Συνασπισμός κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας εξαπέλυσε σειρά αεροπορικών πληγμάτων εναντίον σιιτών ανταρτών Χούθι στην Υεμένη, υποστηρίζοντας ότι υπερασπίζεται την νόμιμη κυβέρνηση του προέδρου Αμπραμπούχ Μανσούρ Χαντί. H επιχείρηση άρχισε το προηγούμενο βράδυ, με τα πλήγματα να συνεχίζονται και τη νύχτα της Πέμπτης.
Οι αεροπορικές επιδρομές στοχοθέτησαν την στρατιωτική βάση Αλ Τάρικ, που βρίσκεται κοντά στην Τάιζ, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, στο δρόμο που συνδέει την πρωτεύουσα Σαναά και το Άντεν, στο νότιο τμήμα της χώρας.
Βομβαρδισμοί πραγματοποιήθηκαν επίσης εναντίον αποθηκών όπλων και πυρομαχικών στην περιοχή Μαλάχιζ στην επαρχία Σαάντα, προπύργιο των Χούτι κοντά στη μεθόριο της Σαουδικής Αραβίας, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες. Ακόμη επλήγη το αεροδρόμιο της Σαάντα, του προπυργίου των Χούτι στο βορρά, όπως μετέδωσε το Γαλλικό Πρακτορείο επικαλούμενο τις ίδιες πηγές.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του BBC, σαουδαραβικά αεροσκάφη έπληξαν θέσεις των Χούθι στην πρωτεύουσα Σαναά την Πέμπτη. O Χαντί έχει καταφύγει σε άγνωστη τοποθεσία, αφού οι δυνάμεις των ανταρτών έφτασαν κοντά στο κρησφύγετό του στο Άντεν την Τετάρτη. Αξιωματούχος των Χούθι προειδοποίησε τον συνασπισμό ότι τα πλήγματα αυτά δημιουργούν τον κίνδυνο ευρύτερης σύγκρουσης στην περιοχή.
Σύμφωνα με το CNN, η Σαουδική Αραβία εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής χερσαίων δυνάμεων στην Υεμένη, εμπλεκόμενη στον εμφύλιο πόλεμο της γειτονικής χώρας. Οι αεροπορικές επιδρομές, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, που επικαλείται Σαουδάραβα αξιωματούχο, περιελάμβαναν 100 σαουδαραβικά αεροσκάφη, 30 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 10 από το Κατάρ και μικρό αριθμό από την Ιορδανία, το Μαρόκο και το Σουδάν, συν ναυτική βοήθεια από το Πακιστάν και την Αίγυπτο. Ακόμη, το αιγυπτιακό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων, επικαλούμενο το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, ανέφερε ότι η συμμετοχή της Αιγύπτου μπορεί επίσης να συμπεριλάβει χερσαίες δυνάμεις.
Σημειώνεται ότι ο εκπρόσωπος των ενόπλων δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας διαβεβαίωσε το βράδυ της Πέμπτης ότι το Ριάντ δεν σχεδιάζει μια χερσαία επιχείρηση στην Υεμένη, ωστόσο εάν χρειαστεί κάτι τέτοιο ο στρατός είναι σε ετοιμότητα. Ο Άχμεντ Ασίρι συμπλήρωσε ότι η Σαουδική Αραβία δεν θα επιτρέψει τον ανεφοδιασμό των Χούτι μέχρι να λήξει η επιχείρηση. Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα επιτραπεί σε κανέναν να παράσχει βοήθεια στους αντάρτες, τόνισε.
Κοινό χαρακτηριστικό των χωρών που συμμετέχουν στον συνασπισμό είναι ότι είναι κυρίως σουνιτικές, τη στιγμή που οι Χούθι είναι σιίτες. Οι Σαουδάραβες θεωρούν τους Χούθι – που ελέγχουν τη Σαναά και έχουν καταλάβει τμήματα της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης, του Άντεν- κατευθυνόμενους από την κυβέρνηση του σιιτικού Ιράν, και ως εκ τούτου φοβούνται την άνοδο μιας νέας σιιτικής δύναμης στην περιοχή.
Όπως αναφέρει το Reuters, επικαλούμενο ιρανικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, το Ιράν, από πλευράς του, απαίτησε άμεσο τερματισμό των επιχειρήσεων στην Υεμένη, και υποστήριξε ότι θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον έλεγχο της κρίσης στη χώρα. Σύμφωνα με το ιρανικό πρακτορείο Fars, η Μαρζιέχ Αφχάμ, εκπρόσωπος του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε ότι το Ιράν επιθυμεί άμεση παύση της «στρατιωτικής επιθετικότητας και των αεροπορικών πληγμάτων εναντίον της Υεμένης και του λαού της...οι στρατιωτικές ενέργειες στην Υεμένη, η οποία αντιμετωπίζει μια εσωτερική κρίση...θα περιπλέξουν περαιτέρω την κατάσταση...και θα παρεμποδίσουν τις προσπάθειες για επίλυσή της με ειρηνικά μέσα». Σημειώνεται πως το Ιράν αρνείται τα περί στήριξής του με χρήματα και εκπαίδευση στους Χούθι. Επίσης, ο πρόεδρος του Ιράν Χασάν Ροχανί καταδίκασε την Πέμπτη «τη στρατιωτική επίθεση» εναντίον της Υεμένης κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον.
«Storm of Resolve»
Ο Σαουδάραβας πρέσβης στις ΗΠΑ ανακοίνωσε την έναρξη της επιχείρησης «Καταιγίδα Αποφασιστικότητας» (Storm Of Resolve) σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσινγκτον το βράδυ της Τετάρτης. Όπως είπε, θα άρχιζε με αεροπορικές επιθέσεις, αλλά τόνισε ότι «θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να εμποδίσουμε την πτώση της νόμιμης κυβέρνησης της Υεμένης». Όπως αναφέρει το BBC, οι ΗΠΑ, αν και δεν συμμετέχουν, παρέχουν «λογιστική υποστήριξη και πληροφορίες».
Στους στόχους που επλήγησαν αναφέρει το Associated Press, περιλαμβανόταν μια βάση με πυραύλους υπό τον έλεγχο των Χούθι, καθώς και μια αποθήκη καυσίμων. Επίσης, επλήγη και στρατόπεδο ειδικών δυνάμεων – εκπαιδευμένων από τις ΗΠΑ- πιστών στον έκπτωτο πρόεδρο Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, ο οποίος υποστηρίζει τους αντάρτες.
O Λευκός Οίκος εξέφρασε την Πέμπτη την ανησυχία του σχετικά με τις «δραστηριότητες του Ιράν» στην Υεμένη. «Ανησυχούμε για τις ιρανικές δραστηριότητες στην Υεμένη και τις πληροφορίες περί μεταφοράς όπλων από το Ιράν τα οποία συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση και στην απειλή που υφίσταται εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης» δήλωσε ο Άλιστερ Μπάσκεϊ, ο εκπρόσωπος τύπου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (NSC).
Ερωτηθείς σχετικά πριν από λίγες ημέρες, ο Τζος Έρνεστ, εκπρόσωπος τύπου του Μπαράκ Ομπάμα είχε αναφέρει ότι οι ΗΠΑ δε διέθεταν στοιχεία που επέτρεπαν να εδραιωθεί η άποψη ενός «είδους ελέγχου που ασκούν οι Ιρανοί αξιωματούχοι στους μαχητές Χούτι».
Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι είχε εκφράσει την εκτίμηση ότι η υποστήριξη που παρέχει το Ιράν στους σιίτες αντάρτες έχει «χωρίς καμία αμφιβολία» συμβάλει στην πτώση της κυβέρνησης της Υεμένης. Η Τεχεράνη είχε καταδικάσει αμέσως αυτές τις δηλώσεις.
Ο έκπτωτος πρόεδρος Σαλέχ πίσω από τους Χούθι
Οι Χούθι υποστηρίζουν ότι στόχος τους είναι η αντικατάσταση της κυβέρνησης του Χαντί, την οποία χαρακτηρίζουν διεφθαρμένη, και η εφαρμογή των αποφάσεων του Εθνικού Διαλόγου που έλαβε χώρα όταν ο Σαλέχ εγκατέλειψε την εξουσία μετά από μαζικές διαδηλώσεις το 2011. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα των Financial Times, ο Σαλέχ είναι ο άνθρωπος πίσω από την εξέγερση των Χούθι και αποτελεί έναν από τους πιο «σκληροτράχηλους» πολιτικούς της Υεμένης, καθώς από το 1978, όταν ανέλαβε την προεδρία της βόρειας Υεμένης, του δίνονταν «μήνες ζωής» από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ενώ επέζησε και από βομβιστική επίθεση το 2011 που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο δύο εκ των στενότερων συνεργατών του. Μετά την πτώση του καθεστώτος του, διαπραγματεύτηκε ασυλία και παρέμεινε στην ηγεσία του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας. Έκτοτε, έχει επιδιώξει την καταστροφή της συντηρητικής ισλαμιστικής παράταξης που τάχθηκε εναντίον του το 2011 και την πτώση του Χαντί.