον αφορά στο θέμα της απόδοσης ευθυνών, 50 χρόνια αργότερα, ο κ. Βίγκας δήλωσε ότι έχει μελετηθεί, και «έχει αποδειχθεί ότι μια μισαλλόδοξη εθνική πολιτική, μαζί με μηχανισμούς του παρακράτους οδήγησε σε αποφάσεις απάνθρωπες και σε βίαια γεγονότα που δημιούργησαν ανείπωτο πόνο». Παράλληλα τόνισε ότι έχει προβληθεί ελάχιστα μια διαφορετική διάσταση του φαινομένου: «οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων, έφεραν ανεπανόρθωτες ζημιές όχι μόνο στην πληθυσμιακή και κοινοτική δομή αλλά και στην οικονομική συγκρότηση των Ρωμιών και κατ’ επέκταση σε όλη την ελληνική κοινότητα». Η συγκεκριμένη εξόντωση της οικονομικής ελίτ και η αποψίλωση της κοινότητας από τα δυναμικότερα στελέχη της, πρόσθεσε, δημιούργησαν μακροχρόνιες συνέπειες ενός οικονομικού αδιεξόδου το οποίο είναι εμφανές μέχρι σήμερα.
Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι είναι ανάγκη η ελληνική κοινότητα να πιάσει και πάλι το νήμα της ιστορίας, από εκεί που έμεινα, καθώς το κλίμα στην Τουρκία «έχει μεταστραφεί και είναι σαφώς πιο ευνοϊκό».
Όπως σημείωσε, από το 2006 και μετά η κοινότητα έχει επιτύχει κάποιους από τους στόχους της, με χαρακτηριστικά παραδείγματα, μεταξύ άλλων, την επαναλειτουργία του Δημοτικού Σχολείου στην Ίμβρο μετά από 49 χρόνια και την ανάδειξη της κοινότητας μέσα στην τουρκική κοινωνία. Επίσης, έκανε αναφορά στο «μικρό θαύμα», όπως το χαρακτήρισε, που έχει συντελεστεί με τη λειτουργία του παιδικού σταθμού της Αγίας Τριάδας. «Ο σημερινός αριθμός των παιδιών ξεπερνάει τα τριάντα αλλά το βασικότερο είναι ότι έχει αντιστρέψει το κλίμα ως προς την εμπιστοσύνη των γονέων προς την παρεχόμενη ομογενειακή ελληνική παιδεία» σημείωσε.
Παραθέτοντας τους άξονες στρατηγικής στους οποίους θα έπρεπε να εστιάσει η κοινότητα, τους ανέλυσε ως εξής: Προσήλωση στην ανανέωση των κοινοτικών διοικήσεων των ευαγών ιδρυμάτων και πολιτική πίεση εκ μέρους της κοινότητας αλλά και σε συνεργασία με τις άλλες μειονότητες για υιοθέτηση εκλογικού κανονισμού άμεσα, υιοθέτηση κοινοτικών ελεγκτικών μηχανισμών που θα διασφαλίζουν την απρόσκοπτη ορθή διοίκηση των ιδρυμάτων μας και τη διαφανή διαχείριση της εξουσίας από τους εκλεγμένους, συνέχιση και ενίσχυση των προσπαθειών που γίνονται για την Ίμβρο, διατήρηση της κληρονομιάς της ρωμιοσύνης και συνέχιση της συνεργασίας και επικοινωνίας με τις άλλες μειονότητες σε κοινά θέματα. Επίσης, τόνισε την ανάγκη η γενιά του να αφήσει χώρο στους σημερινούς τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, και υπογράμμισε την ανάγκη για δημιουργία πιο ισχυρών δεσμών αλληλοβοήθειας και υποστήριξης με τους νεοπολίτες, τους Έλληνες υπηκόους κατοίκους της Πόλης αλλά και της Σμύρνης.
Την εκδήλωση διοργάνωσαν: Εφημερίδα «Ο Πολίτης», Αδελφότητα Κωνσταντινουπολιτών Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου «Ο Ταξιάρχης», Εστία Κωνσταντινουπόλεως, Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών, Μορφωτικός Σύνδεσμος Χάλκης «Ο Άγιος Νικόλαος», Πολιτιστικός Μορφωτικός Φιλανθρωπικός και Φιλαθλητικός Σύνδεσμος «Γαλατά» Κωνσταντινουπόλεως, Σύλλογος Ζαππίδων , Σύλλογος Κωνσταντινουπολιτών, Σύνδεσμος Ελλήνων Βετεράνων Αθλητών Στίβου Κωνσταντινουπόλεως, Σύνδεσμος Ιωακειμιάδων, Σύνδεσμος Κεντρικιάδων, Σύνδεσμος Μεγαλοσχολιτών, Σύνδεσμος των εν Ελλάδι Ζωγραφειωτών, Σωματείου Ελλήνων Υπηκόοων Απελαθέντων εκ Τουρκίας