Ορφανή από τα 8 της χρόνια η Μαριάνθη. Έζησε την μεγάλη πείνα του ’41. Σε μια ενέδρα των Γερμανών δεν γλιτώνει την αιχμαλωσία. Πάνω από ένα χρόνο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας στην εφηβεία. Χωρίς να ξέρει αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Φτιάχνοντας ανταλλακτικά για τα αεροπλάνα. «Και αν σου έφευγε ένα χιλιοστό από τις προδιαγραφές, άγριο ξύλο».
Χιλιόμετρα πιο πέρα ο Οβαδίας, στο Άουσβιτς. Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη. Από μεγάλη και εύπορη οικογένεια. Ναχμίας με το όνομα. Ήξερε πέντε γλώσσες. Του φάνηκαν χρήσιμες στο Άουσβιτς. Ίσως και να του έσωσαν τη ζωή. Μόλις ήρθε η απελευθέρωση, ένας Γερμανός φύλακας τον προειδοποιεί: «Κρύψου! Είναι αποφασισμένοι να σας σκοτώσουν όλους!». Ένας μπόγος με ρούχα του χάρισε ξανά το μέλλον του. Κρύφτηκε εκεί και σώθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα.
Στο βαγόνι της επιστροφής, η ζωή του χαμογελά. Βλέπει την Μαριάνθη για πρώτη φορά. «Εγώ αυτή την κοπέλα θα την παντρευτώ», λέει στην αδερφή της. «Μα πως; Εμείς είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι» του λέει αυτή. «Θα γίνω Χριστιανός!».
Και το έκανε. Έξι μήνες κατήχηση, βάπτιση, ο Οβαδίας πήρε το όνομα Στέφανος και ακολούθησε ο γάμος. Έκαναν τρία αγόρια και 6 εγγόνια. Και έζησαν μαζί όλες τις άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν στη ζωή τους. Μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Το 1984 ο Στέφανος έφυγε από τη ζωή, από εγκεφαλικό, σε ένα ανοργάνωτο ακόμη από τον σεισμό του 81’ νοσοκομείο στον Βόλο.
Η Μαριάνθη Ναχμία, το γένος Σούλη από την Καλαμπάκα, μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στον Βόλο για να μας πει την ιστορία της. Στα 87 της χρόνια πλέον. Δεν θέλει και πολύ να τα θυμάται αυτά που τράβηξε στα 16 της χρόνια. Της φέρνουν θλίψη.
«Έχεις φάει σκυλί;», μας ρωτάει. «Σου εύχομαι να μην χρειαστεί ποτέ. Αυτό μας δίνανε στη Γερμανία. Εμείς δεν το τρώγαμε. Αλλά τις πατάτες τις τρώγαμε. Υπήρχε πείνα»
Η οικογένεια της ήταν εύπορη. Αγροτική οικογένεια, αλλά εύπορη. Όμως στα 5 της χρόνια χάνει τον πατέρα της. Και 3 χρόνια μετά και τη μητέρα της. Αναγκάζεται, μαζί με τις αδερφές της να πάει στον Βόλο για να δουλέψει. Στου Ματσάγγου το εργοστάσιο με τα καπνά. Στο πακετάρισμα.
«Όταν ερχόταν ο επόπτης να κάνει έλεγχο, μας κλείδωναν μέσα στις κάσες. Γιατί ήμουν ανήλικη, δεν επιτρεπόταν. Για να πάρουμε αυτό το μεροκάματο μπαίναμε μέσα στις κάσες. Και επειδή ήμασταν ανήλικα, αν οι άλλοι έπαιρναν 10 δραχμές την ημέρα, εμάς μας έδιναν 5 δραχμές την ημέρα. Εκμετάλλευση», θυμάται.
Σήμερα το σπίτι της είναι γεμάτο κούκλες. «Απωθημένο», μας λέει.
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, το '40 δούλευε ήδη 9 μήνες. Όμως μετά το εργοστάσιο έκλεισε. Και όλοι οι άντρες έφυγαν, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση.
«Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, πηγαίναμε σε ένα μέρος και κρυβόμασταν στα βράχια. Χωρούσε 50 άτομα. Και απέναντι από τον προφήτη Ηλία, μας πυροβολούσαν οι Γερμανοί αλλά να, στον σταυρό που σου κάνω, οι σφαίρες γύριζαν όλες πίσω. Χτυπούσαν στις πέτρες!» περιγράφει η κυρία Μαριάνθη.
Ύστερα ήρθε ο Μεγάλος Λιμός. Ο οικονομικός στραγγαλισμός από τους Γερμανούς οδήγησε στον θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες από πείνα, σε έναν πρωτόγνωρο λιμό για τα δεδομένα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χειρότερη περίοδος ήταν ο χειμώνα του 1941-42 όταν η πείνα έπληξε χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Και αυτό λόγω της καταλήστευσης των πρώτων υλών και των τροφίμων από τους Γερμανούς.
«Πρωτοχρονιά έχεις κάνει εσύ με ένα παστέλι;» μας ρώτησε η κυρία Μαριάνθη. Έφαγαν ένα παστέλι εκείνη και ένα η αδερφή της, είπαν καλή χρονιά και έπεσαν και κοιμήθηκαν. Για να επιβιώσουν μάζευαν βλίτα, τα ζεμάτιζαν και τα έτρωγαν αλάδωτα. «Πού λάδι τότε. Γι' αυτό πρηζόντουσαν οι άνθρωποι».
Μετά άρχισαν τα συσσίτια. Το καλαμπόκι το έκαναν κουρκούτι. Ή φασόλια γύφτικα.
Την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν και πολλούς Έλληνες εκτός από Εβραίους και τους έστελναν στα καταναγκαστικά έργα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την Μαριάνθη την έπιασαν στον Βόλο, στις 8 Αυγούστου του 1944. Την πήγαν στην Γερμανία στοιβαγμένη μέσα στα βαγόνια των τρένων και την κράτησαν στα στρατόπεδα Ράβενσμπρικ (Ravensbrück) και το Κέμπενικ (Kempenich). Το Ράβενσμπρικ προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά για κρατούμενες γυναίκες. Σε αυτό είχαν κρατηθεί και πολλές Ελληνίδες αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης. Υπολογίζεται ότι σε αυτό κρατήθηκαν συνολικά περίπου 135.000 γυναίκες, από τις οποίες 92.000 βρήκαν εκεί το θάνατο.
Εσάς γιατί σας έπιασαν;
«Σκότωσαν έναν Γερμανό και έκαναν μπλόκο. Μας έπιασαν περίπου 50 άτομα. Μας πήγαν στο σπίτι του αρχιρουφιάνου και εκεί ήταν τα SS. Αυτούς να ξέρετε τους είχαν σφραγισμένους, κάτω από τη μασχάλη τους είχαν τη σφραγίδα του SS. Ήταν το χειρότερο τάγμα. Τους έβλεπες και έτρεμες. Μας πήγαν στο Κέμπενικ και στο Ράβενσμπρικ. Και μας έδιναν σκυλί να φάμε. Σκυλί έχετε φάει εσείς; Να μην σας τύχει, ούτε στα παιδιά σας, ούτε σε κανένας. Εμείς σαν χριστιανοί δεν το φάγαμε. Αλλά τις πατάτες αναγκαστικά τις φάγαμε. Γιατί είχε πείνα»…
Η Μαριάνθη, όπως και όλοι οι άλλοι, έμεναν σε μια καλύβα με άλλα 30 άτομα. Τους είχαν πάρει ότι είχαν και δεν είχαν και τους είχαν δώσει ένα ρούχο με έναν αριθμό και ένα μεγάλο Χ μπροστά. Ποτέ δεν το χώνεψε αυτό το Χ η Μαριάνθη. Σημαδεμένοι άνθρωποι. Σε αυτούς όμως δεν έβαζαν σφραγίδα. Τον αριθμό στο χέρι, που θα τους ακολουθούσε σε όλη τους τη ζωή (όσοι έζησαν…) τον είχαν μόνο οι Εβραίοι.
«Μας έπαιρναν το πρωί στις 5 και μας γύριζαν 7 το βράδυ στο σπίτι. Στο σπίτι όταν λέμε, εκεί που μας είχαν. Ήμασταν μέσα περίπου 30 άτομα σε μια καλύβα. Το πρωί μας έπαιρναν με ένα καραβάκι. Τώρα από ότι θυμάμαι σας λέω, από τις λύπες τα έχω ξεχάσει... Και μας πήγαιναν στη δουλειά. Στα καταναγκαστικά έργα. Εμάς μας είχαν στα ανταλλακτικά αεροπλάνων. Και αν τυχών καμιά φορά μας έφευγε το μαχαιράκι είτε η πένσα που τα φτιάχναμε και χάναμε ένα χιλιοστό, μας έπαιρναν στο ιδιαίτερο δωμάτιο και μας χτυπούσαν. Είχαμε μια Ρόζα για επιστάτρια».
Όσο μας μιλούσε, να σου να διακόπτει για να μας πει να πιούμε τον καφέ μας γιατί θα κρυώσει. Και να φάμε όλο το γλυκό του κουταλιού που μας είχε προσφέρει και είχε φτιάξει με τα χεράκια της. Γιατί είναι πολύ φιλόξενη η κυρία Μαριάνθη.
«Στο στρατόπεδο γύρω-γύρω είχε ένα συρματόπλεγμα με ρεύμα. Και δεν μπορούσες να το σκάσεις. Και πού να πήγαινες δηλαδή; Ρούχα δεν είχες. Είχες μπροστά σου χαραγμένο το Χ», συνεχίζει.
Ποτέ δεν το χώνεψε αυτό το Χ…
Μαζί της ήταν και η αδερφή της. Γιατί όταν είδε ότι έπιαναν την Μαριάνθη, τους είπε να την πιάσουν και εκείνη. Μεγαλύτερη, είχε υπό την προστασία της την Μαριάνθη. Πού να την άφηνε μόνη; Δεν ήξεραν που θα τις πήγαιναν.
«Όταν ήρθε ο καιρός να μας απελευθερώσουν οι Ρώσοι, οι Γερμανοί ήθελαν να μας παιδέψουν μέχρι τελευταία στιγμή. Ήμασταν στο ένα μέρος για παράδειγμα και μας πήγαιναν στο άλλο. Οι τρανσπόρτερς. Στον δρόμο, αν εσύ δεν μπορούσες να περπατήσεις, σου έδιναν μια και σε σκοτώνανε. Και σου έβαζαν φωτιά από τα μαλλιά. Να τα βλέπεις όλα αυτά και να λες ‘θα αντέξω;’».
Χιλιόμετρα μακριά, στο Άουσβιτς είχαν πάει τον Οβαδία.
Το Άουσβιτς ήταν το μεγαλύτερο συγκρότημα στρατοπέδων της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Συνολικά εκτοπίστηκαν εκεί περισσότεροι από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους τουλάχιστον 1,1 εκατομμύρια εξοντώθηκαν. Υπολογίζεται ότι μόνο στα στρατόπεδα εξολόθρευσης θανατώθηκαν (με τουφεκισμό, καταναγκαστική εργασία, απαγχονισμό ή δηλητηριώδη αέρια) περίπου 3 εκατομμύρια Εβραίων.
Το σύνολο των Εβραίων που θανατώθηκαν από την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία μέχρι την κατάρρευσή του ανέρχεται σε 6 περίπου εκατομμύρια. Ήταν η Τελική Λύση. Το σχέδιο του Χίτλερ για την ολοκληρωτική εξόντωση των Εβραίων.
Ο Οβαδίας ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Με 5 γλώσσες. Από μεγάλη οικογένεια. «Ναχμίας με το όνομα! Το μεγαλύτερο φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη» μας λέει η κυρία Μαριάνθη.
«Τα ρήμαξαν όλα! Το μίσος και η κακία του ανθρώπου τα κάνει αυτά. Ήταν άνθρωποι φιλήσυχοι και πολύ όμορφοι οι γονείς του. Η πεθερά μου ήταν φτωχή. Και επειδή ο πεθερός μου ήταν πλούσιος, πήγε και την έκλεψε. Γιατί πήγε και την γύρεψε και δεν την έδιναν».
Γιατί;
«Γιατί σου λέει αυτός πλούσιος, εμείς φτωχοί, τι θα του δώσουμε; Επέμενε αυτός όμως, την πήρε και ησύχασε. Έφτιαξαν όμως ωραία οικογένεια. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι».
Η Μαριάνθη όμως ποτέ δεν τους γνώρισε. Γιατί οι γονείς του άντρα της πέθαναν στο Άουσβιτς. Όπως και η αδερφή του.
«Εκεί τους έδιναν μια πετσέτα, πήγαιναν στο μπάνιο, τους άνοιγαν το αέριο και τους σκότωναν τους ανθρώπους. Και τους έπαιρναν και τους έκαιγαν στους φούρνους. Και βρομούσε ο τόπος όλος από το ανθρώπινο κρέας».
Τα τρία αγόρια επέζησαν. Ο πατέρας, η μητέρα και η αδερφή όμως όχι. «Επειδή ήταν μορφωμένα αυτά τα παιδιά και ήξεραν πολλές γλώσσες, τους χρησιμοποιούσαν. Θα τους έκαιγαν και αυτούς αλλά λόγω του ότι τους είχαν ανάγκη, τους χρησιμοποιούσαν».
Πως σώθηκε ο Οβαδίας; Μόλις ήρθε η απελευθέρωση, ένας Γερμανός φύλακας τον προειδοποιεί: «Κρύψου! Είναι αποφασισμένοι να σας σκοτώσουν όλους!». Κρύφτηκε σε ένα μπόγο με ρούχα και σώθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα.
Τα αδέρφια βρέθηκαν ξανά μεταξύ τους μετά από ένα χρόνο.
Πως γνωριστήκατε;
Ανταμώσαμε στο τρένο με τον συγχωρεμένο τον άντρα μου. Και λέει στην αδερφή μου: «Εγώ την αδερφή σου έτσι που την είδα την αγάπησα». «Μα πως, εμείς είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί», του λέει η αδερφή μου. «Θα βαπτιστώ κι εγώ!».
Έκανε 6 μήνες κατήχηση, βαφτίστηκε στην Ευαγγελίστρια. Και έλεγε ο παπάς «είμαι 84 χρονών άνθρωπος και βαφτίζω έναν μεγάλο άντρα».
Οι δικοί του δεν το δέχτηκαν ποτέ. Και από τα χρήματα που πήραν μετά από ότι είχε μείνει, δεν του έδωσαν τίποτα.
Μετά την απελευθέρωση η επιστροφή αργούσε γιατί είχαν κόψει τις γραμμές του τρένου. «Μας πήγαιναν από το ένα μέρος στο άλλο μέχρι να γίνουν οι γραμμές». Η Μαριάνθη βρέθηκε σε ένα σπίτι και η γυναίκα του σπιτιού άνοιξε την ντουλάπα της και της πρόσφερε τα ρούχα της. Να πάρει ότι θέλει. Το μόνο που ήθελε η Μαριάνθη ήταν ένα φόρεμα. Να βγάλει από πάνω της αυτό το πράγμα με το Χ. Το ρούχο του στρατοπέδου. Και παπούτσια. Και η γυναίκα του σπιτιού να κλαίει. «Την λυπήθηκα την χριστιανή. Τόσο καλή γυναίκα. Κι ας ήταν Γερμανίδα. Τι σημασία έχει; Η καλοσύνη της μετράει που άνοιξε το σπίτι της».
Όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος τους δέχτηκε με ενθουσιασμό. Και τους έδωσε ρούχα. Αλλά όταν έφτασαν τελικά στον Βόλο, δεν βρήκαν τίποτα πίσω. Το σπίτι είχε νοικιαστεί, τα πράγματα είχαν χαθεί. Από την αρχή ξανά.
Με την επιστροφή τους στον Βόλο, έπιασαν δουλειά και οι δύο στο εργοστάσιο του Ματσάγγου.
«Είχε έρθει ένας Γερμανός στο εργοστάσιο, είχαν φέρει κάτι γερμανικές μηχανές. Τον είχαν φέρει ως μηχανικό. Και του λένε του άντρα μου ότι από αύριο θα αφήσεις την μηχανή και θα γίνεις διερμηνέας. Αμέσως αντέδρασε. ‘Είναι δυνατόν! Οι Γερμανοί έκαναν τόσο κακό στην οικογένειά μου και σε όλη την Ελλάδα, εγώ να γίνω διερμηνέας;’ τους λέει. ‘Τότε θα σε διώξουμε’, του λένε. Και αναγκαστικά δέχτηκε. Όταν τον ξεναγούσε λοιπόν στο εργοστάσιο τον έφερε και σε μένα και μόλις τον βλέπω του λέω να τον πάρει από μπροστά μου! ‘Αυτός ήταν ο τρανσπόρτερ μας στο στρατόπεδο!’, του λέω».
Είχε δώσει τότε στην Μαριάνθη την βαλίτσα του να την κουβαλάει. «Και όποια δεν μπορούσε να περπατήσει, νταν στον κεφάλι και της έβαζαν φωτιά και την καίγανε», μας ξαναλέει η κυρία Μαριάνθη.
Το παραδέχτηκε μετά και ο ίδιος στον άντρα της όταν τον ρώτησε. «Εεεε, στρατιώτες ήμασταν τότε» του είπε για να δικαιολογηθεί.
Όσο ήμασταν στο σπίτι της μας έδειξε φωτογραφίες από τα παλιά. «Του άρεσαν οι φωτογραφίες του κυρίου Στέφανου», μας λέει. Πέφτουμε πάνω σε μια φωτογραφία του με έναν άλλον κύριο. «Αυτός είναι ο Γερμανός», μας λέει. «Αυτός από το στρατόπεδο;» την ρωτάω. «Όχι. Ο καλός».
«Όλα αυτά θέλω να τα αφήσω πίσω. Αλλά όταν έρχεται η στιγμή και τα θυμάμαι στεναχωριέμαι. Σε παιδεύει το γιατί. Τι φταίξαμε;», μας λέει.
«Πήγαινα στη δουλειά και έβλεπα νεκρούς. Ήταν μια μέρα 9 παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά. Σκοτωμένα στο έδαφος και ένας Γερμανός δίπλα. Όταν τους είδα έμεινα. Και τώρα βγαίνει αυτή (σ.σ. η Μέρκελ) και λέει ‘εγώ δεν ξέρω τι έκαναν οι πατριώτες μου’. Ας μου δώσει πίσω τους 18 μήνες που με είχαν στην Γερμανία αιχμάλωτη. Ας μου τα πληρώσουν αυτά. Πήρα μόνο 2.000 δραχμές και αυτά από τον Ερυθρό Σταυρό. Που είναι οι αποζημιώσεις; Μας τα πήραν όλα! Τίποτα δεν μας άφησαν».
Την ρωτάω και για τον Εμφύλιο.
«Τι να σου πω. Άλλη καταστροφή από εκεί. Είχαμε ακούσει στο εργοστάσιο ότι θα πιάνανε μια κοπέλα που δουλεύαμε μαζί, την Ασιμούλα, και θα την σκότωναν γιατί ο αδερφός της είχε γνωρίσει μια Ρωσίδα και έφυγαν για τη Ρωσία. Και την πήρα σπίτι μου. Τι να έκανα; Να την άφηνα;».
Βοηθούσε όσο μπορούσε η κυρία Μαριάνθη. Το ίδιο και τότε στην Γερμανία, μετά την απελευθέρωση, όσο περίμεναν για να τους φέρουν πίσω.
«Μας πήγαν σε ένα μέρος, μας άφησαν εκεί και κάποια στιγμή ήταν ένας μεγάλος αξιωματικός -σαν να τον βλέπω μπροστά μου τώρα- και φώναζε ‘Wasser! Wasser!’. Ήθελε νερό ο έρημος. Εγώ από φιλότιμο, είμαι και θρήσκα, πήγα με ένα κατσαρόλι και του έδωσα νερό. Άρχισαν τότε οι άλλοι, οι αιχμάλωτοι να φωνάζουν: ‘αυτοί μας έκαναν τόσα και εσύ του έδωσες νερό;’. Μόλις ήπιε το νερό σηκώθηκε αυτός, πήγε λίγα μέτρα πιο πέρα και νταν, τον σκοτώνουν οι Ρώσοι. Εκείνος ήταν ένα πολύ μεγάλο στέλεχος του υπουργείου και του βρήκαν πάνω του σημαντικά έγγραφα, για καταστροφές. Εγώ όμως τον λυπήθηκα. Το να δώσεις σε έναν άνθρωπο ένα ποτήρι νερό είναι κακό;».
Με τον κύριο Στέφανο έκαναν τρία αγόρια και 6 εγγόνια. Πέθανε το 1984 από εγκεφαλικό σε ένα ανοργάνωτο ακόμη από τον σεισμό του 81’ νοσοκομείο στον Βόλο. Ήταν 62 ετών. «Έφυγε από τα χέρια μου σαν βασιλιάς ο άντρας μου», μας λέει. Έχει την φωτογραφία του πάνω στην τηλεόραση. «Τον έχω εκεί και άμα θυμώνω του λέω “κάτσε καλά, γιατί θα σε πετάξω από εκεί”».
Όσο για τη σημερινή κατάσταση, δεν την βλέπει καλά η κυρία Μαριάνθη. «Δύσκολα χρόνια τότε, που εύχομαι να μην ζήσετε. Άλλα όπως προβλέπω την κατάσταση θα φτάσουμε πάλι εκεί. Εύχομαι να μην γίνει. Γιατί λυπάμαι αυτά τα αγγελούδια», μας λέει και δείχνει τις φωτογραφίες από τα εγγόνια της.
«Να παρακαλάτε να φτιάξουν τα πράγματα γιατί δεν προβλέπω καλό τέλος» μας ξαναλέει.
Λίγο πριν φύγουμε μου λέει: «Να ξέρεις, εγώ έχω τρία γενέθλια στη ζωή μου». «Τι εννοείται;» την ρωτάω. «Γεννήθηκα το 1928. Αλλά τότε με δήλωσαν το ’26. Πως θα μπορούσα να δουλέψω τόσο μικρή;». «Και τα τρίτα;» την ξαναρωτάω. «Άλλη φορά αυτά» μου λέει και χαμογελάει.