Η νεότερη ελληνική ιστορία (και η παλαιότερη, αλλά αυτό είναι άλλη, ακόμα πιο μεγάλη ιστορία) έχει, ως γνωστόν, μεγάλη «παράδοση» όσον αφορά στους διχασμούς. Τα «χρόνια της κρίσης» επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα των διαφοροποιήσεων με πολιτικό πρόσημο στη χώρα μας.
Το πρώτο παράδειγμα μεγάλης αντιπαράθεσης που δίχασε την ελληνική κοινωνία και πολιτική σκηνή, ως γνωστόν, είναι αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «Εθνικός Διχασμός»: η διαμάχη μεταξύ «βενιζελικών» και «βασιλικών/ αντιβενιζελικών» στις αρχές του 20ού αιώνα. Ακολούθησε φυσικά ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι συνέπειές του, που σημάδεψαν την ελληνική πολιτική ζωή για δεκαετίες, διαμορφώνοντας με τον δικό τους τρόπο το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, φτάνοντας μέχρι το σήμερα.
Η έντονη κόντρα γύρω από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών εγείρει, από ιστορικής άποψης, το εξής ερώτημα: θα μπορούσε να μείνει το μνημόνιο- αντιμνημόνιο στην ελληνική ιστορία ως άλλος ένας σκληρός διχασμός όπως αυτοί που λάβωσαν βαρύτατα το συλλογικό του νεότερου ελληνισμού; Πρόκειται πραγματικά για μια σύγκρουση τόσο μεγάλης έντασης, ή είναι απλά ένα σημείο των καιρών – μια «χαμηλών λιπαρών» αντιπαράθεση, η οποία πρόκειται να «ξεθωριάσει» μέσα σε μερικά χρόνια;
Ο Θάνος Βερέμης, ομότιμος καθηγητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Πολιτική Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, εξηγεί σε πρώτη φάση το ιστορικό υπόβαθρο των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. «Η Ελλάδα πάντα ήταν χώρα ελλειμματικού χαρακτήρα όσον αφορά στο ισοζύγιο πληρωμών. Είχε πρόβλημα στην εξαγωγή προϊόντων. Το 19ο αιώνα ήταν αγροτική χώρα και κυρίως με μονοκαλλιέργειες για εξαγωγή, δηλ σταφίδα αρχικά, καπνός μετά κλπ. Είχε πάντα έλλειμμα επισιτισμού κυριολεκτικά γιατί δεν είχε μεγάλες εκτάσεις εκτός από τη Θεσσαλία αργότερα. Ό,τι εξήγαγε σε σταφίδα το εισήγαγε σε δημητριακά, τα υπόλοιπα ήταν έλλειμμα.
Η χώρα άρχισε να γεμίζει τις τρύπες των ελλειμμάτων με την εξαγωγή ανθρώπων, δηλαδή οι Έλληνες της Αμερικής και πολύ αργότερα της Αυστραλίας έστελναν εμβάσματα και κάλυπταν κάπως τα κενά στον προϋπολογισμό».
Όταν έλλειψαν τα εμβάσματα, συμπληρώνει ο κ. Βερέμης, μπήκε στη μέση το συνάλλαγμα από τους Έλληνες ναυτικούς. Αργότερα, άρχισε να παίζει ρόλο ο τουρισμός και «εξελίχθηκε στις “πρώτες βοήθειες” για τους ελλειμματικούς μας προϋπολογισμούς και το εμπορικό μας ισοζύγιο.
Τα κενά τα συμπλήρωνε η Ελλάδα με δάνεια. Οπότε η ιστορία των δανείων είναι μια πολύ παλιά ιστορία, ξεκίνησε από το 1821 και συνεχίστηκε έκτοτε. Αυτά δεν είναι καινούρια – αυτά που είναι κανούρια είναι άλλα φαινόμενα. Όταν ο Τρικούπης επτώχευσε την Ελλάδα, το 1893 («δυστυχώς επτωχεύσαμε») άφησε πίσω ένα τεράστιο έργο υποδομής, οπότε ανέκαμψε γρήγορα η ελληνική οικονομία. Όταν πάλι η Ελλάδα επτώχευσε το 1932, εκεί προέκυψε μια αυτάρκεια, δηλαδή με το να σταματήσουν οι εισαγωγές οι Έλληνες άρχισαν να καλλιεργούν, να αναπτύσσουν βιοτεχνίες κλπ. Κάλυψαν λίγο το κενό, ήταν μια κάπως δημιουργική περίοδος, με ελλείψεις μεγάλες βέβαια, τις οποίες όμως ο σημερινός Έλληνας δεν μπορεί να αντέξει, καθώς μιλάμε για άλλο πληθυσμό, ευρωπαϊκών συνηθειών, αν όχι παραγωγικότητας. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα».
Τα αίτια δημιουργίας των διχασμών. Ο Εθνικός Διχασμός
Ο κ. Βερέμης συνεχίζει, αναφερόμενος στα αίτια των διχασμών. «Τον 19ο αιώνα δεν υπήρχαν διχασμοί, ήταν μάλλον κοινή η πλεύση, καθώς υπήρχαν και καλές πολιτικές ηγεσίες και γενικά συναίνεση, ομόνοια- ενώ είναι αλήθεια ότι και οι ιθύνοντες δεν πολυρωτούσαν τον λαό. Εκλογές γίνονταν, η συμμετοχή δεν ξέρω πόσο μεγάλη ήταν μετά λόγου γνώσεως. Δεν ξέρουμε το ποσοστό των μη ψηφιζόντων. Εν πάσει περιπτώσει, δεν είχαμε διχασμούς τον 19ο αιώνα».
Αυτό φαίνεται να αλλάζει τον 20ό αιώνα. «Όσο βαθαίνει η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα, τόσο πυκνώνουν οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους Έλληνες πολίτες. Ο πρώτος μεγάλος διχασμός, σε “βασιλικούς” και “βενιζελικούς” αρχίζει το 1915-1916 και συνεχίζεται ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μεταξύ συντηρητικών, αν θέλετε, και φιλελεύθερων».
Ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, κάνει λόγο για την «πρώτη μεγάλη διαίρεση της ελληνικής πολιτικής ζωής».
«Το αντικείμενο του αποκαλούμενου εθνικού διχασμού ήταν η συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο , διαίρεσε βαθιά την ελληνική πολιτική ζωή και κοινωνία σε δύο στρατόπεδα, που πήρανε διάφορες ονομασίες, Κωνσταντινικοί ή Βενιζελικοί, ή ονομάστηκαν βασιλόφρονες και δημοκρατικοί, με βάση τη διαίρεση πάνω στο πολιτειακό ζήτημα (οπαδοί βασιλείας και της κατάργησής της), ή απλά βενιζελικοί αντιβενιζελικοί. Όλες αυτές οι ονομασίες ουσιαστικά αποτυπώνουν τα δύο στρατόπεδα που από το 1915-1917 και ουσιαστικά μέχρι και την έλευση του Μεταξά (4ης Αυγούστου 1936) καθόρισαν τα πολιτικά γεγονότα χονδρικά για τρεις δεκαετίες χονδρικά, κυρίως από το 1915 και το 1920, καθώς και το 1930. Ακόμη και τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 εμπεριέχουν σημαντικά κομμάτια της επίδρασης του εθνικού διχασμού αυτών των δύο στρατοπέδων» σημειώνει ο κ. Μαραντζίδης.
Η Μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και ο Εμφύλιος
Το 1922, συνεχίζει ο κ. Βερέμης, δημιουργεί το δεύτερο μεγάλο ρήγμα: «είναι μια μεγάλη καταστροφή, φέρνει στην Ελλάδα 1.300.000 περίπου πρόσφυγες τελείως ανέστιους, χωρίς χρήματα και περιουσιακά στοιχεία. Αυτοί είναι κυρίως οι “πελάτες” του ΚΚΕ, το οποίο προϋπήρχε μεν, αλλά δημιουργήθηκε και δυνάμωσε μετά το 1922. Πολλοί πρόσφυγες ψηφίζουν ΚΚΕ. Επίσης πολλούς πρόσφυγες απορρόφησε και ο Βενιζελισμός».
Το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο είναι η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά: «δεύτερος μέγιστος διχασμός», υπογραμμίζει ο κ. Βερέμης. «Μεταξάς στην εξουσία, και το ΚΚΕ υπό διωγμό, το οποίο μαθαίνει να λειτουργεί στην παρανομία, ώστε όταν αργότερα ήρθε η Κατοχή, οι μόνοι που είναι μαθημένοι στην παρανομία από πριν ήταν οι κομμουνιστές, και για αυτό και αποτέλεσαν τον μεγαλύτερο αντιστασιακό πυρήνα εναντίον των αρχών κατοχής».
Όπως σημειώνει ο κ. Μαραντζίδης, η διαίρεση μεταξύ των αποκαλούμενων εθνικόφρονων και των κομμουνιστών/ Αριστεράς - «οι όροι εδώ είναι συγγενείς, έχουμε πληθώρα όρων και ονομάτων»- θέτει τις βάσεις μιας σύγκρουσης που θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. «Η διαίρεση αυτή σχετίζεται κατά βάση με τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η σύγκρουση ξεκίνησε πριν το 1946 και οι διαιρέσεις πριν από αυτήν υπήρχαν από πριν. Οι “εθνικόφρονες” ως όρος υπάρχουν από πριν και ουσιαστικά επί της προκειμένης έχουμε μια νέα διαίρεση που ανασυγκροτεί τα παλιά στρατόπεδα».
Ο κ. Μαραντζίδης εξηγεί το είδος της ανασυγκρότησης αυτής: «οι παλιοί βενιζελικοί διασπώνται, ένα τμήμα τους συγκλίνει με τους παλιούς αντιβενιζελικούς και αυτό σχηματίζει τη νέα παράταξη των εθνικοφρόνων. Ένα άλλο τμήμα των παλιών βενιζελικών κινείται προς την Αριστερά, εντάσσεται στο ΕΑΜ επί Κατοχής και ουσιαστικά στην πορεία συγκλίνει με το ΚΚΕ. Η διαίρεση αυτή ουσιαστικά θα φτάσει μέχρι το 1974 και ο εμφύλιος θα αφήσει μέχρι τότε τα χνάρια του την επίδρασή του στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας».
Τα Δεκεμβριανά και το τέλος της διαφοροποίησης μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών
Περιγράφοντας εκτενέστερα την εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση, ο κ. Βερέμης αναφέρεται στο «εναρκτήριο λάκτισμά του», τα αποκαλούμενα Δεκεμβριανά. «Η σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και “μη Αριστεράς” (δηλαδή η Δεξιά και οι Φιλελεύθεροι, που η αλήθεια είναι ότι δεν τα πάνε και πολύ καλά) αρχίζει σταδιακά από την περίοδο της κατοχής για να κλιμακωθεί τον Δεκέμβριο του 1944, όταν γίνονται τα Δεκεμβριανά. Ο Δεκέμβριος του 1944 οδηγεί στην πόλωση του 1945 και του 1946, που με τη σειρά τους οδηγούν στον μεγάλο εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή την επόμενη τεράστια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων, η οποία ήταν πολύ αιματηρότερη και πιο εξοντωτική από την προηγούμενη, μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, η οποία ήταν στην ουσία μια σύγκρουση με “χαμηλά λιπαρά”».
Η διαφοροποίηση μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, προσθέτει ο κ. Βερέμης, εξαφανίζεται το 1946, με το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου στον θρόνο, όταν βενιζελικοί ψηφίζουν υπέρ της επειδή θεωρούν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η Αριστερά. «Ο διχασμός αυτός τελειώνει με την κυβέρνηση συνεργασίας Σοφούλη- Τσαλδάρη το 1947, με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρχηγό του Κόμματος των Φιλελευθέρων».
Οι μεταπολεμικές αντιπαραθέσεις
Από εκεί και πέρα, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου τα πράγματα αλλάζουν, με τον Εμφύλιο και τον Εθνικό Διχασμό να έχουν αφήσει ισχυρά βιώματα πάραυτα. Όπως σημειώνει ο κ. Μαραντζίδης, οι δύο μεγάλες διαιρέσεις της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής λειτούργησαν και ταυτόχρονα, με τη μία να διαδέχεται την άλλη, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ελληνικής αυτής ιδιαιτερότητας, ενός τριπαραταξιακού πολιτικού συστήματος – Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά. «Ενώ όλη η Ευρώπη αναφέρεται κυρίως σε Δεξιά και Αριστερά, εμείς ακριβώς επειδή κουβαλάμε αυτές τις δύο διαιρέσεις έχουμε αυτές τις τρεις μεγάλες παρατάξεις στην πολιτική μας παράδοση, με το Κέντρο να είναι η πιο ρευστή πολιτικά έννοια. Και εδώ είναι ενδιαφέρον το ότι στην Ελλάδα υπήρξε κυρίως το 1970, το 1980 και το 1990 ένας όρος που πάλι δεν έχουμε στην Ευρώπη, ο όρος “αντιδεξιά”».
Ο όρος αυτός, υπογραμμίζει ο κ. Μαραντζίδης, έχει το ενδιαφέρον ότι δεν ταυτίζεται με τον όρο της Αριστεράς. «Υποδηλώνει ένα είδος μετώπου του Κέντρου και της Αριστεράς ενάντια στη Δεξιά. Αυτό το μέτωπο ουσιαστικά για πρώτη φορά εμφανίστηκε ως έννοια στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ήταν η εποχή που προσπαθούσε να χειραφετήσει το Κέντρο από τη Δεξιά στα πλαίσια της εθνικοφροσύνης και να το καταστήσει μια ισχυρή παράταξη εξουσίας . Το Κέντρο είχε χάσει αυτή τη δυναμική από τη δεκαετία του 1950 και χρειάστηκαν 12 χρόνια για να γίνει κυρίαρχη πολιτική δύναμη». Από πλευράς του, εν μέσω αυτής της περιόδου, ο κ. Βερέμης κάνει λόγο για ένα είδος «αναβίωσης του 1916», με αναζωογόνηση των πρώην βενιζελικών δυνάμεων, και τη σύγκρουση μεταξύ Βασιλιά και Παπανδρέου. «Εκεί παίζουν ρόλο πλέον και το ΚΚΕ και βέβαια ο Στρατός, που εμφανίζεται ως στυλοβάτης της Βασιλείας, μέχρι την εκδίωξη του Κωνσταντίνου» σημειώνει.
Μετά τη Δικτατορία
Μετά την πτώση της Δικτατορίας, ο κ. Μαραντζίδης αναφέρει ότι υπήρξε συνέχιση του τριπαραταξιακού μοντέλου: «συνεχίζεται τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα ο Ανδρέας Παπανδρέου συνέχιζε να αντλεί κέρδη από αυτό που οινομάστηκε αντιδεξιό μέτωπο. Κατά κάποιον τρόπο καρπώθηκε το Κέντρο, έγινε ταυτόχρονα εκφραστής των οραμάτων και των επιδιώξεων των κεντρώων και των αριστερών ταυτόχρονα. Εδώ το πιο χαρακτηριστικό σε αυτό το πλαίσιο ήταν η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το τέλος αυτού του σχήματος (αντιδεξιό) έρχεται το 1989, με την κυβέρνηση Τζανετάκη, με τη συνεργασία Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά και τον νόμο για την “άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου”...ουσιαστικά, μέσω αυτής της πορείας, έχουμε όλο το τοπίο που διαμόρφωσε το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα ως το Μνημόνιο».
Όσον αφορά στη διαφοροποίηση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς μεταπολιτευτικά, ο κ. Βερέμης θεωρεί ότι υπάρχει, αλλά δεν συνιστά μεγάλο διχασμό, καθώς είναι περισσότερο ρητορική παρά ουσιαστική. «Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια χώρα μικροιδιοκτητών, μικροεπιχειρηματιών κ.ο.κ με μικρή εργατική τάξη, οπότε το ΚΚΕ δεν έχει στην ουσία βάση στρατολόγησης μελών, απευθύνεται περισσότερο σε όσους αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί. Επανακάμπτει στον συνδικαλισμό λόγω των εξελίξεων όσον αφορά στη διαφοροποίηση της Δυτικής από την Ανατολική Γερμανία. Παράλληλα, η Αριστερά, από την εποχή του Ανδρέα αγρεύει ψήφους σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δημιουργεί και τον όρο “μικρομεσαίοι” και από εκεί παίρνει τις περισσότερες ψήφους. Το ΚΚΕ παθαίνει πανωλεθρία και το αποτέλεσμα είναι το σημερινό: έχουμε μικρό ΚΚΕ και μεγάλη Αριστερά, που αλιεύει από παντού».
Μνημόνιο- αντιμνημόνιο: μια «τεχνητή» διαφοροποίηση
Και έτσι φτάνουμε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, την κρίση και το μνημόνιο- αντιμνημόνιο. Πρόκειται για μια σύγκρουση ή οποία είναι ικανή να αφήσει το αποτύπωμά της στη μελλοντική ιστορία ή όχι; Ο κ. Βερέμης θεωρεί ακραίο αυτό το ενδεχόμενο. Όπως αναφέρει ο κ. Βερέμης, «το μνημόνιο-αντιμνημόνιο είναι ένα πολύ τεχνητό στοιχείο που μπορεί να ξεγελάει ένα ποσοστό, κυρίως αυτούς που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά από τη λιτότητα και την κρίση, αλλά δεν είναι ουσιαστικό γιατί το μνημόνιο είναι επιφαινόμενο, όχι η πηγή του προβλήματος. Επρόκειτο για μια διάσωση πρώτων βοηθειών».
«Δεν θα αφήσει ίχνη, είναι κωμικό να το λέμε. Οι άλλοι διχασμοί βασίζονταν σε λογικές διεκδικήσεις, στο αν θα έμπαιναν στον πόλεμο με την Αντάντ, ενώ οι άλλοι οι άλλοι έλεγαν όχι. Ο Εμφύλιος πάλι, ήταν περί κομμουνιστικής διαχείρισης του πλούτου, τη στιγμή που οι άλλοι επιθυμούσαν δυτικού τύπου. Διαφορετικές απόψεις, που συζητούνταν σοβαρά. Τι να πούμε σήμερα; Ότι οι μεν θέλουν ή οι άλλοι δεν θέλουν; Η διαφοροποίηση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δεν έχει λογικές βάσεις, καθώς είναι διαφοροποίηση διαμαρτυρίας έναντι αυτών που έχασαν λιγότερα και θεωρούν ότι “χάλια είναι αλλά υπάρχουν και χειρότερα”, τη στιγμή οι άλλοι λένε ότι “δεν υπάρχουν χειρότερα” και έχουν πέσει, ή νομίζουν ότι έχουν πέσει στον γκρεμό» συμπληρώνει ο κ. Βερέμης.
Από πλευράς του, ο κ. Μαραντζίδης σημειώνει ότι το Μνημόνιο του 2010, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν, η έντασή τους και ο τρόπος διαμόρφωσης κομματικών συμμαχιών ανέδειξαν μεν μια τρίτη διαίρεση, ωστόσο η έντασή της ούτε είναι ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχη των προαναφερθεισών. «Σε κανέναν βαθμό, γιατί και οι δύο ήταν βίαιες διαιρέσεις, έχουμε νεκρούς και στη μία και στην αλλη. Στον Εθνικό Διχασμό είχαμε σύγκρουση πολιτειακών παραγόντων, βασιλιά και πρωθυπουργού και βέβαια είχαμε και δεύτερη κυβέρνηση, με τρομακτικές συνέπειες. Για τον Εμφύλιο ισχύουν τα ίδια: οι νεκροί του εμφυλίου είναι περισσότεροι από κάθε άλλη σύγκρουση στην οποία ενεπλάκη η Ελλάδα στον 20ό αιώνα».
Παρόλα αυτά, συνεχίζει, ενώ «αναμφίβολα δεν συγκρίνεται», εντούτοις η διαίρεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο «διαμορφώνει μια νέα διαίρεση σε κοινωνία και πολιτική που δεν υπήρχε μέχρι το 2010 και οι συνέπειες αυτού φαίνονται στη μεταβολή και των εκλογικών προτιμήσεων από τη μια και, δεύτερον, στις συμμαχίες των κομμάτων: η σημερινή κυβέρνηση, εάν δεν υπήρχε η διαίρεση του μνημονίου, δεν θα μπορούσε να είχε γίνει. Ένα αριστερό κόμμα συμμάχησε με ένα πολύ συντηρητικό κόμμα, ουσιαστικά στη βάση μόνο αυτής της διαίρεσης. Δηλαδή αν βγάλουμε το μνημόνιο δεν ξέρω σε πόσα άλλα πράγματα συμφωνούν αυτά τα δύο κόμματα».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μαραντζίδης υπογραμμίζει ότι «είμαστε ακόμη εν θερμώ».
«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακόμη τη δυναμική αυτής της διαίρεσης. Βεβαίως, ξεκινώντας από την αρχική διαπίστωση, στο βαθμό που μια διαίρεση δεν είναι ευτυχώς διαίρεση αίματος, ούτε είναι διαίρεση πολιτειακού χαρακτήρα, είναι σίγουρο ότι το αποτύπωμά της δεν μπορεί να είναι τόσο ισχυρό όσο των άλλων δύο. Ο Εμφύλιος οδήγησε στο να τεθεί εκτός νόμου του ΚΚΕ. Αυτό κράτησε θεσμικά από το 1947 ως το 1974. Εδώ δεν έχουμε τέτοιο πολιτικό βάθος στα πράγματα, ούτε θεσμικό ζήτημα ούτε βίαιη διάσταση. Με αυτή την έννοια δεν έχει το μέγεθος μιας εθνικής τραγωδίας, άρα εκ των πραγμάτων το αποτύπωμα της επίδρασης αυτής της διαίρεσης είναι σίγουρα ισχνότερο από τα δύο προηγούμενα».