Το BBC παρουσιάζει την απίστευτη ιστορία ενός Σύριου μετανάστη, ο οποίος στην προσπάθεια του να μπει στην Αγγλία παράνομα, παραλίγο να πνιγεί στη σοκολάτα.
Ακούγεται ειδυλλιακό, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για θρίλερ.
Η διήγηση αρχίζει στο λιμάνι του Καλέ στη βόρεια Γαλλία, εκεί που φεύγουν τα τρένα που περνάνε στη Μεγάλη Βρετανία.
«Συναντήσαμε τον διακινητή στο βενζινάδικο, στις 2 το πρωί. Εκεί πάρκαραν τα φορτηγά που περνούσαν στην Αγγλία. Ήμασταν 25, ο διακινητής μας χώρισε σε ομάδες και μας είπε να μπούμε στα βυτιοφόρα, γιατί μόνο αυτά δεν ελέγχονται με ακτίνες Χ. Ο οδηγός κοιμόταν μπροστά και έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Σκαρφαλώσαμε πάνω στο βυτίο. Η καταπακτή ήταν κλειδωμένη αλλά ο διακινητής έκοψε την αλυσίδα και την άνοιξε.
Δεν είχαμε ιδέα τι υπήρχε μέσα, όμως με το που ανοίξαμε, μας χτύπησε η μυρωδιά. Ήταν σοκολάτα! Θα μπαίναμε στην Αγγλία με μια θερμαινόμενη δεξαμενή γεμάτη υγρή σοκολάτα.
Έξω έκανε παγωνιά και αρχικά όταν κατεβήκαμε στη ζεστή σοκολατένια δεξαμενή, αισθανθήκαμε ανακούφιση. Μετά από 15 λεπτά όμως η κατάσταση άρχισε να γίνεται δύσκολη.
Είμαι 1,85 αλλά δεν έφτανα τον πάτο της δεξαμενής. Κρατιόμασταν από την άκρη της καταπακτής με το ένα χέρι και με το άλλο, στηριζόμασταν στον ώμο του διπλανού μας. Αν ένας από εμάς δεν κρατιόταν καλά και έπεφτε και βούλιαζε, δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να τον βγάλουμε.
Κρατιόμασταν, ο ένας δίπλα στον άλλο, με τη σοκολάτα να φτάνει μέχρι το λαιμό μας. Ο διακινητής έκλεισε την καταπακτή, αφήνοντας ένα μικρό κενό για να μπορούμε να αναπνεύσουμε.
Έκανε φριχτή ζέστη. Έπρεπε να κουνάμε συνέχεια τα πόδια μας για να μην παγιδευτούμε εντελώς στην σοκολάτα που έπηζε. Κάναμε υπομονή, η απόσταση από το τρένο ήταν μόνο 20-30 λεπτά και μόλις περνούσαμε τους ελέγχους, θα μπορούσαμε να βγούμε έξω.
Το φορτηγό όμως δεν ξεκινούσε. Μείναμε μέσα, σε αυτήν την κατάσταση, για περισσότερες από 2 ώρες. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Καταραστήκαμε τον Μπασάρ Αλ Άσαντ που μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση. Κάποιοι άρχισαν να παραπονιούνται πως έκανε υπερβολική ζέστη και έλεγαν πως έπρεπε να βγούμε. Εγώ ήθελα να μείνω και ένας όμως να έφευγε, θα γέμιζε με σοκολάτα την άκρη του βυτίου και θα μας καταλάβαιναν. Δύο άνδρες, μεγαλύτεροι από εμένα, έβαλαν τα κλάματα. Τελικά αποφασίσαμε να φύγουμε όλοι.
Η σοκολάτα ήταν τόσο πηκτή που χρειάζονταν 7 από εμάς για να σπρώχνουμε για να μπορέσει να βγει ο πρώτος έξω. Πιο δύσκολο ήταν για τον τελευταίο. Τον τραβούσαμε όλοι μαζί από πάνω, όμως τον τραβούσε προς τα κάτω η σοκολάτα. Στο τέλος αναγκάστηκε να βγάλει τα παπούτσια του. Βυθίστηκαν στο βυτίο.
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού... προς το δάσος που ήταν η σκηνή μας. Περπατούσαμε καλυμμένοι με σοκολάτα, από την κορφή ως τα νύχια. Τα χέρια μας, τα μαλλιά μας, τα μάτια μας, ήταν γεμάτα σοκολάτα. Ήταν καλή σοκολάτα δεν μπορώ πω. Γλύφαμε τα δάχτυλα μας. Και σε όλη τη διαδρομή αφήναμε πίσω μας τις σοκολατένιες πατημασιές μας».